Το κίνηµα του Μαρτίου του 1935 οργανώθηκε από δυο πολιτικοστρατιωτικούς φορείς και αναπτύχτηκε µε την ενθάρρυνση της βενιζελικής ηγεσίας. Σκοπό της είχε να επανέλθει το βενιζελικό κόµµα στην εξουσία.Ήδη από το 1933 ιδρύθηκαν δυο παράλληλες οργανώσεις: η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση» (ΕΣΟ), η οποία στελεχωνόταν από τους εν ενεργεία αξιωµατικούς, και η «Δηµοκρατική Άµυνα», µέλη της οποίας ήταν επί το πλείστον απόστρατοι πλαστηρικοί αξιωµατικοί και στελέχη της βενιζελικής παράταξης.
Αρχικός σκοπός της ΕΣΟ ήταν η αποτροπή της εγκαθίδρυσης δικτατορίας από τον Κονδύλη και τους φίλους του αξιωµατικούς στο στράτευµα, όπως και η εκκαθάριση του στρατεύµατος από τους ανίκανους αξιωµατικούς όλων των παρατάξεων. Ιδρυτικά µέλη της ΕΣΟ ήταν ο Στέφανος Σαράφης και οι αδελφοί Χριστόδουλος και Ιωάννης Τσιγάντες. Από τη µεριά της η «Δηµοκρατική Άµυνα» είχε στόχο τα µέλη της να επανακτήσουν τη θέση τους στο στράτευµα.
Πρόεδροι της οργάνωσης ήταν ο Αναστάσιος Παπούλας και ο Στυλιανός Γονατάς, ωστόσο στην ουσία αρχηγός της οργάνωσης ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος βρισκόταν εξόριστος στη Γαλλία. Με την πρωτοβουλία βενιζελικών πολιτικών και κυρίως του Αλέξανδρου Ζάννα, αυτές οι δυο οργανώσεις συνενώθηκαν, τουλάχιστον τυπικά.
Δίχως να λείπουν οι αντιθέσεις µεταξύ των µελών των δυο αυτών οργανώσεων, επικράτησε η άποψη του Βενιζέλου, ο οποίος θεωρούσε ότι το κίνηµα πρέπει να βρει την ηθική του θεµελίωση. Έτσι δεν άργησε να βρεθεί ο βασικός ηθικός σκοπός του κινήµατος των δυο αυτών συνεργαζόµενων οργανώσεων, που δεν ήταν άλλος από τη µέριµνα της προάσπισης του πολιτεύµατος.
Σφοδρές αντιπαραθέσεις
Το Ιανουάριο του 1935 µια δήλωση του Βενιζέλου στάθηκε η αφορµή για να ξεσπάσει µια σφοδρή αντιπαράθεση µεταξύ του φιλοκυβερνητικού και αντιπολιτευόµενου Τύπου. Ο Βενιζέλος δήλωσε πως, αν η κυβέρνηση θεωρούσε τον εαυτό της «κατάσταση», η αντιπολίτευση θα καλούσε τον Πλαστήρα «εκδικητή».
Τότε η φιλοκυβερνητική «Καθηµερινή» ξέσπασε µε µια λυσσώδη επίθεση εναντίον του Βενιζέλου, του Πλαστήρα και γενικότερα εναντίον της βενιζελικής παράταξης. «Οι βενιζελικοί άµα έλθουν εις την αρχήν θα εγκαταστήσουν επί των ερείπιων του κοινοβουλευτισµού µιαν αιµατηράν και καταθλιπτικήν επανάστασιν» έγραφε η «Καθηµερινή» την 8η Ιανουαρίου 1935.
Ο αντιπολιτευόµενος Τύπος και συγκεκριµένα τα «Αθηναϊκά Νέα» στις 11 και 12 του ίδιου µήνα έγραφαν για κυβέρνηση «δολοφόνων». Στις 20 Ιανουαρίου ο ίδιος ο Βενιζέλος σε λόγο του στα Χανιά διατύπωσε την προειδοποίηση: «Εάν οι κυβερνώντες την Ελλάδα εξακολουθούν να πιστεύουν όπως κηρύττουν ότι είναι καθεστώς, το οποίον δεν επιτρέπεται να ανατραπή διά συνταγµατικών µέσων, η βιαία ανατροπή των θα αποβή µοιραία ανάγκη και τότε ο στρατηγός Πλαστήρας θ’ αναγνωριστεί απ’ όλους ως µοιραίος εκδικητής».
Σφοδρή ήταν και η απάντηση της «Καθηµερινής» κατά του προσώπου του Βενιζέλου. Αυτή η ακραία προκλητικότητα του Τύπου εκείνη την περίοδο δεν συνέβαλε στην αποφυγή του κινήµατος.
Οι προκλήσεις καλά κρατούν
Τη σκυτάλη των αντεγκλήσεων διαµέσου του Τύπου πήραν οι διαδηλώσεις που έριχναν λάδι στη φωτιά. Στις 13 Ιανουαρίου, µετά το µνηµόσυνο για τον βασιλιά Κωνσταντίνο, πραγµατοποιήθηκε φιλοµοναρχικό συλλαλητήριο υπέρ του Γεωργίου του Β’.
Η διαδήλωση αυτή επαναλήφθηκε από τους φιλοµοναρχικούς και στη Θεσσαλονίκη τον επόµενο µήνα στις 24 Φεβρουαρίου. Και ενώ οι δηµοκρατικοί ετοίµαζαν τα δικά τους αντιµοναρχικά συλλαλητήρια ως απάντηση, η κυβέρνηση τα απαγόρευσε και ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης έκανε σχετική δήλωση στην «Καθηµερινή» ότι δεν κινδυνεύει η Δηµοκρατία και ότι θα απαγορεύσει στο µέλλον και τις φιλο µοναρχικές εκδηλώσεις.
Το κυβερνών κόµµα είχε ανέλθει στην εξουσία µε τη στήριξη των φιλο µοναρχικών και έµενε δεσµευµένο απέναντί τους. Επί οχτώ χρόνια αρνιόταν το Λαϊκό Κόµµα να αναγνωρίσει την αβασίλευτη δηµοκρατία υποχωρώντας στις πιέσεις των φανατικών µοναρχικών.
Ωστόσο ένα από τα έµµεσα αίτια του κινήµατος ήταν η ζοφερή εντύπωση που παρακάλεσε η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1933. Αυτή η απόπειρα δηµιούργησε ένα µεγάλο κύµα αγανάκτησης και δικαιολογηµένης οργής, ιδιαιτέρα από τη στιγµή που αποδείχτηκε ότι εναντίον της ζωής του Βενιζέλου είχαν κινηθεί στελέχη και µέλη της κυβέρνησης και των σωµάτων ασφαλείας.
Τα αίτια
Ένα από τα βασικότερα αίτια του κινήματος υπήρξε το σταδιακό ξήλωμα όλων των ερεισμάτων της βενιζελικής παράταξης στο στράτευμα. Είχε ήδη προηγηθεί, μετά την καταστολή του κινήματος της 6ης Μαρτίου του 1933, η απόταξη ενός μεγάλου αριθμού ανώτερων αξιωματικών και συνεργατών του Πλαστήρα. Αν και σε όχι τόσο ευρεία κλίμακα, αυτές οι αποτάξεις στις ένοπλες δυνάμεις συνεχιστήκαν και την επόμενη χρονιά (1934), κυρίως στο Ναυτικό.
Ο Βενιζέλος ποτέ δεν παρέλειπε να τονίζει στους συνεργάτες του τη συστηματική «αποδημοκρατικοποίηση» των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Έτσι η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος με την απομάκρυνση των βενιζελικών από το στράτευμα είχε εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο.
Έτσι οι σκοποί του κινήματος αποκάλυπταν και τα αίτια. Πρώτο μέλημα με την κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση στρατιωτικής κυβέρνησης ήταν η εκκαθάριση των αντιβενιζελικών αξιωματικών από το στράτευμα και η καθιέρωση της αρχής ότι στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας θα γίνονταν δεκτοί αξιωματικοί δημοκρατικών πεποιθήσεων. Μια άλλη βασική αρχή του κινήματος ήταν η μεταρρύθμιση του πολιτεύματος και η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό, και όχι έμμεσα από το Κοινοβούλιο.
Το σχέδιο του κινήματος προέβλεπε την κατάληψη του στόλου, ο οποίος κατόπιν θα έπλεε στη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, εκεί όπου υπήρχαν ισχυρά βενιζελικά ερείσματα. Ταυτόχρονα θα ξεσηκώνονταν η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία επίσης ήταν φιλοβενιζελικά. Στη δε περίπτωση που η κυβέρνηση αντιστεκόταν, υπήρχε σχέδιο να σχηματιστεί προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο εγκαταλείφθηκε η ιδέα να επιτεθούν στην Αθήνα, μια και ο Αλέξανδρος Οθωναίος, ο οποίος προτάθηκε από τον Βενιζέλο να αναλάβει την αρχηγία του εγχειρήματος, δεν δέχτηκε. Ο Πλαστήρας έλειπε στο εξωτερικό και ο Βενιζέλος ήταν ήδη ηλικιωμένος για να ηγηθεί μιας τέτοιας απόπειρας.
Το κίνημα
Το κίνημα εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου στον στόλο, όπου οι κινηματίες κατέλαβαν το καταδρομικό «Αβέρωφ», το εύδρομο «Έλλη», τα αντιτορπιλικά «Λέων» και «Ψαρά», τα υποβρύχια «Κατσώνης» και «Νηρεύς», με δυο λόγια το μεγαλύτερο μέρος του στόλου.
Μερικά σκάφη είτε επειδή δεν ήταν έτοιμα να εκπλεύσουν είτε επειδή τα πληρώματά τους δεν ήταν με το μέρος των επαναστατών, έμειναν αδρανή. Αντίθετα, αυτά που μετείχαν στο κίνημα γέμισαν με καύσιμα και εξέπλευσαν από τους ναυστάθμους τους. Ο πρώτος στόχος του κινήματος είχε πετύχει.
Ωστόσο στην ξηρά τα πράγματα δεν ακολούθησαν τον σχεδιασμό, μια και η προσέλευση των απόστρατων αξιωματικών υπήρξε περιορισμένη. Επίσης τηλεφωνικά ειδοποιήθηκαν και οι φρουρές στη Βόρεια Ελλάδα και από τον Λυκαβηττό με τρεις κανονιοβολισμούς η κυβέρνηση σήμανε συναγερμό.
Από ό,τι αποδείχτηκε, η κυβέρνηση δεν αιφνιδιάστηκε από το κίνημα των βενιζελικών αφού ήδη είχαν κυκλοφορήσει φήμες για το κίνημα και την ημερομηνία της 1ης Μαρτίου. Επίσης εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε επιστολή που κατήγγειλε ότι οι βενιζελικοί θα επιχειρούσαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση με κίνημα.
Γενικά το κίνημα, από ό,τι φάνηκε, ήταν κάτι αναμενόμενο και το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν ενήργησε προληπτικά αποδεικνύει ότι επιζητούσε αυτήν την αναμέτρηση για την οποία ήταν προετοιμασμένη. Η αμέσως επόμενη κυβερνητική κίνηση ήταν να κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος, τον οποίο ωστόσο δεν προέβλεπε το σύνταγμα παρά μόνο σε περίπτωση πολέμου.
Έτσι με διάταγμα ετέθη σε εφαρμογή ο νόμος «Περί καταστάσεως Πολιορκίας».
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram