Τα Τέμπη ή Κοιλάδα των Τεμπών είναι στενή δίοδος με διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ διαμέσου της οποίας διέρχεται ο Πηνειός (ο «αργυροδίνης» του Όμηρου, γνωστός και ως Σαλαμβριάς από τα μεταγενέστερα χρόνια), που αποστραγγίζει τα νερά της Θεσσαλίας στο Αιγαίο Πέλαγος και βρίσκεται μεταξύ των απότομων νότιων κράσπεδων του Ολύμπου και των βόρειων κλιτύων της Όσσας.
Σύμφωνα με τον μύθο ο Ποσειδώνας ή ο Ηρακλής άνοιξαν δίοδο χωρίζοντας τον Όλυμπο από την Όσσα για να χυθούν στη θάλασσα τα νερά της εσωτερικής λίμνης Νεσσωνίδος που κάλυπτε τη θεσσαλική πεδιάδα.
Βέβαια η επιστήμη έχει διαφορετική άποψη. Σύμφωνα με τους γεωλόγους η Θεσσαλία πριν από λίγα εκατομμύρια χρόνια ήταν αποκλεισμένη από τη θάλασσα και τα χαμηλότερα τμήματά της σκεπάζονταν από τα νερά μιας μεγάλης αλλά μετρίου βάθους λίμνης, η οποία κάποτε ξεχείλισε λόγω των αποθέσεων φερτών υλικών σε αυτή και τα νερά της βρήκαν διέξοδο προς το Αιγαίο Πέλαγος ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα. Το υδάτινο ρεύμα που δημιουργήθηκε, ο μετέπειτα Πηνειός, διέβρωσε ακόμα περισσότερο τους ορεινούς όγκους και διεύρυνε το άνοιγμα σχηματίζοντας την Κοιλάδα των Τεμπών.
Είναι πιθανό η δημιουργία των Τεμπών να προήλθε από ένα μεγάλο σεισμό κάτι που αναφέρουν ο Ηρόδοτος (485-421 π.Χ.), ο Στράβων (64 π.Χ.-24 μ.Χ.), ο Βάτων της Σινώπης (3ος μ.Χ. αι.) και ο Φιλόστρατος.
Το όνομα Τέμπη
Η κοιλάδα των Τεμπών είναι γνωστή με αυτό το όνομα από την αρχαιότητα. Μάλιστα αναφέρεται ως Τέμπεα (-έων) και στον συνηρημένο τύπο Τέμπη που επικράτησε. Πρώτη αναφορά για τα Τέμπη υπάρχει στον Ηρόδοτο. Ακολούθως, για τα Τέμπη γράφουν ο Καλλίμαχος (3ος π.Χ. αι.) και ο Πλούταρχος (45-120).
Το συγκεκριμένο όνομα προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από το ρήμα «τέμνω», «χωρίζω», «κόβω στα δύο», και υποδηλώνει το αποτέλεσμα της σεισμικής δόνησης που προξένησε τη διάνοιξη της κοιλάδας. Υπάρχει όμως και μία άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία η ονομασία Τέμπη προέρχεται από τη λέξη «τέμμος», τέμπος στη μακεδονική και την αιολική διάλεκτο (πληθ. Τέμπη) που παραπέμπει στη θρησκευτική σημασία της κοιλάδας. Σχετική είναι και η επίκληση του Απόλλωνα ως Άπλους Τεμπείτας (Απόλλων Τεμπείτης) στη θεσσαλική διάλεκτο όπως και τα επίθετα Τεμπικός, Τεμπίς και Τεμπείτης.
Τα Τέμπη αποκαλούνταν επίσης και Δώτια Τέμπη καθώς γειτόνευαν με το Δώτιον Πεδίον ή Δώτιον άργος όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα η εύφορη πεδιάδα στους πρόποδες της Όσσας μετά τα Τέμπη. Ως Στεναί αναφέρονται τα Τέμπη στην «Tabula Peutingeriana», στη «Γεωγραφία» του Ανώνυμου της Ραβένας και στα «Γεωγραφικά» λόγω της εδαφικής τους μορφολογίας και του δύσβατου της περιοχής.
Ο Ιουλιανός αποκαλεί Δύσβατα τα Τέμπη, ο Νικήτας Χωνιάτης στενόπορον, ο Ιωάννης Τζέτζης γράφει για «τα κατά την Θεσσαλίαν στενώματα και κοιλώματα και όρη α ο Πηνειός διέκοψεν», η Αλεξία Κομνηνή τα αποκαλεί Κλεισούρα, ο Στράβωνας χρησιμοποιεί τα ονόματα Διάσφαξ και Ρήγμα ενώ ο Φιλόστρατος το όνομα «Πύλαι του ποταμού». Ο Οβίδιος τα ονομάζει nemus (δάσος, αλσύλλιο) και ο Τίτος Λίβιος valis (κοιλάδα) και saltus (δασωμένη κοιλάδα).
Οι Τούρκοι αποκαλούσαν τα Τέμπη Bogaz (Μπογκάζ) που έχει τη σημασία του «στενό, δίαυλος» αλλά και «ρεύμα αέρα που φυσά σ’ ένα στενό τόπο». Αυτή την ονομασία χρησιμοποιούν συχνά και σήμερα οι ντόπιοι.
Η στρατηγική θέση των Τεμπών και τα ιστορικά γεγονότα που συνδέονται με αυτά
Η κοιλάδα των Τεμπών καθώς είναι το βασικό πέρασμα από τη βόρεια προς τη νότια Ελλάδα και αντίστροφα, είχε από την αρχαιότητα στρατηγική σημασία.
Το 480 π.Χ., δέκα χρόνια μετά την ήττα τους στον Μαραθώνα οι Πέρσες εκστράτευσαν ξανά εναντίον της Ελλάδας με επικεφαλής αυτή τη φορά τον βασιλιά τους Ξέρξη. Όταν οι Πέρσες έφτασαν στη Θέρμη τη σημερινή Θεσσαλονίκη, ο Ξέρξης είδε τον Όλυμπο και την Όσσα και πληροφορήθηκε πως ανάμεσά τους υπάρχει μια στενωπός μέσα από την οποία ρέει ο ποταμός Πηνειός και αποτελεί πρόσβαση προς τη Θεσσαλία. Οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στον Ισθμό της Κορίνθου για να αποφασίσουν με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσουν την κάθοδο των Περσών στη νότια Ελλάδα, αποφάσισαν να στείλουν αρχικά 10.000 οπλίτες στο πέρασμα των Τεμπών που ενώθηκαν με το θεσσαλικό ιππικό.
Στρατηγός των Λακεδαιμονίων ήταν ο Ευαίνετος του Καρήνου, διαλεγμένος ανάμεσα στους πολέμαρχους, που όμως δεν καταγόταν από βασιλική γενιά, ενώ ο Στρατηγός των Αθηναίων ήταν ο Θεμιστοκλής. Έμειναν εκεί λίγες μέρες γιατί έφτασαν κήρυκες του Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρου που τους πληροφόρησαν για το μεγάλο πλήθος των Περσών που ετοιμαζόταν να κατέβει προς τον νότο. Παράλληλα πληροφορήθηκαν και για το άλλο πέρασμα προς τη Θεσσαλία που οδηγούσε από τη σημερινή Λεπτοκαρυά προς τους Γόννους. Έτσι μπήκαν στα καράβια και επέστρεψαν στον Ισθμό. Ο Ξέρξης ακολούθησε την διαδρομή προς τους Γόννους και κατέλαβε την πόλη. Ακολούθησε η κάθοδος των Περσών προς νότο και η μάχη των Θερμοπυλών (που θα μπορούσε να είχε γίνει στα Τέμπη!) και η ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Να σημειώσουμε ότι εκτός από τη δίοδο των Τεμπών και τον δρόμο που ακολούθησαν οι Πέρσες, υπάρχουν και άλλα περάσματα από τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλία σημαντικότερα από τα οποία είναι τα Στενά της Πέτρας, μεταξύ του όρους Τίταρου και του Όλυμπου και τα Στενά της Βολούστανας (του Σαρανταπόρου) ανάμεσα στον Τίταρο και στα Καμβούνια Όρη.
Το 336 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος στην εκστρατεία του προς τη νότια Ελλάδα απέφυγε να περάσει από τα Τέμπη που φρουρούνταν από Θεσσαλούς και ακολούθησε το μονοπάτι στα αριστερά της ανατολικής εισόδου των Τεμπών, 600 μέτρα περίπου νότια του λεγόμενου Τρανού Λάκκου που οδηγεί στα Αμπελάκια, γι’ αυτό και τα σκαλοπάτια που είναι σκαμμένα στην Όσσα ονομάστηκαν «Αλεξάνδρου Κλίμαξ» όπως γράφει ο μακεδονικής καταγωγής ρητοροδιδάσκαλος Πολύαινος.
Και δύο χρόνια νωρίτερα όμως, το 338 π.Χ., ο Μακεδόνας στρατηλάτης είχε αποφύγει να περάσει από τα Τέμπη και πέρασε στη Θεσσαλία από τα Στενά της Πέτρας. Ο πατέρας του Φίλιππος Β’ είχε ήδη από το 352 π.Χ. κατακτήσει την Περραιβία, περιοχή μεταξύ του Ολύμπου και του Πηνειού στην αρχαιότητα που ταυτίζεται σήμερα με την ευρύτερη περιοχή (τέως επαρχία) Ελασσόνας και είχε οχυρώσει την πόλη των Γόννων, στην είσοδο των Τεμπών. Οι Γόννοι έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην διάρκεια των Μακεδονικών Πολέμων.
Ο ρωμαϊκός εμφύλιος μεταξύ Ιούλιου Καίσαρα και Πομπήιου έληξε με τη μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) και τη συντριπτική νίκη του Ιούλιου Καίσαρα. Για να εμποδίσει τη διαφυγή του Πομπήιου ο Καίσαρας διέταξε τον Ανθύπατο Κάσσιο Λογγίνο να οχυρώσει τα Τέμπη, πράγμα που έγινε όπως επιβεβαιώνεται και από την επιγραφή σε βράχο η οποία σήμερα έχει καταστραφεί. Όμως ο Πομπήιος κατάφερε να διαφύγει στη Λάρισα και από εκεί στην Αίγυπτο όπου δολοφονήθηκε από τον Λούκιο Σεπτίμιο.
Πάντως η δίοδος των Τεμπών ήταν ήδη από την αρχαιότητα δημόσιος δρόμος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τους δύο χιλιομετρικούς οδοδείκτες που τοποθετήθηκαν το 125 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό σε ταξίδι του μέσω των Τεμπών στο οποίο συνοδευόταν από τον σπάνιας ομορφιάς νεαρό ευνοούμενό του Αντίνοο από τη Βιθυνία που πνίγηκε λίγο αργότερα στον Νείλο, βυθίζοντας σε βαρύ πένθος τον Αδριανό. Ο ένας από τους οδοδείκτες βρισκόταν κοντά στο χωριό Τέμπη και ο άλλος στην ανατολική έξοδο των Τεμπών στη θέση Βουρλάμι: «Η διερχόμενη δια της κοιλάδος οδός ήτο δημοσία. Τούτο βεβαιούν και δύο μιλιάριαι των χρόνων του Αδριανού εξ ων το μεν εν ευρέθη πλησίον του χωρίου Τέμπη (τέως Μπαμπά) το δ’ έτερον κατά την έξοδον των Τεμπών εις την θέσιν Βουρλάμι εικάζεται δε και εκ ων Οδοιπορικών του Δ’ αιώνος» (Άννα Π. Αβραμέα, «Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204», Διατριβή επί Διδακτορία, Αθήναι 1974).
Τα Τέμπη στα βυζαντινά χρόνια
Το 997 επέδραμε στην Ελλάδα ο Βούλγαρος τσάρος Σαμουήλ Β’ ο οποίος πέρασε από τα Στενά των Τεμπών όπως και ο Νικηφόρος Ουρανός στρατηγός του Βασίλειου Β’ ο οποίος στη συνέχεια τον καταδίωξε. Οι κατοπινές επιδρομές των Βούλγαρων έγιναν από τα δυτικά περάσματα του Σαρανταπόρου και των Σερβίων. Ο Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός όταν το 1083 εκστράτευσε εναντίον του Νορμανδού Βοημούνδου που κατείχε τα Τρίκαλα και πολιορκούσε τη Λάρισα δεν κινήθηκε μέσω των Τεμπών αλλά από τη διαδρομή Ομολίου-Στομίου-Καρίτσης-Ευρυμενών-Μελιβοίας-Σκήτης.
Όταν οι Φράγκοι Σταυροφόροι κατέλαβαν τη Θεσσαλία το 1204 ο Βονιφάτιος ο Μομφεράτιος έδωσε τη Λάρισα και τα Στενά των Τεμπών στον Γουλιέλμο. Αργότερα η περιοχή αυτή προσαρτήθηκε από τον Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο ως τη μάχη της Πελαγονίας (1259).
Έπειτα η περιοχή από τον Παρνασσό μέχρι τον Όλυμπο μαζί και τα Τέμπη, αποτελούσε το λεγόμενο Δεσποτάτο της Θεσσαλίας με επικεφαλής τον νόθο γιο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’, Ιωάννη Άγγελο. Το 1309 τα Τέμπη όπως και ολόκληρη η Θεσσαλία περιήλθαν στην κυριαρχία των Καταλανών οι οποίοι όμως εγκατέλειψαν γρήγορα την περιοχή λόγω της πανούκλας που θέριζε τον πληθυσμό.
Το 1333 επί Ανδρόνικου Γ’ ,ο τότε διοικητής της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Ε’ για να τα προστατεύσει από τον Δεσπότη της Ηπείρου αλλά και από τους Καταλανούς κατέλαβε τα Τέμπη μαζί και τη Σκάλα του Στομίου (Τσάγεζι) και τα προσάρτησε στη διοίκηση της Θεσσαλονίκης.
Τα Τέμπη στην τουρκοκρατία – Ο Τεκές του Χασάν Μπαμπά
Το 1423 οι Οθωμανοί κατέλαβαν την ανατολική Θεσσαλία όπως και τα Τέμπη. Από τότε και ως το 1881 τα χωριά Ιτέα (Μπαλαμούτ), Γόννοι (Δερελί), Τέμπη (Μπαμπά) και Ευαγγελισμός (Χατζιόμπασι) κατοικούνταν από Κονιάρους Τούρκους γνωστούς και ως Γιουρούκους.
Σημαντικότερο μνημείο της τουρκοκρατίας είναι ο Τεκές του Χασάν Μπαμπά, τμήμα του οποίου σώζεται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον Γερμανό F.W. Hasluk, ο Χασάν Μπαμπά ήταν δερβίσης, δηλαδή ιερωμένος πολεμιστής (Bektashi saint). Έλληνας αξιωματικός που επισκέφθηκε τα Τέμπη το 1890 γράφει:
«Ο προστάτης του Τεκέ Χασάν Μπαμπάς ήτο δερβίσης όστις κατά την εποχήν της καταλήψεως της Θεσσαλίας υπό των αγρίων ορδών του Ορχάν, εγκατασταθείς εις στο στόμιο της κοιλάδος ως εις ενέδραν ησκήτευεν εκεί εκπληρών θέαρεστον έργον της αποστολής του ήτοι εξολοθρεύων όσους αν ηδύνατο πλείονας απίστους (Χριστιανούς)».
Ανάμεσα στα άλλα «ενθύμια» υπήρχαν και οι λόγχες του, πάνω στις οποίες ήταν γραμμένη τουρκικά η ρήση: «Θάνατος εις τους απίστους». Ο Χασάν Μπαμπά ίδρυσε το χωριό που πήρε το όνομά του, Μπαμπά, σήμερα Τέμπη, για να ελέγχει την είσοδο των Στενών. Το τουρκικό χωριό αντικατέστησε το βυζαντινό Λυκοστόμιον, οι κάτοικοι του οποίου εγκαταστάθηκαν βορειότερα, στα Αμπελάκια. Ο Τεκές του Χασάν Μπαμπά χτίστηκε μάλλον στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα μετά τον θάνατο του δερβίση.
Τα Τέμπη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Τα Τέμπη όπως και η υπόλοιπη Θεσσαλία (πλην Ελασσόνας) ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα το 1881. Σημαντικά είναι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα εκεί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 6 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα και στις 10 του ίδιου μήνα κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Κατεβαίνοντας προς τον νότο στρατοπέδευσαν στο κάστρο του Πλαταμώνα καθώς τα Στενά των Τεμπών ελέγχονταν από Νεοζηλανδούς και Άγγλους που είχαν πάρει θέση στη δυτική είσοδο της κοιλάδας, κοντά στο χωριό Μακρυχώρι. Αρχικά οι Γερμανοί ακολούθησαν τη διαδρομή του Ξέρξη.
Τη Μεγάλη Πέμπτη 16 Απριλίου 1941 μέσω Καλλιπεύκης έφτασαν στους Γόννους. Στις 18 Απριλίου έφτασαν και οι υπόλοιπες γερμανικές δυνάμεις στην κοιλάδα των Τεμπών και αφού εξουδετέρωσαν τους Άγγλους και τους Νεοζηλανδούς προχώρησαν προς την Αθήνα. Ο Γερμανός πολεμικός ανταποκριτής που συνόδευε τους συμπατριώτες του γράφει: «Κάτω από ομαλές συνθήκες, η διάσχιση της κοιλάδας των Τεμπών αποτελεί αλησμόνητο βίωμα. Καθώς μπαίνει κανείς στην κοιλάδα νιώθει τις απότομες καλυμμένες με βλάστηση κατωφέρειες αριστερά και δεξιά να πλησιάζουν ολοένα περισσότερο η μια την άλλη… Η κοιλάδα αυτή προσφέρει ιδανικές δυνατότητες άμυνας και ο εχθρός ξέρει να τις εκμεταλλεύεται… Μετά από λίγες ώρες οι ομάδες ορεινών καταδρομών και οι ακροβολιστές καθάρισαν τις πλαγιές. Είχαμε όμως κι εμείς απώλειες…».
Μετά τον Σεπτέμβρη του 1941, ομάδες Ελλήνων ανταρτών με επικεφαλής τον Αντώνη Αγγελούλη (Βρατσάνο) μετέτρεψαν την κοιλάδα των Τεμπών σε φόβο και τρόμο για τους Γερμανούς καθώς έγιναν περίπου 100 μάχες και σαμποτάζ. Γράφει σχετικά ο «Βρατσάνος»: «Σύμφωνα με συγκεκριμένα στοιχεία από το αρχείο επιχειρήσεων ανατινάχθηκαν στην περιοχή του Ολύμπου συνολικά στο διάστημα της κατοχής 48 χιλιάδες μέτρα σιδηροδρομικής γραμμής, 36 γέφυρες, 41 καμπύλες, σήματα βραδυπορίας, κλειδιά, τηλεγραφικοί στύλοι κλπ. Η συγκοινωνία διακόπηκε συνολικά για 1.324 ώρες ενώ οι απώλειες των Γερμανών έφθασαν σε 3.065 νεκρούς.
Πιο σημαντική ήταν η ανατίναξη στις 23/2/1944 της γερμανικής αμαξοστοιχίας αριθ. 53 που μετέφερε Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες από την Αφρική στο ανατολικό μέτωπο της Ρωσίας. Σύμφωνα με τον «Βρατσάνο» σκοτώθηκαν 450 Γερμανοί και ανάμεσά τους ένας Στρατηγός και το Επιτελείο του. Το 1/3 από αυτούς ήταν αξιωματικοί. Μια βδομάδα η γερμανική φρουρά έβγαζε κάτω από τα βαγόνια παραμορφωμένα πτώματα…».
Το κάστρο της Ωριάς
Το κάστρο της Ωριάς ή Ομβριάς βρισκόταν στη δεξιά μεριά του πιο στενού περάσματος της κοιλάδας των Τεμπών στην άκρη του φοβερού γκρεμού όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα ερείπια ενός παρατηρητηρίου, ενός φυλακίου ελέγχου και άμυνας των Τεμπών. Σε περίπτωση κινδύνου το παρατηρητήριο ειδοποιούσε τη φρουρά που ήταν μάλλον εγκατεστημένοι χαμηλότερα: «… οι φρουροί του τετράγωνου πύργου της Ωριάς επισκοπούσαν από μακριά όλη την περιοχή των Τεμπών προς τη Θεσσαλία και προς τη Μακεδονία ώστε σε περίπτωση κινδύνου να δώσουν το σύνθημα του συναγερμού στους άνδρες του κάτω περιβόλου οι οποίοι τότε έκλειναν τον δρόμο των Τεμπών».
Ο τετράγωνος αυτός πύργος που σήμερα αποκαλείται Κάστρο της Ωριάς είναι φραγκικής ή καταλανικής προέλευσης. Σύμφωνα με τον Ελευθέριο Γαρδέλη (1909) η αναρρίχηση στο Κάστρο ήταν δυνατή και από την κοιλάδα των Τεμπών ενώ σήμερα η μόνη πρόσβαση είναι από τα Αμπελάκια στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία και από εκεί μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι φτάνει κανείς στα ερείπια του Κάστρου που μόλις διακρίνονται. Ορισμένοι ταυτίζουν το Κάστρο της Ωριάς για το οποίο υπάρχουν πολλοί θρύλοι και παραδόσεις , με το Κάστρο της Ωριάς.
Τι έγραψαν ιστορικοί και περιηγητές για τα Τέμπη
Για τα Τέμπη έχουν γράψει ιστορικοί και περιηγητές και άλλοι. Σταχυολογούμε μερικές αναφορές.
Ο Πλούταρχος γράφει: «… στενή ατραπός, δύσκολο να περάσει το στράτευμα και μάλιστα όταν φυλάσσεται τελείως απροσπέλαστη».
Ο Νικήτας Χωνιάτης: «Στα ριζά του βουνού υπάρχει μια ατραπός, στενή και δύσκολο να τη βαδίσει κανείς. Αρκούν λιγότερο από τέσσερις ασπίδες για να την κάνουν αδιαπέραστη. Τα βράχια και το ρεύμα του ποταμού την καθιστούν πραγματικό στενό.
Ο Άγγλος περιηγητής Edward Daniel Clarke: «Εδώ το σκηνικό κατέχει το απώτατο μεγαλείο. Οι γκρεμοί αποτελούνται από πελώρια γυμνά και κατακόρυφα βράχια έτσι που ο θεατής σπάνια μπορεί να τα κοιτάξει χωρίς να νιώσει ίλιγγο».
Ο Γάλλος περιηγητής Felix de Beaujour: «… ο δρόμος ελίσσεται πάνω στη δεξιά όχθη του ποταμού. Είναι στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες και το φάρδος του δεν ξεπερνάει τα 15-20 πόδια (περ. 4,5-6 μ.)… Όταν συναντιούνται δύο καραβάνια είναι υποχρεωμένα να φροντίσουν από αρκετή απόσταση για να μπορέσουν να περάσουν το ένα δίπλα στο άλλο».
Ο Φλαμανδός γεωγράφος και χαρτογράφος Abraham Ortelius (1527-1598) γράφει: «Στο σημείο αυτό η φύση σκόρπισε σπάταλα όλα της τα δώρα…»
ενώ ο Γερμανός J.L.S. Bartholdy: «Η ομορφιά της κοιλάδας είναι τόσο γνωστή ώστε το όνομα Τέμπη ισχύει για όλες τις μαγευτικές κοιλάδες»(και για τους ευχάριστους τόπους, ήδη από την αρχαιότητα).
Ο Άγγλος D. Urduhart: «Αντικρίζοντας το τοπίο που ανοίγονταν μπροστά μου, συναρπαστικότερο από κάθε άλλο μυθικό ή πραγματικό τοπίο, δεν τόλμησα καν να φέρω στη μνήμη μου εικόνες από το παρελθόν, να απαγγείλω στίχους του Πίνδαρου και του Λουκιανού».
Τέλος, ο F.C.H.L. Pouqueville: «Στο άκουσμα του ονόματος της κοιλάδας των Τεμπών στο νου μας συρρέει μια πληθώρα ευχάριστων αναμνήσεων από τη μυθολογία. Η δροσιά της και τα γραφικά τοπία της ήταν τόσο ξακουστά ώστε να τα προβάλλουν οι ποιητές σαν ένα πρότυπο μαγευτικής κοιλάδας».
Βασική πηγή για το άρθρο ήταν το βιβλίο του αείμνηστου Ζήση Δ. Παπαδημητρίου, «ΤΕΜΠΗ. ΤΟ ΕΝΔΙΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ», Εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ, 2015
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram