Ο παγκόσμιος πληθυσμός σύμφωνα με δημογραφικές μελέτες μέχρι το 2050 θα φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια. Πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού; Και επιπλέον, πώς θα τραφεί ο πληθυσμός χωρίς η κάλυψη των αναγκών να σημάνει τη μη αναστρέψιμη καταστροφή του πλανήτη; Η ΜΚΟ Population Matters προειδοποιούσε πριν μερικούς μήνες: Ένας παγκόσμιος πληθυσμός 7,6 δισεκατομμυρίων ανθρώπων έχει επιπτώσεις σε πολλαπλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων των αυξημένων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τον ανεπαρκή εφοδιασμό τροφίμων και της αύξησης της συνολικής κατανάλωσης. Έχει η ανθρωπότητα μόλις 30 χρόνια για να βρει λύση;
Το 1970 ένας στους τέσσερις ανθρώπους πεινούσε -ο ΟΗΕ προτιμούσε βεβαίως πάντα, τον όρο «υποσιτισμό» από τη λέξη «πείνα». Στις μέρες μας οι αριθμοί παρουσιάζουν μείωση, με άλλα λόγια, το ποσοστό των ανθρώπων οι οποίοι ακόμη δεν έχουν πρόσβαση σε τροφή είναι ένας στους δέκα. Μέσα σε τέσσερις μόλις δεκαετίες, το προσδόκιμο ζωής κατέγραψε διεθνώς εκπληκτική άνοδο -σύμφωνα με τις στατιστικές περισσότερο από 11 χρόνια. Η μεγαλύτερη δε, αύξηση σημειώθηκε σε φτωχές χώρες. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική «πέρασαν» στη μεσαία τάξη. Οι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι, έστω και άνισα, η ανάπτυξη θα συνεχιστεί, που σημαίνει ότι, από τα 10 δισεκατομμύρια ανθρώπων, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό θα ανήκει, τουλάχιστον τυπικά, στη «μεσαία τάξη»: Στα δέκα δισεκατομμύρια περί τα 3 δισεκατομμύρια πολίτες θα είναι μεσαία τάξη.
Οι δύο κόντρα θέσεις
Αυτή η ευημερία, όπως είναι αναμενόμενο, θα προκαλέσει αύξηση της κατανάλωσης. Μπορεί αυτό να αποδειχθεί πρόβλημα; Οι εκτιμήσεις και θέσεις των δύο πιο επιδραστικών προσώπων που ασχολήθηκαν εντατικά με το θέμα ήδη από τον 20ό αιώνα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες.
Ο William Vogt (1902 – 1968), ο άνθρωπος που θεωρείται ότι έθεσε βασικά σημεία όσον αφορά τα μεγάλα διλήμματα για το περιβάλλον (αυτό που η ερευνήτρια του Κολεγίου Hampshire, Betsy Hartmann είχε χαρακτηρίσει ως «αποκαλυπτικό περιβαλλοντισμό») υποστήριζε ότι εάν η ανθρωπότητα δεν μειώσει δραματικά την κατανάλωση και εάν δεν «τεθούν όρια στη δημογραφική ανάπτυξη του παγκόσμιου πληθυσμού» τα οικοσυστήματα θα καταστραφούν. Ο Vogt ήταν αυτός που είπε ότι η ευημερία δεν είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα μας. Αν συνεχίσουμε να παίρνουμε περισσότερα από όσα μπορεί να μας δώσει η Γη, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι καταστροφή σε παγκόσμια κλίμακα. Άλλωστε το μότο του ήταν «περικοπές!» (Cut back!). Το βιβλίο του «Road to Survival» (Ο δρόμος προς την επιβίωση) είχε γίνει το 1948 μπεστ σέλερ.
William Vogt
Από την άλλη, ο Norman Borlaug (1914 – 2009), ο γεωπόνος και φυτοπαθολόγος από την Αϊόβα, που τιμήθηκε με Νόμπελ Ειρήνης το 1970, εκπροσωπούσε την αισιόδοξη ματιά, καθώς εκτιμούσε ότι όταν η επιστήμη και η τεχνολογία εφαρμόζονται σωστά δίνουν διέξοδο στις δυσκολίες. Ο Borlaug ταυτίστηκε με την Πράσινη Επανάσταση της δεκαετίας του 1960, που κατέληξε στην αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών με την εφαρμογή νέων μεθόδων της γενετικής μηχανικής, μία κίνηση που έσωσε εκατομμύρια ανθρώπους από λιμό, ειδικά στην Ασία η οποία κατέγραφε τότε δημογραφική έκρηξη και μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές κρίσεις. Για τον Borlaug, η ευημερία δεν ήταν το πρόβλημα, αλλά η λύση. Το δικό του μότο ήταν «καινοτομία!» (Innovate!).
Norman Borlaug
Το μοναδικό σημείο σύγκλισης των δύο ήταν ότι η εν λόγω κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη συνδρομή της επιστήμης. Μέχρι εκεί όμως. Για τον Borlaug, η λύση ήταν η ανθρώπινη εφευρετικότητα: Χρησιμοποιώντας τις προηγμένες μεθόδους της Πράσινης Επανάστασης για την αύξηση των αποδόσεων ανά στρέμμα, υποστήριξε, ότι οι αγρότες δεν θα έπρεπε να καλλιεργούν πολλά στρέμματα, ιδέα που η επιστημονική κοινότητα αποκαλεί πλέον ως «υπόθεση Borlaug».
Οι δύο άνδρες δεν βρίσκονται στη ζωή, αλλά η διαμάχη μεταξύ των επιγόνων και υποστηρικτών τους συνεχίζεται. Οι «Wizards» -η πλευρά Borlaug- χαρακτηρίζουν την «αντίπαλη» άποψη ως ανέντιμη, αδιάφορη για τους φτωχούς του πλανήτη, ακόμη και ρατσιστική (καθώς τουλάχιστον, στη συντριπτική πλειοψηφία, οι υποσιτισμένοι, οι πεινασμένοι του κόσμου δεν ανήκουν στη λευκή φυλή).
Οι «Prophets» χλευάζουν την πίστη των «Wizards» στην επινοητικότητα, χαρακτηρίζοντας την απερίσκεπτη και άπληστη (υποστηρίζοντας ότι η θέση τους έχει σχέση με τα κέρδη των εταιρειών), ενώ υπογραμμίζουν ότι η αγροτική καλλιέργεια «υψηλής έντασης» μπορεί να φέρει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, ωστόσο μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα. Όπως λένε, η άσκοπη, υπερβολική χρήση του εδάφους και η σπατάλη των υδάτινων πόρων θα οδηγήσουν σε κατάρρευση του περιβάλλοντος και ως εκ τούτου σε παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση. Καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι διατεθειμένη να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου.
«Ο δρόμος προς την κόλαση»
Ο Borlaug, ο μοναδικός επιστήμονας ενός γεωργικού προγράμματος του Ιδρύματος Rockefeller που έκανε έρευνα για το σιτάρι, είχε λάβει τόσο ισχνή χρηματοδότηση ώστε κοιμόταν επί μήνες σε υπόστεγα και χωράφια. Όμως, ακόμη και υπό τις συνθήκες αυτές, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, δημιούργησε μία ποικιλία σιταριού (πιο κοντό σε ύψος και με πιο στρογγυλό καρπό) που είχε περισσότερες πρωτεΐνες και έδινε μεγαλύτερη παραγωγή. Τότε το Ίδρυμα Rockefeller και το Ίδρυμα Ford δημιούργησαν το 1962 στις Φιλιππίνες το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για το Ρύζι (irri).
Η κίνηση αυτή είχε σαφώς πολιτικές προεκτάσεις: Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο αποκορύφωμα του και ο πόλεμος του Βιετνάμ σε πλήρη εξέλιξη. Θέλοντας να επιτεθούν στην υπόσχεση του κομουνισμού για ένα καλύτερο αύριο, οι ΗΠΑ επιχειρούσαν να αποδείξουν ότι, η ανάπτυξη έρχεται με τον καπιταλισμό. Στόχος ήταν οι ερευνητικές ομάδες του irri να μεταμορφώσουν την Ασία εισάγοντας μία νέα καλλιέργεια ρυζιού. Ο ιστορικός Nick Cullather είχε ονομάσει το εγχείρημα «a Manhattan Project for food».
Ακολουθώντας τα χνάρια του Borlaug, οι ερευνητές του Ινστιτούτου ανέπτυξαν νέες, υψηλής απόδοσης ποικιλίες ρυζιού, που «σάρωσαν» την Ασία κατά τις δεκαετίες του ’70 και ’80, τριπλασιάζοντας την παραγωγή. Περισσότερο από το 80% του ρυζιού που καλλιεργείται σήμερα στην Ασία προέρχεται από το irri. Οι υποστηρικτές του έργου του irri, υποστηρίζουν επιπλέον πως σήμερα ο πληθυσμός της ηπείρου καταναλώνει 30% περισσότερες θερμίδες από ό,τι πριν από τη δημιουργία του Ινστιτούτου. Σύμφωνα με το theatlantic.com, η Σεούλ, η Σανγκάη, η Τζαϊπούρ και η Τζακάρτα -οι εκτυφλωτικοί ουρανοξύστες, τα ακριβά ξενοδοχεία, οι μποτιλιαρισμένοι δρόμοι με τις νέον επιγραφές- «χτίστηκαν» από έναν κόκκο ρυζιού που καλλιεργήθηκε εργαστηριακά.
Όπως είχε προβλέψει ο Vogt, το τεράστιο άλμα στην παραγωγικότητα οδήγησε σε περιβαλλοντική καταστροφή: Από τον αποστραγγισμένο υδροφόρο ορίζοντα και την απορροή λιπασμάτων, μέχρι τις «νεκρές ζώνες» και τα υποβαθμισμένα εδάφη. Εκτός των άλλων, η ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας έκανε την αγροτική γη ακόμη πιο πολύτιμη. Συνέπεια αυτού ήταν ότι οι μεγάλοι ιδιοκτήτες καλλιεργήσιμης γης άρχισαν με διάφορους τρόπους να «πετάνε έξω» τους μικροκαλλιεργητές.
Παρόλο που ο παγκόσμιος πληθυσμός το 2050 θα είναι 25% περισσότερος από ό, τι είναι τώρα, σύμφωνα με τις τυπικές προβλέψεις η αγροτική παραγωγή θα πρέπει να αυξήσει την παραγωγή από 50 έως 100%.
Το καλύτερο επίπεδο ζωής πολλαπλασιάζει αυτομάτως τη ζήτηση ζωικών προϊόντων όπως το τυρί, τα γαλακτοκομικά, αλλά και τα ψάρια και ειδικά η κτηνοτροφία και η καλλιέργεια ζωοτροφών απαιτούν πολύ περισσότερη γη, νερό και ενέργεια σε σχέση με την παραγωγή για κατανάλωση αποκλειστικά και μόνο αγροτικών προϊόντων. Πόσο κρέας θα καταναλώνουν τα δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια. Εάν ωστόσο, «αγαπούν» το κρέας στον βαθμό που το προτιμά σήμερα ο δυτικός κόσμος, οι ανάγκες θα είναι τεράστιες.
Οι υποστηρικτές της άποψης Vogt ισχυρίζονται ότι, οι περιβαλλοντικές καταστροφές θα γίνουν προκειμένου να ικανοποιήσουν την επιθυμία του παγκόσμιου πληθυσμού για μπιφτέκια και μπέικον: Ρημαγμένη γη, πόλεμος για το νερό και αρπαγές εκτάσεων που θα αφήσουν εκατομμύρια αγρότες στις φτωχές χώρες χωρίς κανένα μέσο επιβίωσης.
Ορισμένες από τις βασικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν κατά την πρώτη Πράσινη Επανάσταση δεν μπορούν πλέον να εφαρμοστούν. Για παράδειγμα, επειδή κάθε στρέμμα καλλιεργήσιμης γης είναι ήδη σε χρήση, οι αγρότες δεν έχουν πού να καλλιεργήσουν. Ούτε μπορεί να αυξηθεί η χρήση λιπασμάτων, καθώς εκτός από ορισμένα σημεία της Αφρικής, χρησιμοποιούνται εδώ και δεκαετίες κατά κόρον και η απορροή τους έχει μολύνει ποτάμια, λίμνες και ωκεανούς.
Η ιστορία του αζώτου
Ο -άγνωστος στο ευρύ κοινό- Justus von Liebig, ήταν ο άνθρωπος που στα μέσα του 19ου αιώνα διαπίστωσε ότι η ποσότητα του αζώτου στο έδαφος ελέγχει τον ρυθμό ανάπτυξης των φυτών. Οι ιστορικοί της επιστήμης τον έχουν κατηγορήσει ότι «πείραξε» στοιχεία και ότι έκλεψε τις ιδέες άλλων, αλλά, ανεξαρτήτως αυτών, ήταν ο επιστήμονας που άλλαξε τη σχέση του ανθρώπου με τη γεωργία, καθώς την αντιμετώπισε ως παρακλάδι της χημείας και της φυσικής. Για κείνον το έδαφος ήταν απλώς μια βάση με ιδιότητες απαραίτητες για τη συγκράτηση των ριζών.
Όπως έλεγε, ρίξτε αζωτούχες ενώσεις (εργοστασιακά λιπάσματα) και θα δείτε την παραγωγή να εκτοξεύεται. Ο Liebig ήταν αυτός που έκανε τα πρώτα βήματα προς τη βιομηχανικής κλίμακας γεωργία που ρυθμίζεται χημικά. Η τεχνολογία για την παρασκευή αζωτούχων ουσιών ξεκίνησε πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, από δύο χημικούς, τους Fritz Haber και Carl Bosch, που τιμήθηκαν με Νόμπελ. Η διαδικασία Haber-Bosch, όπως λέγεται, ήταν αναμφισβήτητα μία από τις πιο σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες του 20ού αιώνα. Το αζωτούχο λίπασμα της διαδικασίας Haber-Bosch καλύπτει «τις διατροφικές συνήθειες του 45% του παγκόσμιου πληθυσμού». Από την άλλη, υπολογίζεται ότι το 40% του λιπάσματος που χρησιμοποιήθηκε τα τελευταία 60 χρόνια δεν απορροφήθηκε από τα φυτά. Αντ’ αυτού, κατέληξε στα ποτάμια και στον αέρα. Το άζωτο από τις καλλιέργειες στις μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ καταλήγει κάθε καλοκαίρι μέσω του Μισισιπή στον Κόλπο του Μεξικού, επηρεάζοντας μία έκταση 7.000 τετραγωνικών μιλίων. Την επόμενη χρονιά μια ακόμα μεγαλύτερη νεκρή ζώνη -23.000 τ.μ.- χαρτογραφήθηκε στον κόλπο της Βεγγάλης.
Τα οξείδια του αζώτου από τα λιπάσματα αποτελούν σημαντική πηγή ρύπανσης, καθώς εξουδετερώνουν το όζον το οποίο προστατεύει τη ζωή στη Γη εμποδίζοντας τις υπεριώδεις ακτίνες που προκαλούν καρκίνο. Αν δεν ήταν η κλιματική αλλαγή, η μεγαλύτερη ανησυχία για το περιβάλλον θα ήταν το άζωτο, υποστηρίζουν οι ειδικοί.
Το αντίπαλο δέος ήταν ο Βρετανός Albert Howard (1873 – 1947), ο οποίος υπήρξε ο επίσημος βοτανολόγος της Βρετανίας στην Ινδία. Μαζί με τη σύζυγό του, Gabrielle, η οποία είχε σπουδάσει φυτολογία στο Cambridge, καλλιεργούσαν νέες ποικιλίες σιταριού και καπνού, σχεδίαζαν νέους τύπους αρότρων και δοκίμαζαν νέα μοντέλα διατροφής στην κτηνοτροφική παραγωγή. Μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν πεπεισμένοι ότι το έδαφος δεν ήταν απλά μια βάση για χημικά πρόσθετα, αλλά ένα περίπλοκο σύστημα που απαιτεί ένα εξίσου περίπλοκο μίγμα θρεπτικών συστατικών από φυτικά και ζωικά απόβλητα, όπως η κοπριά. Η Αγροτική Διαθήκη του Howard το 1943 θεωρήθηκε ο θεμέλιος λίθος της βιολογικής καλλιέργειας. Όταν ο Liebig διατύπωνε τα βασικά σημεία της χημικής γεωργίας, όλα αυτά ήταν πολύ αληθινά, αλλά εντελώς άγνωστα. Σύμφωνα με μελέτη – ορόσημο του 2011 του Διεθνούς Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών το ένα τρίτο της καλλιεργήσιμης γης παγκοσμίως χαρακτηρίζεται «υποβαθμισμένο».
Ο «σωστός τρόπος»
Με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι περισσότερες κυβερνήσεις απέτρεψαν το εργατικό δυναμικό από την αγροτική εργασία (με εξαίρεση την κομουνιστική Κίνα). Στόχος της πολιτικής αυτής ήταν οι καλλιέργειες να γίνονται πλέον με αγροτικά μηχανήματα, επιλογή που θα σήμαινε αύξηση της παραγωγής και την ίδια στιγμή μείωση του κόστους, κυρίως του εργατικού. Οι αγρότες που δεν χρειάζονταν πλέον, θα πήγαιναν στις πόλεις, όπου θα μπορούσαν να βρουν καλύτερες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με το ιδανικό κατά Borlaug σενάριο και οι δύο πλευρές θα έβγαιναν κερδισμένες, ενώ τα κράτη θα απολάμβαναν πολλαπλά οφέλη, όπως καλύτερα μεγέθη σε βιομηχανία και γεωργία, φθηνότερα τρόφιμα για τους κατοίκους των αστικών κέντρων και πολλές θέσεις εργασίας.
Πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα; Οι πόλεις στις αναπτυσσόμενες χώρες γέμισαν με παραγκουπόλεις που στήθηκαν από ανθρώπους οι οποίοι μετακινήθηκαν στο εσωτερικό αναζητώντας, μάταια όπως αποδείχτηκε, μια καλύτερη τύχη. Ενώ σε πολλές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένου του δυτικού κόσμου, η ύπαιθρος άδειασε, ερήμωσε.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ποσοστό του δυναμικού που απασχολούνταν στη γεωργία έπεσε από το 21,5% που ήταν το 1930 στο 1,9% το 2000, ενώ ο αριθμός των αγροκτημάτων μειώθηκε κατά σχεδόν δύο τρίτα. Εντωμεταξύ και προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που προέκυπτε, τα κράτη -διεθνώς- άρχισαν να προσφέρουν φορολογικά κίνητρα, προγράμματα κατάρτισης των αγροτών και άμεσες επιδοτήσεις προκειμένου να διευκολύνουν κυρίως, τους μεγαλο-αγρότες για την απόκτηση μηχανημάτων μεγάλης κλίμακας, την αποθήκευση χημικών (λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα) και τη στροφή σε συγκεκριμένες καλλιέργειες, προορισμένες πρωτίστως για εξαγωγή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, επειδή οι πολιτικές αυτές παραμένουν ακόμη σε ισχύ, οι αγρότες της «σχολής» Vogt είναι σα να πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα. Για εκείνους, καλύτερη γεωργία σημαίνει πρώτα απ’ όλα φροντίδα της γης, του εδάφους, επιλογή που μεταφράζεται σε μικρότερες επιφάνειες πολλαπλών καλλιεργειών, κάτι που είναι δύσκολο να επιτευχθεί όταν στόχος είναι η μαζική παραγωγή μιας και μόνης ενιαίας καλλιέργειας. Αυτό βεβαίως, θα απαιτούσε επιστροφή στην ύπαιθρο τουλάχιστον των ανθρώπων που είχαν τη ρίζα τους στην επαρχία από τους γονείς και τους παππούδες τους. Ωστόσο, μία αξιοπρεπή διαβίωση των ανθρώπων αυτών θα οδηγούσε αυτομάτως σε αύξηση κόστους.
Οι τέσσερις μεγάλες προκλήσεις
Η διαμάχη δεκαετιών μεταξύ των δύο αντιλήψεων επί της ουσίας δεν αφορά μόνο τη φύση της γεωργίας, τον τρόπο και την επιλογή των καλλιεργειών, τη διατήρηση του οικοσυστήματος, αλλά και τον αντίκτυπο που κάθε επιλογή έχει στην κοινωνία.
Για τους «Borlaugians» η γεωργία είναι ένα είδος «χρήσιμης αγγαρείας» που πρέπει να να μειωθεί προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η ατομική ελευθερία. Για τους «Vogtians,» αφορά τη διατήρηση ενός συνόλου κοινοτήτων -ανθρώπων και οικοσυστημάτων- που είναι συνυφασμένες με τη ζωή ήδη από την πρώτη αγροτική επανάσταση, πριν από 10.000 χρόνια και που, εκτός των άλλων, ενισχύει τους δεσμούς του ανθρώπου με τον πλανήτη Γη.
Σε κάθε περίπτωση, η ανθρωπότητα καλείται να αντιμετωπίσει τέσσερις μεγάλες προκλήσεις που συνοψίζονται σε μερικές λέξεις: Τροφή, νερό, ενέργεια, κλιματική αλλαγή. Το επιτακτικό ερώτημα είναι αν οι επιλογές, που πρέπει να γίνουν τώρα και αφορούν το άμεσο μέλλον, θα διασφαλίσουν την επιβίωση του πλανήτη ή θα επισπεύσουν την καταστροφή του.
Ανεξάρτητα από τις θέσεις των δύο «στρατοπέδων», η κατάσταση παραπέμπει στην εξής εικόνα: Η ανθρωπότητα είναι στοιβαγμένη σε ένα λεωφορείο που προσπαθεί να βρει τον δρόμο μέσα σε πυκνή, αδιαπέραστη ομίχλη, ενώ κάπου εκεί κοντά, είναι ένας γκρεμός. Ουδείς ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται, όμως όλοι μέσα στο λεωφορείο ξέρουν ότι, το όχημα πρέπει να στρίψει. Το ζήτημα είναι προς ποιά κατεύθυνση…
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram