
Η ρωσική διπλωματική και εμπορική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα από την ενίσχυση της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774).
Η συνθήκη αυτή αποτέλεσε ορόσημο, καθώς έδωσε στη Ρωσία πρόσβαση στα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, εξασφαλίζοντας την έξοδο προς τη Μεσόγειο. Παράλληλα, ενίσχυσε την επιρροή της Ρωσίας μέσω διπλωματικών, στρατιωτικών και εμπορικών μέσων. Η Κρήτη, με τη στρατηγική θέση της στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, κατέστη κομβικό σημείο για τη ρωσική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Η αρχή της ρωσικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να εντοπιστεί στη λεγόμενη «Αποστολή του Αρχιπελάγους», η οποία συνδέεται με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, η Ρωσία κατέλαβε περισσότερα από 20 νησιά του Αιγαίου και ανακήρυξε το «Ρωσικό Αρχιπέλαγος» σε πριγκιπάτο, κάνοντας ένα αποφασιστικό βήμα προς την πολιτική και οικονομική της επέκταση στη Μεσόγειο. Αν και η αποστολή κατέληξε σε αποτυχία, με την αποχώρηση του ρωσικού στόλου από την περιοχή το 1774, αποτέλεσε μια στρατηγική κίνηση που έθεσε τα θεμέλια για τη μελλοντική ρωσική παρουσία στη Μεσόγειο. Η υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το ίδιο έτος υπήρξε καθοριστική. Επέτρεψε στη Ρωσία να διαπλέει τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, αποκτώντας πρόσβαση στα «ζεστά νερά» της Μεσογείου, στόχος που αποτελούσε μακροχρόνια επιδίωξη της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.
Οταν η Ρωσία έπιανε οικόπεδο στην Κρήτη
Ο Θεμιστοκλής Πετροκόκκινος, μέλος της επιχειρηματικής ελίτ της Αγίας Πετρούπολης, το 1898 προχώρησε μυστικά στην αγορά οικοπέδου στη Σούδα, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του ισχυρού υπουργού Οικονομικών της Ρωσίας Σεργκέι Βίτε.
Κατά τον 19ο αιώνα, η Ρωσία επεδίωκε να ενισχύσει τη θέση της στα Βαλκάνια και να παρουσιαστεί ως προστάτιδα δύναμη των ορθόδοξων χριστιανών υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι διπλωματικές της κινήσεις περιελάμβαναν τη σύναψη συμμαχιών, όπως αυτή με τη Γαλλία το 1892, και την εμπλοκή σε θέματα όπως το κρητικό ζήτημα. Το τελευταίο αποτέλεσε εστία γεωπολιτικής αντιπαράθεσης, με τις Μεγάλες Δυνάμεις να παρεμβαίνουν για την αποκατάσταση της τάξης και την προστασία των συμφερόντων τους στην περιοχή. Η ρωσική εμπλοκή εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του ανατολικού ζητήματος και της εύθραυστης ισορροπίας ισχύος μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η ρωσική στρατιωτική και πολιτική παρουσία στην Κρήτη επισφραγίστηκε με την απόβαση ρωσικών δυνάμεων το 1897, στο πλαίσιο της διεθνούς επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων για την αποκατάσταση της τάξης στο νησί.
«Κλειδί» η Σούδα
Το λιμάνι της Σούδας αναδείχθηκε ως κεντρικό σημείο της ναυτιλιακής και στρατιωτικής δραστηριότητας της Κρητικής Πολιτείας. Η γεωγραφική θέση του και το φυσικό βάθος του το καθιστούσαν ιδανικό αγκυροβόλιο για τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων. Για τη Ρωσία, η Σούδα αποτέλεσε «κλειδί» για τη διασφάλιση της επιρροής της στην περιοχή, ενισχύοντας τόσο τη στρατιωτική παρουσία της όσο και τη ναυτιλιακή δραστηριότητά της μέσω της Ρωσικής Ατμοπλοϊκής και Εμπορικής Εταιρείας (ΡΑΕΕ) τακτικών γραμμών.
Η ΡΑΕΕ ιδρύθηκε το 1856 στην Οδησσό, αμέσως μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) με στόχο την καθοριστική ενίσχυση του ρωσικού εμπορικού στόλου και τη δυνατότητα στρατιωτικής χρήσης των εμπορικών πλοίων της σε περιόδους πολέμου. Η στρατηγική της επέκταση περιελάμβανε τη σύνδεση της Μαύρης Θάλασσας με τα λιμάνια της Μεσογείου, μεταξύ αυτών και της Κρήτης, ως μέρους της ευρύτερης γραμμής Οδησσού – Αλεξανδρείας. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στη γεωπολιτική σημασία της Κρήτης και στην ανάγκη υποστήριξης των ρωσικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στο νησί.
Ο σύνδεσμος
Η ΡΑΕΕ διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στη διασύνδεση της Κρήτης με τη Ρωσία και άλλες περιοχές της Μεσογείου. Παρόλο που οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Κρήτης και Ρωσίας δεν παρουσίαζαν εντυπωσιακά μεγέθη, η παρουσία της εταιρείας είχε γεωστρατηγικό και πολιτικό χαρακτήρα. Η εταιρεία αναλάμβανε τη μεταφορά ταχυδρομείου, στρατευμάτων και προμηθειών για τις ρωσικές δυνάμεις, ενώ παράλληλα επιδίωκε να διεισδύσει στην τοπική αγορά ναυτιλίας.
Η Ρωσική Ατμοπλοϊκή και Εμπορική Εταιρεία που δραστηριοποιήθηκε στη Σούδα ιδρύθηκε το 1856 στην Οδησσό, με στόχο την καθοριστική ενίσχυση του εμπορικού στόλου και τη δυνατότητα στρατιωτικής χρήσης των εμπορικών πλοίων της.
Ο Ηλίας Μουσούρος [Μουσσούρης], ναυτιλιακός πράκτορας της ΡΑΕΕ στα Χανιά, προϋπήρξε ένας από τους πιο επιφανείς Eλληνες εμπόρους της Οδησσού και διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων της εταιρείας. Ως μέλος της ελληνικής επιχειρηματικής διασποράς της νότιας Ρωσίας, ο Μουσούρος είχε βαθιά γνώση των συνθηκών της αγοράς και ισχυρές διασυνδέσεις με τον επιχειρηματικό κόσμο της περιοχής. Η τοποθέτησή του ήταν στρατηγικής σημασίας για τη διείσδυση της ΡΑΕΕ στην κρητική αγορά. Παρά την αρχική του επιτυχία, ο Μουσούρος αντιμετώπισε δυσκολίες στην προσπάθεια να εξασφαλίσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς για τη ΡΑΕΕ, ιδίως στον τομέα της ακτοπλοΐας. Η διοίκηση της εταιρείας δεν πείστηκε ότι η επέκταση της δραστηριότητάς της στις τοπικές γραμμές Κρήτης – Πειραιά θα ήταν επικερδής, εστιάζοντας κυρίως στις μεγάλες διεθνείς γραμμές.
Αγορά κατά παραγγελία
Παράλληλα με τις εμπορικές δραστηριότητες του Ηλία Μουσούρου, τη στρατιωτική και διπλωματική παρουσία των Ρώσων στην Κρήτη, εμφανίζεται ακόμη ένα μέλος της ελληνικής εμπορικής διασποράς της Ρωσίας. Πρόκειται για τον Θεμιστοκλή Πετροκόκκινο, μέλος της πολυάριθμης οικογενείας επιχειρηματιών από τη Χίο, αρκετοί εκ των οποίων εγκαταστάθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας. Ο Θεμιστοκλής Πετροκκόκινος συγκαταλεγόταν στην επιχειρηματική ελίτ της Αγίας Πετρούπολης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ήταν τραπεζίτης και έμπορος, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα λιμάνια της Μαριούπολης και του Ταϊγανίου, ενώ ταυτόχρονα ήταν από τους μεγαλύτερους επενδυτές στην κατασκευή των σιδηροδρόμων της Ρωσίας. Το 1898, ο Θεμιστοκλής Πετροκόκκινος πραγματοποίησε μια ιδιαίτερα σημαντική και, όπως αποδείχθηκε, μυστική αγορά οικοπέδου στη Σούδα. Το ακίνητο, έκτασης 6.417 τετραγωνικών μέτρων και αξίας 60.000 φράγκων, βρισκόταν κοντά στα οθωμανικά νεώρια, μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για τις θαλάσσιες μεταφορές και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα ρωσικά αρχεία, η αγορά δεν εξυπηρετούσε προσωπικά ή εμπορικά συμφέροντα του Πετροκόκκινου. Αντιθέτως, πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του ισχυρού υπουργού Οικονομικών της Ρωσίας Σεργκέι Βίτε και με τη σύμφωνη γνώμη του υπουργού Ναυτιλίας, αντιναυάρχου Πάβελ Τιρτόβ.
Η αγορά αυτή ήταν επί της ουσίας πλασματική. Στόχος ήταν η απόκτηση του οικοπέδου από το ρωσικό υπουργείο Ναυτιλίας χωρίς να προκληθεί διπλωματική ή πολιτική ένταση με την Κρητική Πολιτεία ή τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν ισχυρή παρουσία στην Κρήτη. Το άρθρο 1 του Σύνταγματος της Κρητικής Πολιτείας απαγόρευε την απαλλοτρίωση εδαφών από ξένες δυνάμεις, καθιστώντας αναγκαία την εφαρμογή ενός δικτύου συνεργασίας με Eλληνες επιχειρηματίες και νομικούς. Η ΡΑΕΕ ανέλαβε να εμφανίζεται ως επίσημος ιδιοκτήτης του οικοπέδου, ενώ τη διαχείριση θα είχε στην πραγματικότητα το υπουργείο Ναυτιλίας. Το σχέδιο προέβλεπε ότι σε περίπτωση απόσυρσης της ΡΑΕΕ από την Κρήτη, το ακίνητο θα μεταβιβαζόταν σε άλλο πρόσωπο που θα υπεδείκνυε η ρωσική κυβέρνηση.
Για να διατηρηθεί η μυστικότητα της συμφωνίας, οι διαδικασίες αγοραπωλησίας διεκπεραιώθηκαν με τρόπο που να μην εγείρουν υποψίες. Η τελική πράξη αγοραπωλησίας υπεγράφη το 1908 στην Ερμούπολη της Σύρου, σε ένα συμβολαιογραφικό γραφείο. Οι μάρτυρες της συμφωνίας επελέγησαν σκοπίμως να είναι άσχετοι με την υπόθεση, ώστε να μην προκαλέσουν πολιτική ή νομική αμφισβήτηση. Παράλληλα, η ΡΑΕΕ επέμεινε η επικύρωση και η μετάφραση της συμφωνίας στα ρωσικά να γίνει στην Αγία Πετρούπολη αντί για την Κρήτη ή την Οδησσό, διασφαλίζοντας τη διατήρηση του απορρήτου.
Τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας συγχωνεύθηκαν με επιχειρηματικές και διπλωματικές δραστηριότητες. Το δίκτυο συνεργασίας που συγκροτήθηκε με Ελληνες επιχειρηματίες αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη στρατηγική διείσδυσή της στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω έμμεσων και διακριτικών μεθόδων.
Ενδιαφέρον προκαλεί η χρηματοδότηση της αγοράς, η οποία καλύφθηκε από το ρωσικό υπουργείο Ναυτιλίας. Η ΡΑΕΕ, παρότι εμφανιζόταν ως νόμιμος κάτοχος, δεν επωμίστηκε καμία οικονομική επιβάρυνση. Ο Πετροκόκκινος, μάλιστα, κατόρθωσε να αποκομίσει οικονομικό όφελος, καθώς το ποσό που τελικά έλαβε για την πώληση ανήλθε σε 75.000 φράγκα, σημαντικά υψηλότερο από το αρχικό κόστος αγοράς.
Οι στρατηγικές επιδιώξεις
Η στρατηγική αξία του οικοπέδου συνδέεται με τη γειτνίαση της θέσης όπου αγκυροβολούσε η ρωσική φρεγάτα στη Σούδα, επιφορτισμένη με την επιτήρηση της τάξης και τη στήριξη των ρωσικών δυνάμεων στην περιοχή. Η ύπαρξη ενός «νόμιμου» ρωσικού ερείσματος παρείχε μεγαλύτερη ευελιξία στις κινήσεις των Ρώσων στην περιοχή, δίχως να εγείρει υποψίες από τις τοπικές αρχές ή τους συμμάχους. Ωστόσο, τα ακριβή στοιχεία για τη χρήση του οικοπέδου μετά την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από την Κρήτη παραμένουν ασαφή. Παρόλο που η πρακτική της «συνεργασίας μέσω τρίτων» φαίνεται να ήταν επιτυχής, τα έγγραφα δεν αποσαφηνίζουν αν το υπουργείο Ναυτιλίας και η ΡΑΕΕ εκμεταλλεύθηκαν πλήρως τις δυνατότητες του ακινήτου. Η συγκεκριμένη υπόθεση αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της ρωσικής παρουσίας στην Κρήτη, όπου τα γεωστρατηγικά συμφέροντα συγχωνεύθηκαν με τις επιχειρηματικές και διπλωματικές δραστηριότητες. Το δίκτυο συνεργασίας που συγκροτήθηκε με Ελληνες επιχειρηματίες αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη στρατηγική διείσδυσης της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω έμμεσων και διακριτικών μεθόδων.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram

