Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας επανήλθαν πρόσφατα σε μια κάποια κανονικότητα. Οι αναταραχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης αμοιβαίες κατηγορίες και υπαινιγμοί δηλητηρίασαν το διμερές κλίμα, μοιάζουν σχεδόν ξεχασμένες.
Όταν συναντώνται σήμερα πολιτικοί και διπλωμάτες των δύο χωρών, επικρατεί θετικό κλίμα. Γίνεται λόγος για εταιρική σχέση που διαπνέεται από εμπιστοσύνη, μερικές φορές αναφέρεται ακόμη και η λέξη “φιλία”. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί κι όταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Μητσοτάκης θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στο Βερολίνο στα μέσα Νοεμβρίου.
Η αρμονία που εκπέμπεται επίσημα και από τις δύο πλευρές δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματα που διακατέχουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των Ελλήνων τρέφουν αρνητική εικόνα για τη Γερμανία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο “αντιγερμανισμός” έφτασε στο δημοσκοπικό του αποκορύφωμα στο ζενίθ της οικονομικής κρίσης στα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Αν πολλοί Έλληνες εξακολουθούν να μην έχουν καλή γνώμη για τη Γερμανία σήμερα, το αποδίδουν – και υπάρχουν δημοσκοπικά τεκμήρια και για αυτό – στη σκληρή στάση του Βερολίνου κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης.
Κλίμα δυσπιστίας
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα στοιχεία – και τα συναφή δεδομένα – έπαιξαν ρόλο όταν εκπρόσωποι της ελληνικής και της γερμανικής κοινωνίας των πολιτών συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στην Ορθόδοξη Ακαδημία της Κρήτης μετά από πρόσκληση του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας (ΕΓΙΝ) για να συζητήσουν το ρόλο των ανταλλαγών νέων στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Στη δημόσια αντίληψη και στα μέσα ενημέρωσης το Ίδρυμα που εγκαινιάστηκε από τις δύο κυβερνήσεις το 2019 με διακηρυγμένο στόχο την προώθηση των συναντήσεων μεταξύ νέων Ελλήνων και Γερμανών, δεν παίζει σχεδόν καθόλου ρόλο.
Ειδικά στην Ελλάδα υπάρχουν επιφυλάξεις για το Ίδρυμα, επισήμαναν Έλληνες συμμετέχοντες στα Χανιά. Η ιδέα και η πρωτοβουλία για το πρότζεκτ προήλθε καθαρά από τη γερμανική πλευρά.Από τις πρώτες συζητήσεις το 2014 μέχρι την υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας το 2019, στην τελευταία φάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια.Σε αριστερούς, αλλά και εθνικιστικούς κύκλους, εκφράστηκε η κατηγορία ότι το γερμανοελληνικό πρόγραμμα είναι ένα εργαλείο του Βερολίνου για να αποσπάσει την προσοχή από την ευθύνη της Γερμανίας στην καταβολή αποζημιώσεων για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η Βέρμαχτ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επικριτές αποκάλεσαν μάλιστα το Ίδρυμα Νεολαίας “δούρειο ίππο” της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής.
Όπως είναι γνωστό, οι επίσημες θέσεις της Αθήνας και του Βερολίνου στο θέμα των αποζημιώσεων είναι αντίθετες. Ωστόσο η επίσημη θέση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι οι γνωστές – και σαφώς προσδιορισμένες – διαφορές δεν πρέπει να “επισκιάσουν” την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, για να αναφέρουμε τον όρο που χρησιμοποίησε ο κ. Μητσοτάκης. Αυτή η στάση λειτουργησει επ΄ωφελεία των ανταλλαγών νέων μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Εξ άλλου η ενασχόληση με το παρελθόν της γερμανικής κατοχής παίζει σημαντικό ρόλο στα προγράμματα του ΕΓΙΝ. “Θυμόμαστε για το αύριο” είναι ο τίτλος ενός προγράμματος που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο στο πλαίσιο των εργασιών του ιδρύματος. Είναι ενδεικτικό ότι στη συμφωνία του 2019 για το ΕΓΙΝ ορίζεται ότι το Ίδρυμα “δεν αποτελεί απάντηση στην ιδιαίτερη ιστορική ευθύνη που αναλογεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από τα σκοτεινά κεφάλαια της ιστορίας των διμερών σχέσεων, ιδίως από τη γερμανική κατοχή”. Και σημειώνεται ότι “οι αντίστοιχες νομικές θέσεις στο θέμα αυτό παραμένουν ανεπηρέαστες από την παρούσα συμφωνία”.
Δει δη περισσότερων χρημάτων
Πρότυπο για το γερμανοελληνικό πρόγραμμα απετέλεσε το Γαλλογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας του 1963, το οποίο έχει φέρει κοντά από την ίδρυσή του σχεδόν δέκα εκατομμύρια νέους από τις πρώην εχθρικές χώρες και σήμερα θεωρείται ένας σημαντικός πυλώνας συμφιλίωσης και γαλλογερμανικής φιλίας. Τα προγράμματα περιλαμβάνουν ανταλλαγές μαθητών και φοιτητών, συναντήσεις αθλητών, πρακτικές ασκήσεις στις δυο χώρες και επαγγελματικές ανταλλαγές. Η οργανωμένη διασυνοριακή ανταλλαγή νέων αποτελεί βασικό στόχο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ανταλλαγές ανθρώπων της νέας γενιάς βασίζονται στην πεποίθηση ότι οι συναντήσεις και ο διάλογος μεταξύ των νέων μπορούν να προωθήσουν την αμοιβαία κατανόηση, να ανατρέψουν προκαταλήψεις και – τελικά – να δημιουργήσουν φιλίες. “Κάθε φορά που οι νέοι συναντιούνται, συμβαίνουν θαυμάσια πράγματα που συχνά δεν τα αντιλαμβανόμαστε καν”, λέει ο Γεράσιμος Μπέκας, Γενικός Γραμματέας του γερμανικού τμήματος του Ιδρύματος, το οποίο διατηρεί τα γραφεία του στη Λειψία.
Μεταξύ των υπευθύνων στη Λειψία και στη Θεσσαλονίκη, έδρα του ελληνικού γραφείου, καθώς και μεταξύ των συμμετεχόντων στο συνέδριο στην Κρήτη επικρατεί πνεύμα αισιοδοξίας. Την ίδια στιγμή οικονομικές δυσκολίες φρενάρουν τον ενθουσιασμό των νέων. Για να μπορέσουν τα προγράμματα ανταλλαγών να φτάσουν σε πλήρη άνθηση, Αθήνα και Βερολίνο θα πρέπει να αυξήσουν τη συμφωνημένη ετήσια επιχορήγηση του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Θα ήταν ένα ισχυρό μήνυμα αν ο Όλαφ Σολτς και ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμφωνήσουν να αυξήσουν την επιχορήγηση για την ανταλλαγή νέων στην επικείμενη συνάντησή τους. Θα αποτελούσε μήνυμα εμπιστοσύνης και ελπίδας για μια βιώσιμη βελτίωση των διμερών σχέσεων.
*Ο Δρ Ρόναλντ Μαινάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 διετέλεσε διευθυντής της Ελληνικής σύνταξης της Deutsche Welle.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram