Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η ολλανδική Philips θα παρουσιάσει την κασέτα, ένα αποθηκευτικό μέσο που προορίζεται κυρίως για χρήση από γραμματείς και δημοσιογράφους.
Από τα μέσα της δεκαετίας, θα κάνουν την εμφάνιση τους και οι πρώτες προηχογραφημένες μουσικές κασέτες. Εντούτοις, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να προτιμούν το βινύλιο και παρόμοιες μεθόδους και η κασέτα περιμένει υπομονετικά τη σειρά της.
Μια απλή ιδέα
Έχουμε πια φτάσει στο 1979 και ο Masaru Ibuka, ο επίτιμος πρόεδρος και συνιδρυτής της Sony, συνηθίζει να παίρνει μαζί του ένα TC-D5 στα υπερατλαντικά του ταξίδια. Αν και η συσκευή είναι εξαιρετικά μεγάλου μεγέθους για να χαρακτηριστεί φορητή, δίνει στον Ibuka τη δυνατότητα να ακούει την αγαπημένη του κλασσική μουσική κατά τη διάρκεια των πολύωρων πτήσεων.
Δεν είναι όμως ικανοποιημένος. Σκέφτεται πως θα μπορούσε να υπάρξει μια καλύτερη λύση. Ζητάει, λοιπόν, από τον υφιστάμενο του εκείνη την εποχή, Norio Ohga, να βρει μια λύση. Ο Ohga παίρνει το Pressman, μια συσκευή που η εταιρεία στοχεύει στους δημοσιογράφους για εγγραφή φωνής, και έχει έτοιμη μια τροποποιημένη εκδοχή για το επόμενο επαγγελματικό ταξίδι του Ibuka.
Αυτή λειτουργεί με μικρές, ειδικές μπαταρίες. Ο Ohga δίνει στον Ibuka τη μονάδα, μαζί με δύο μπαταρίες που είχε καταφέρει να εντοπίσει βιαστικά, αλλά και μια σειρά κασετών κλασικής μουσικής. Λίγες ώρες μετά, λαμβάνει μια κλήση από τον Ibuka που έχει πια φτάσει στις ΗΠΑ: «Οι μπαταρίες τελείωσαν στο αεροπλάνο και δεν βρίσκω άλλες εδώ». Την ίδια στιγμή, ο Ohga συνειδητοποιεί ότι οι κασέτες που έδωσε είναι κενές και καλεί την CBS Records sστην Αμερική, ζητώντας να ετοιμάσουν κάτι με κλασσική μουσική και να το δώσουν στον Ibuka.
Παρ ‘όλα αυτά, όταν Ο Ibuka επιστρέφει από τις Η.Π.Α., είναι εμφανώς ευχαριστημένος με τη μονάδα και θέλει κάτι τέτοιο να διατεθεί και στο εμπόριο. Ο Ibuka πάει στον συνιδρυτή της Sony, Akio Morita, και του λέει: «Δοκίμασε αυτό. Δεν νομίζεις ότι ένα στερεοφωνικό κασετόφωνο που μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει ενώ περπατάει είναι μια καλή ιδέα;». Ο Morita θα πάρει τη συσκευή στο σπίτι του το σαββατοκύριακο και θα εντυπωσιαστεί.
Κάπου εκεί, είναι όλα έτοιμα και η εταιρεία θέλει να παρουσιάσει το προϊόν μέχρι τις 21 Ιουνίου του 1979. Μέσα από μια φάση ανάπτυξης που θα κρατήσει μόλις τέσσερις μήνες, η Sony έχει έτοιμη μια αξιόπιστη συσκευή που μπορεί να διαθέσει στο εμπόριο έναντι περίπου 33.000 γιεν (270 ευρώ), λίγο πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές των μαθητών – τόσο η τιμή όσο και το συγκεκριμένο αγοραστικό κοινό αποτελούσαν τις βασικές στοχεύσεις της ιαπωνικής κατασκευάστριας. Πρόκειται για το TPS-L2.
Τα ακουστικά του προϊόντος αναπτύχθηκαν σε ένα εντελώς ξεχωριστό τμήμα. Επρόκειτο για τα H-AIR, η ανάπτυξη των οποίων είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Ο Ibuka είχε ακούσει για αυτά πριν από τρεις μήνες σε μια συνάντηση. Αν και τα περισσότερα ακουστικά ζύγιζαν τότε 300 με 400 γραμμάρια, τα συγκεκριμένα έφταναν μόλις τα 50 γραμμάρια. Παρά το ότι ήταν εξαιρετικά μικρά και ελαφριά, προσέφεραν εξαιρετικό ήχο και το Walkman είχε βρει το «ταίρι» του.
Κάνοντας τη διαφορά
Το Walkman θα φτάσει για πρώτη φορά στα ράφια των καταστημάτων στις 1 Ιουλίου του 1979 και η Sony θεωρεί πως έχει στα χέρια της ένα χρυσωρυχείο. Οι δημοσιογράφοi, από την άλλη, δείχνουν να διαφωνούν με τη στρατηγική της να μην προσθέσει δυνατότητες εγγραφής. Η αρχική παραγωγή των 30.000 συσκευών δείχνει εξαιρετικά φιλόδοξη, αφού οι πρώτες πωλήσεις δεν ξεπερνούν τις 3.000. Σε μια κατάσταση ελεγχόμενου πανικού, το τμήμα marketing αποφασίζει ότι η εμπειρία είναι μοναδική, οπότε οι σχετικές καμπάνιες πρέπει να είναι επιθετικές.
Celebrities προσλαμβάνονται για διαφημίσεις σε περιοδικά, υπάλληλοι της Sony ταξιδεύουν σε τρένα και κυκλοφορούν σε πολυάσχολες συνοικίες τα Σαββατοκύριακα προσφέροντας τα ακουστικά στους περαστικούς ώστε να ακούσουν μόνοι τους. Άλλωστε, καμία διαφήμιση ή σλόγκαν δεν μπορεί πραγματικά να περιγράψει την καινούργια εμπειρία που φέρνει το Walkman, δίνοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να «κόψει τα καλώδια» και να ακούσει τη μουσική που ήθελε, οπουδήποτε ήθελε.
Η εταιρεία χρησιμοποιεί απλές προωθητικές μεθόδους, χωρίς μεγάλες τηλεοπτικές καμπάνιες. Η προσπάθεια της λειτουργεί και τον Αύγουστο του 1979 φτάνει να διαθέτει 27.000 συσκευές, καλύπτοντας την αρχική παραγωγή. Για τους επόμενους έξι μήνες, τα καταστήματα κάνουν συνεχείς πωλήσεις και τη θέση του όποιου σκεπτικισμού παίρνουν τα αιτήματα για ακόμη περισσότερες προμήθειες.
Από την αρχή, το σχέδιο είναι να διατεθεί το Walkman παγκοσμίως, κάτι που αποφασίζεται να ξεκινήσει έξι μήνες μετά το ιαπωνικό του ντεμπούτο. Αρχικά, εισάγεται στις Η.Π.Α. με την ονομασία «Soundabout» και στο Ηνωμένο Βασίλειο ως «Stowaway». Τελικά, η εταιρεία θα αποφασίσει να χρησιμοποιήσει παντού το «Walkman», παίζοντας με το Pressman, στο οποίο βασίστηκε για τη δημιουργία του. Άλλωστε, η επιλογή της συγκεκριμένης ονομασίας γίνεται και λόγω του Superman, ο οποίος είναι εξαιρετικά δημοφιλής, λόγω της ταινίας που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς με πρωταγωνιστή τον Christopher Reeve.
Ρόλο στην απόφαση παίζει και ο ίδιος ο Morita. Σύμφωνα με αναφορές της εταιρείας, όταν αυτός θα βρεθεί σε επαγγελματικό ταξίδι στην Ευρώπη, θα συναντηθεί με γονείς στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο των οποίων τα παιδιά τους είχαν πει: «Όταν συναντήσεις τον κ. Morita, ρώτησε τον από πού μπορώ να πάρω ένα Walkman». Φαίνεται ότι πολλοί τουρίστες που είχαν επισκεφθεί την Ιαπωνία είχαν πάρει ένα Walkman μαζί τους και, ως εκ τούτου, το όνομα ήταν ήδη γνωστό έξω από την χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.
Παρά την αρχική αντίσταση σε ορισμένες περιοχές, αργότερα αναγνωρίζεται ότι η στρατηγική αυτή είναι σωστή. Το όνομα «Walkman» γίνεται σχεδόν συνώνυμο με μια ολόκληρη κατηγορία προϊόντων – η οποία αρχίζει να βλέπει προτάσεις από πολλούς κατασκευαστές – και κάνει την εμφάνιση του ακόμη και σε λεξικά. Το 1981, το «Walkman» βρίσκεται στο Le Petit Larousse, ένα πολύ γνωστό γαλλικό λεξικό, και το 1986 συμπεριλαμβάνεται στο λεξικό της Οξφόρδης.
Φέρνοντας την επανάσταση
Οι New York Times, στην πρώτη τους αναφορά στη συσκευή το 1980, την χαρακτηρίζουν ως το καινούργιο «status symbol». Ο Andy Warhol λέει στην Washington Post ότι προτιμά τον ήχο του Pavarotti αντί για τις κόρνες των αυτοκινήτων. Οι παραλίες που είχαν απαγορεύσει τα ραδιόφωνα δεν έχουν απολύτως κανένα πρόβλημα με την μοναχική φύση του Walkman. Εντούτοις, υπάρχουν και οι διαφωνίες.
Μια σειρά αμερικανικών πολιτειών απαγορεύει σε οποιονδήποτε οδηγούσε ή έκανε ποδήλατο σε δημόσιο χώρο να χρησιμοποιεί Walkman, ενώ ο ιατρικός κόσμος εκφράζει τις ανησυχίες του για τα προβλήματα που θα μπορούσαν να προκληθούν στην ακοή από την παρατεταμένη χρήση των ακουστικών. Ακόμα και καταστήματα του χώρου αρνούνται να επισκευάσουν τα Walkman, αναφέροντας πως τα εξαρτήματα του ήταν πολύ μικρά για να αντικατασταθούν.
Σε κάθε περίπτωση, τίποτα από όλα αυτά δεν σταματάει την επιτυχία του Walkman. Το 1980 παραδίδονται 500.000 συσκευές, αριθμός που τριπλασιάζεται το 1983. Η Sony συνεχίζει να εξελίσσει το προϊόν, δίνοντας του ακόμη και ασύρματα ακουστικά, το 1988, 12 ολόκληρα χρόνια πριν την παρουσίαση του πρώτου Bluetooth headset. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το Walkman βρίσκει στον δρόμο του τα CD (Discman) και την τηλεόραση (Watchman).
Την δεκαετία του ’90, η αγορά έρχεται αντιμέτωπη με την επανάσταση του MP3 και την δεκαετία του 2000 η Apple την «ταράζει» για ακόμη μια φορά, με το iPod. Στα τέλη του 2010, κάτι παραπάνω από τρεις δεκαετίες μετά την παρουσίαση του πρώτου Walkman, η Sony ανακοινώνει πως σταματάει οριστικά την παραγωγή συσκευών που κάνουν χρήση κασετών. Μέχρι τότε, είχε πουλήσει 400 εκατομμύρια Walkman-branded προϊόντα και περισσότερα από τα μισά χρησιμοποιούσαν κασέτες.
Αξίζει να σημειωθεί πως το 1977, ο Γερμανός εφευρέτης Andreas Pavel καταχώρησε πατέντα για το «Stereobelt», που θύμιζε πολύ τη λειτουργία του Walkman. Μετά από μια πολυετή διαμάχη με τη Sony, οι δύο πλευρές ήρθαν σε διακανονισμό το 2004. Το ποσό που πήρε ο Pavel δεν έγινε ποτέ γνωστό, σύμφωνα όμως με κάποιες πληροφορίες αυτό αφορούσε σε «πολλά εκατομμύρια ευρώ».
Ξανά στη μόδα
Το Walkman ξαναέρχεται στη μόδα – μαζί με τα mixtapes – με την ταινία Guardians of the Galaxy του 2014, στην οποία ο Peter Quill – τον οποίο υποδύεται ο ηθοποιός Chris Pratt – εμφανίζεται με ένα TPS-L2. Αν και η συσκευή ήταν προηγουμένως διαθέσιμη σε διάφορες δημοπρασίες για περίπου 100 δολάρια, η τιμή της ανεβαίνει στα 1000 δολάρια μετά την κυκλοφορία της ταινίας, φτάνοντας ακόμη και στα 3000 δολάρια για κάποιες συλλεκτικές εκδόσεις.
Την ίδια στιγμή, οι πωλήσεις κασετών συνεχίζουν να αυξάνονται. Σύμφωνα με την Nielsen Music, οι πωλήσεις τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για το 2018 παρουσίασαν άνοδο κατά 23%, με 219.000 κασέτες την περασμένη χρονιά έναντι 178.000 το 2017. Για τέταρτη συνεχή χρονιά στις ΗΠΑ, τις περισσότερες πωλήσεις παρουσιάζει το soundtrack του Guardians of the Galaxy, με το Guardians of the Galaxy: Awesome Mix Vol. 1 να κάνει 24000 πωλήσεις και το Vol. 2 να φτάνει τις 19.000.
Το brand «Walkman» εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι τις μέρες μας, με τη Sony να το χρησιμοποιεί σε διάφορες συσκευές του είδους, ακόμη και σε smartphones. Σε μια αγορά που έχει αλλάξει και με τη γενιά που μεγάλωσε με το Walkman να έχει πλέον μεγαλώσει, είναι σαφές πως το brand δεν έχει τη δυναμική που είχε κάποτε. Είναι σίγουρο, όμως, πως το Walkman της Sony χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή, άλλαξε την βιομηχανία της μουσικής, της τεχνολογίας και τον τρόπο που ακούμε σήμερα μουσική.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram