Eίναι η εφημερίδα που αποκάλυψε το σκάνδαλο Watergate και οδήγησε τον πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση. Η εφημερίδα των 47 Πούλιτζερ, που ιδρύθηκε το 1877 με έδρα την Ουάσιγκτον και άλλαξε τη μορφή του αμερικανικού τύπου.
Το ρολόι έδειχνε μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 17ης Ιουνίου 1972 όταν ένας φύλακας, ο Frank Wills, που περιπολούσε στο γκαράζ του συγκροτήματος γραφείων Watergate παρατήρησε ότι στην πόρτα μίας σκάλας υπήρχε κολλητική ταινία που κάλυπτε την κλειδαριά. H πρώτη του σκέψη ήταν ότι το συνεργείο συντήρησης είχε κολλήσει τις κλειδαριές με ταινία για μην κλειδώσουν.
Ο νεαρός άνδρας έσκισε την κόλλα και μετά κατευθύνθηκε στο εστιατόριο Howard Johnson’s Motor Lodge που βρισκόταν απέναντι από το κτίριο προκειμένου να κάνει το διάλειμμά του. Έπειτα από μία ώρα έχοντας επιστρέψει στη βάρδιά του έκανε ξανά μία βόλτα και παρατήρησε ότι η κλειδαριά ήταν και πάλι κολλημένη με ταινία.
Η πρώτη του κίνηση ήταν να καλέσει την αστυνομία και ανέφερε ότι ήταν σε εξέλιξη διάρρηξη στο κτίριο του Watergate. Ο Frank Wills που δούλευε από τις 00:00 το βράδυ μέχρι τις 07:00 το πρωί με αμοιβή 80 δολάρια τη βδομάδα ήταν εκείνος που θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου για την αποκάλυψη του μεγαλύτερου σκανδάλου διαφθοράς στην αμερικανική ιστορία (Η οριστική του αποκάλυψη έγινε από τον Μπομπ Γούντγουορντ). Ήταν τέτοιο το μέγεθός του που δύο χρόνια αργότερα θα οδηγούσε στην παραίτηση του Ρίτσαρντ Μ. Νίξον από την προεδρία της χώρας.
Ο φύλακας έγραψε σε ένα σημείωμα το οποίο τώρα βρίσκεται στα Εθνικά Αρχεία: «1:47 π.μ, βρέθηκε ταινία στις πόρτες. Κάλεσα την αστυνομία για να επιθεωρήσει τον χώρο». Στο κτίριο έσπευσαν αμέσως αστυνομικοί με πολιτικά. Όταν εισήλθαν στα γραφεία της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών που βρίσκονταν στο έκτο όροφο βρήκαν τα πάντα λεηλατημένα.
Μετά από έρευνες συνελήφθησαν πέντε άνδρες κάποιοι εξ αυτών ήταν πρώην πράκτορες της CIA και ονομάστηκαν «υδραυλικοί». Πάνω στους συλληφθέντες βρήκαν 2.300 δολάρια σε ρευστό -με νομίσματα 100 δολαρίων που είχαν συγκεκριμένη σειρά σειριακών αριθμών και αργότερα συνδέθηκαν με χρήματα της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον, καθώς ήταν μεταξύ αυτών που του είχε δωρίσει σπόνσορας του-, μηχάνημα με το οποίο είχαν συνδεθεί στη συχνότητα της αστυνομίας, 40 ρολά φιλμ, 2 κάμερες και δακρυγόνα όπλα, στο μέγεθος στυλό.
Καταδικάστηκαν στις 15/6, μαζί με τους Hunt (το όνομα του υπήρχε σε σημειωματάρια που είχαν μαζί τους οι Barker και Martinez) και Liddy για συνωμοσία, κλοπή και παραβίαση ομοσπονδιακών νόμων για υποκλοπή. Όλοι τους δήλωσαν ένοχοι.
Το επόμενο πρωϊνό η δημοσιογράφος της Washington Post, Karlyn Barker, πήγε στο σπίτι του Frank Wills προκειμένου να της μιλήσει για όσα είχαν διαδραματιστεί το προηγούμενο βράδυ. «Θυμάμαι ότι πήγα στο σπίτι του και εκείνος με υποδέχθηκε κρατώντας στα χέρια ένα γατάκι. Ήταν πολύ καλός και είπε την ιστορία που όλοι ξέρουμε», είχε δηλώσει η δημοσιογράφος το 2000.
Λίγο μετά το Watergate, το όνομα του Wills εξαφανίστηκε από τους τίτλους. Έδινε ομιλίες ή συνεντεύξεις αξίας 200 δολαρίων κάθε φορά που γινόταν η επέτειος του Watergate. Ωστόσο δεν κέρδισε τίποτε από αυτή την υπόθεση, όπως έκαναν άλλοι πρωταγωνιστές, ακόμη και αυτοί που καταδικάστηκαν.
Το 1973 παραιτήθηκε καθώς δεν του δόθηκε αύξηση. Το επόμενο διάστημα ήταν δύσκολο για εκείνον καθώς δεν μπορούσε να βρει δουλειά. «Δεν ξέρω αν τους λένε να μην με προσλάβουν ή αν απλώς φοβούνται να με προσλάβουν», είχε πει μιλώντας στην The Post. Ο θρυλικός δημοσιογράφος Μπομπ Γούντγουορντ είπε ότι ο Γουίλς ήταν άξιος συγχαρητηρίων επειδή κάλεσε την αστυνομία.
To 1976 ο Frank Wills ενσάρκωσε τον εαυτό του στην ταινία «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» με πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Ντάστιν Χόφμαν. Εμφανίστηκε για 11 δευτερόλεπτα σε μία σκηνή όπου επιθεωρεί τους χώρους του Watergate.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Wills εγκαταστάθηκε τελικά στη Βόρεια Αουγκούστα της Νότιας Καρολίνας προλειμένου να φροντίσει τη ηλικιωμένη μητέρα του, η οποία είχε υποστεί εγκεφαλικό. Έζησαν μαζί με 450 δολάρια τον μήνα. Το 1979 καταδικάστηκε για κλοπή καταστημάτων και του επιβλήθηκε πρόστιμο 20 δολαρίων. Το 1983 ήρθε και πάλι αντιμέτωπος τον νόμο καθώς καταδικάστηκε για την κλοπή ενός ζευγαριού αθλητικών παπουτσιών από ένα κατάστημα στην Augusta, σε ένα χρόνο φυλάκιση. Μέχρι το 1993 όταν και πέθανε η μητέρα του ο Wills ήταν άπορος και παραχώρησε το σώμα της σε ιατρική έρευνα καθώς δεν είχε χρήματα προκειμένου να πραγματοποιηθεί η κηδεία της. Ο Wills έφυγε από τη ζωή το 2000, όντας άπορος. Νοσηλευόταν με όγκο στο κεφάλι στο Medical College of Georgia στην Augusta της Τζόρτζια. Ήταν 52 ετών.
Στις επετείους του Watergate το όνομα του Wills αν και ήταν βασικός πρωταγωνιστής έμενε πολύ συχνά στο παρασκήνιο. Ωστόσο το 2005 όταν η The Post κυκλοφόρησε ρεπορτάζ για το «βαθύ λαρύγγι» το όνομά του απουσίαζε. Τότε ο αρθρογράφος της Washington Post Colbert I. King εξοργίστηκε με αυτή την παράλειψη.
«Αν δεν υπήρχε η υποψία του Γουίλς για διάρρηξη και η αποφασιστική του δράση», έγραψε ο Κινγκ το 2005, «ο κόσμος πιθανότατα δεν θα είχε ακούσει ποτέ τα ονόματα E. Howard Hunt ή G. Gordon Liddy. Δεν θα υπήρχε το «βαθύ λαρύγγι και το “όλοι οι άνθρωποι του προέδρου” των Bob Woodward και Carl Bernstein. Δεν θα υπήρχε βραβείο Πούλιτζερ για την The Post, ούτε η εικόνα ενός ντροπιασμένου Προέδρου Νίξον που χαιρετούσε πριν από την παραίτησή του στις 9 Αυγούστου 1974».
H ιστορία ενός θρύλου
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1877 ο υποστηρικτής των Δημοκρατικών Stilson Hutchins, αποφασίζει να εκδόσει την εφημερίδα Τhe Washington Post, τυπώνοντας 10.000 φύλλα και 12 χρόνια μετά την πουλά στον Ρεπουμπλικάνο Frank Hatton και στον Δημοκρατικό μέλος του Κονγκρέσo Beriah Wilkins. Ακολουθεί μια μεταβατική περίοδος συνεχώς πωλήσεων του φύλου – ακόμη και μέσω δημόσιας δημοπρασίας κατόπιν χρεοκοπίας, που έγινε στα σκαλιά της εφημερίδας τον Ιούνιο του 1933. Τότε η εφημερίδα πέρασε έναντι 825.000 δολαρίων στον Εugene Meyer από την Καλιφόρνια. Οταν το 1946 ο πρόδρος Τρούμαν τον διορισε πρώτο πρόεδρο στη Διεθνή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη, η εφημερίδα πέρασε στον έλεγχο στον γαμπρό του Meyer, τον Philip L Graham, σύζυγο της Katharine. Mια νέα ένδοξη εποχή άρχισε με την οικογένεια Graham στα ηνία…
Το 1963, ο αιφνίδιος θάνατος του Philip, φέρνει την Κatharine στη θέση του προέδρου. Είναι το απόλυτο αφεντικό και η γυναίκα που έμελλε να γίνει η ισχυρότερη στα παγκόσμια εκδοτικά χρονικά. Το 1971 αποφασίζει να βάλει τον όμιλο που στηρίζει την εφημερίδα στο Χρηματιστήριο, με τιμή μετοχής καθορισμένη στα 26 δολάρια. Το αποτέλεσμα είναι θριαμβευτικό και έτσι ένα χρόνο μετά αποκτά έναντι 25 εκατομμυρίων δολαρίων το νέο εντυπωσιακό κτίριο που την στέγαζε εφεξής. Την ίδια χρονιά αρχίζουν να δημοσιεύονται τα πρώτα άρθρα για τη διάρρηξη τα γραφεία της Δημοκρατικής Εθνικής Επιτροπής στο κτήριο Watergate. Η εφημερίδα αποκαλύπτει συνεχώς τις παράνομες ενέργειες που ενορχηστρώθηκαν από την κυβέρνηση του Νίξον, οδηγώντας τελικά στην παραίτησή του από την προεδρία των ΗΠΑ το 1974.
Το 1976 είναι η ώρα για τη νέα γενιά να μπεί στην εφημερίδα. Ο γιος της Katharine Donald Graham γίνει αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής. Μεσολαβεί μια σειρά από αγοραπωλησίες νέων εντύπων, η δημιουργία νεου χώρου εκτυπώσεων ενώ το 1996 η εφημερίδα μπαίνει στο διαδίκτυο. Μια στιγμή ιστορική και σημαδιακή για όσα ακολούθησαν. Ο ίδιος ο Donald ήταν αυτός που χθες έστειλε μια επιστολή στους εργαζόμενους του ομίλου, για να τους ανακοινώσει την είδηση-έκπληξη όπως την χαρακτηρίζει και ο ίδιος.Προσπαθεί επίσης να απαντήσει σε δυο ερωτήματα: γιατί πουλήθηκε η εφημερίδα, και γιατί ειδικά στον Τζεφ Μπέζος. Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι επί επτά χρόνια στη σειρά τα έσοδα της εφημερίδας έπεφταν και τα περιθώρια μείωσης του κόστους είχαν ένα σαφές όριο. «Ξέραμε ότι η εφημερίδα κάτω από την ιδιοκτησία μας θα κατόρθωνε να επιβιώσει. Ομως θέλαμε κάτι περισσότερο από αυτό. Θέλαμε να πετύχει, όχι απλώς να επιβιώσει»
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram