Ένα από τα πιο εντυπωσιακά φαινόμενα στη νεότερη ιστορία μας είναι η μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη των Ποντίων το 19ο και τις αρχές του 20ου αι. . Βέβαια, οι Έλληνες του Πόντου δεν ήταν ξεχωριστο τμήμα από το υπόλοιπο σώμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, αλλά η ανάδυση τους και ο γενικότερος δυναμισμός τους παρουσιάζει -για λόγους γεωγραφικούς κυρίως- αρκετές ιδιομορφίες.
Σημειώνουμε, αρχικά ότι ήταν το πιο απομονωμένο κομμάτι του ελληνικού στοιχείου σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία, αποτελώντας τη μειοψηφία σ’ ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών, έχοντας τις λιγότερες προσβάσεις εξαιτίας της μακρινής απόστασης από τα δυτικοευρωπαΪκά κέντρα, απ’ όπου ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος αντλούσε πολιτισμικά, ιδεολογικά και οικονομικοκοινωνικά στοιχεία.
Και, όμως, παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες του Πόντου κατά τον τελευταίο αιώνα της ιστορίας τους, πριν τη Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό, κατάφεραν να εξασφαλίσουν κυρίαρχη οικονομική θέση στα μεγάλα αστικά κέντρα των ποντιακών παραλίων και του ανατολικού Εύξεινου Πόντου. Να εμφανίσουν έναν ιδιόμορφο δημογραφικό δυναμισμό, που τους επέτρεψε να κάνουν αισθητή την αριθμητική τους παρουσία στον Πόντο και να εποικήσουν παράλιες περιοχές του Καυκάσου, της Κριμαίας και της ρώσικης ενδοχώρας.
Να προβάλλουν μια αξιοζήλευτη πολιτισμική – και εκπαιδευτική κυρίως-δραστηριότητα και να δικεδικήσουν ανεξάρτητη κρατική υπόσταση ή αυτονομία κατά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στα πλαίσια μιας Ποντοαρμενικής Δημοκρατίας.
Οι Έλληνες του Πόντου προσανατολίζονταν προς τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Άλλοι μιλούσαν για Ελληνική Δημοκρατία του Πόντου με ειδική σχέση προς το ελληνικό κράτος. Οι Πόντιοι ανέθεσαν την εκπροσώπησή τους στο μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο Φιλιππίδη.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός , Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κατά τη Δικτατορία Μεταξά (1938-1940) παυθείς από την κατοχική κυβέρνηση.
Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος συζητούσε ακόμη και με τους Τούρκους ιθύνοντες στην Πόλη και με αντιπροσώπους του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου (του Κεμάλ) την προοπτική αυτονομίας του Πόντου με ισοπολιτεία των Ελλήνων και των Τούρκων. Τελικά, προκρίθηκε η λύση της Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας και υπογράφτηκε σχετική συμφωνία, το Γενάρη του 1920, ανάμεσα στο μητροπολίτη Χρύσανθο και τον Αλεξάντρ Χατισιάν, πρωθυπουργό της Αρμενικής Δημοκρατίας. Η Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/10Αυγούστου) αναγνώρισε το δικαίωμα των κατοίκων της περιοχής να δημιουργησουν Ποντοαρμενικό Κράτος εκτεινόμενο από την Τραπεζούντα ως το Βαν και τα αρμενικά σύνορα της Καυκασίας.
Η σταδιοδρομία του νέου κράτους ήταν εφήμερη. Το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου οι Αρμένιοι νικήθηκαν στο Ερζερούμ από τον κεμαλικό στρατό και συνθηκολόγησαν και οι Έλληνες του Πόντου έμειναν στο έλεος της τούρκικης εκδίκησης και σε περίοδο μάλιστα εθνικού φανατισμού, που τον τροφοδοτούσε περισσότερο η παρουσία ελληνικού στρατού στη ζώνη της Σμύρνης και η νικηφόρα -έως τότε- προέλαση του στα ενδότερα της Ανατολίας.
Πριν από το διάταγμα ανεξιθρησκείας, το «Χάττι Χουμαγιούν» (1856), η παιδεία στον Πόντο παρέχεται μόνο από την Εκκλησία και ιδιαίτερα από τα Μοναστήρια Παναγίας Σουμελά, Γ.Περιστερεώτα, Αγ. Ιωάννη Βαζαλώνα, Παναγίας Γουμερά, Αγ. Γεωργίου Χουτουρά, Αγ. Γεωργίου Χαλιναρά, Αγ. Γεωργίου Χάρσερας κλπ. Η παρεχόμενη παιδεία, σ’ αυτό το διάστημα, περιοριζόταν στην ανάγνωση και στη γραφή.
Μετά το «Χάττι Χουμαγιούν», κυρίως μετά το 1880, η παιδεία αρχίζει να παρέχεται σε ειδικά διδακτήρια, στα σχολεία, από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, τους δασκάλους. Η παρεχόμενη παιδεία παίρνει πιο ευρύτερο περιεχόμενο. Έτσι, στα 1890 υπήρχαν στον Πόντο γύρω στα 500 σχολεία, με πάνω από 20.000 μαθητές και πάνω από 500 δασκάλους.
Στον 20 αι. η παιδεία γνωρίζει αλματώδη ανάπτυξη στον Πόντο, όπου λειτουργούν σχολεία ακόμη και στα μικρότερα χωριά. Στις αρχές ακόμη του αιώνα λειτουργούν περίπου 1.050 σχολαρχεία, αστικές σχολές και δημοτικά σχολεία, δύο γυμνάσια (Τραπεζούντας και Αμισού) και εφτά ημιγυμνάσια (Αργυρούπολης, Κερασούντας, Σουρμένων, Κοτυώρων, Σινώπης, Πάφρας, Ακ Νταγ Μαντέν). Οι μαθητές ανέρχονται σε 70.000 και οι δάσκαλοι σε 1.230.
Στον αγώνα εναντίον του κακού και της αδικίας από τους Οθωμανούς κατά των Ποντίων Ελλήνων πρωτοστάτησε ο ιερός κλήρος του Πόντου με βαρύτατο φόρο αίματος και θυσίες. Τούτο συνέβη περισσότερο στις αρχές του 20ού αιώνος με την έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου (1914) έως και την μικρασιατική καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών που επηκολούθησε με την συνθήκη της Λωζάνης (1923). Στην διάρκεια αυτών των ετών, από το 1914 μέχρι το 1923 συνέβη και η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, η οποία αριθμητικά φθάνει τις 353.000 αθώες ψυχές.
Στην ιερά μητρόπολη Τραπεζούντος με τις ενέργειες και την καθοδήγηση του μητροπολίτου Χρυσάνθου Φιλιππίδη η «Φιλόπτωχος Αλελφότης», σωματείο με φιλανθρωπική δράση, πρωτοστάτησε στην περίθαλψη των προσφύγων και ανέπτυξε σπουδαιοτάτη κοινωνική πρόνοια με διανομή τροφίμων και ιματισμού κατά την περίοδο 1916-1918. Για να διατηρηθούν ακμαίες οι εθνικές παραδόσεις και ο ελληνικός πολιτισμός στον Πόντο δημιουργήθηκε το έτος 1917 η «Εθνική Ένωσις των Νέων», ενώ παράλληλα συστάθηκε και η «Επιτροπή Προσφύγων», η οποία και περιέθαλψε 3.000 πρόσφυγες, που είχαν μεταφερθεί εκεί από τα Κοτύωρα μετά τον βομβαρδισμό της πόλεως από τον ρωσικό στόλο (11-8-1917), τόσο με την λειτουργία συσσιτίων, όσο και με την αναγκαία νοσηλεία των ασθενών και τραυματιών.. Το αποτέλεσμα ήταν να διασωθεί ο μισός σχεδόν ελληνικός πληθυσμός της επαρχίας Τραπεζούντος.
Ύστερα από τις έντονες και πιεστικές παραστάσεις διαμαρτυρίας του μητροπολίτου Χρυσάνθου προς τον Βαλή της Τραπεζούντος ματαιώθηκε η εξορία 300 Ελλήνων και εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία τόσο οι καθηγητές και δάσκαλοι των σχολείων, όσο και το προσωπικό των Εκκλησιών, ενώ τα εργατικά τάγματα της Τραπεζούντος δεν ακολούθησαν τα τουρκικά στρατεύματα που υποχωρούσαν με την προέλαση των Ρώσων, με αποτέλεσμα να γλιτώσουν την τελευταία στιγμή από τους κινδύνους που τα περίμεναν. Όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής Ριζαίου, που το 1916 είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους για να εξορισθούν, χάρις στις ενέργειες του μητροπολίτου Χρυσάνθου, απελευθερώθηκαν. Το ίδιο συνέβη και με τους κατοίκους της Αργυρουπόλεως, οι οποίοι παρ’ ολίγον ελυτρώθησαν από την εξορία τους στον Καύκασο. Όταν άρχισε η εξόντωση των Αρμενίων, η μητρόπολη Τραπεζούντος συμπαραστάθηκε στο δράμα τους με όλες της τις δυνάμεις, προφυλάσσοντας τα κορίτσια τους στο μητροπολιτικό μέγαρο
Στην ιερά μητρόπολή Ροδοπόλεως και μόνο το γεγονός της αυστηρής απομονώσεως του μητροπολίτου Κυρίλλου και της φυλακίσεως αυτού επί ένα έτος, αρκεί, για να φανεί το μέγεθος των διώξεων του ελληνισμού του Πόντου και ιδιαιτέρως το μίσος των Τούρκων εναντίον του Πατριαρχικού κλήρου.
Στην επαρχία της μητροπόλεως Χαλδίας, με επίκεντρο την Κερασούντα, της οποίας ο φόρος αίματος στην περίοδο 1916-1923 δεν ήταν λίγος, αφού εδώ κυρίως έδρασε ο περιβόητος ληστής Τοπάλ Οσμάν με το πλήθος των κακουργημάτων του, ο μητροπολίτης Λαυρέντιος αμέσως μόλις πληροφορήθηκε ότι είχε αποφασισθεί από τους Τούρκους η εξορία όλων των Ελλήνων που κατοικούσαν στα παράλια του Πόντου και σε βάθος 50 χιλιομέτρων προς το εσωτερικό, έσπευσε να συναντηθεί με τον επίτροπο του Καϊμακάμη Κερασούντος Νιχάτ – Βέη και παρεκάλεσε να αποφευχθεί η εξορία, η οποία μέσα στον χειμώνα ισοδυναμούσε με τέλεια εξόντωση. Ταυτόχρονα ο μητροπολίτης Λαυρέντιος με τηλεγραφήματά του προς τον Μ. Βεζύρη (πρωθυπουργό), τους υπουργούς Στρατιωτικών και Εσωτερικών, την Βουλή και τον αρχηγό του Γ’ Στρατιωτικού Σώματος παρεκάλεσε να ανακληθεί η διαταγή της εξορίας. Δυστυχώς, όλες του οι προσπάθειες απέτυχαν και έτσι οι Έλληνες κάτοικοι των παραλίων εξορίστηκαν προς τα ενδότερα.
Τον βαρύτερο φόρο αίματος πλήρωσε η περιφέρεια Τριπόλεως, αφού από τις 13.000 κατοίκους της μόλις 1.500-2.000 διασώθηκαν. Μάταια ο μητροπολίτης Λαυρέντιος απευθύνθηκε στον εκπρόσωπο της Γερμανικής Πρεσβείας για την διάσωση των Ποντίων, από τους οποίους το 1916 εξορίσθηκαν 35.000. Στην ιερά μητρόπολη Κολωνίας, κατά την πρώτη περίοδο των διωγμών (1916-1918), έτυχε να είναι ποιμενάρχης ο γηραιός Σωφρόνιος, ο οποίος βλέποντας τους θανάτους, τις εξορίες, τους βασανισμούς, την ασιτία και την αφόρητη δυστυχία των Ποντίων, υπέκυψε τελικώς και παρέδωσε το πνεύμα του, τον Φεβρουάριο του 1917. Ύστερα από προσωρινή διοίκηση της μητροπόλεως από τον Ιερέα Ιωακείμ Γιαμουρίδη, νέος μητροπολίτης Κολωνίας εξελέγη το 1919 ο Γερβάσιος Σουμελίδης. Η πρώτη φροντίδα του μητροπολίτου Γερβασίου ήταν να αποκαταστήσει, συντηρήσει και περιθάλψει το μέγα κύμα των προσφύγων. Συγκέντρωσε λοιπόν σωρεία δεμάτων ρουχισμού, τροφίμων, φαρμάκων και ζωοτροφών, που μοίρασε με αξιοθαύμαστο τρόπο στο χειμαζόμενο ποίμνιό του.
Παράλληλα, με τα χρήματα που συγκέντρωσε, αποκατέστησε τα ερειπωμένα σπίτια της περιοχής του, που είχαν λεηλατηθεί και πυρποληθεί από τους Τούρκους και εγκατέστησε τους εξορίστους. Για την καλλιέργεια μάλιστα των χωραφιών χορήγησε σε κάθε τέσσερις οικογένειες από ένα ζώο, ενισχύοντας ταυτόχρονα αυτές και με χρηματικά ποσά. Ιδιαίτερη ήταν και η μέριμνά του για τα ορφανά, ιδρύοντας ορφανοτροφείο για την περίθαλψή τους. Το φιλανθρωπικό του έργο ανεκόπη βιαίως το 1922 με την επερχόμενη καταστροφή. Όταν μάλιστα διαπίστωσε ότι υπήρχαν ακόμη Πόντιοι εξόριστοι στα βάθη της Μικράς Ασίας το 1923, μόλις υπεγράφη η συνθήκη της Λωζάνης, έσπευσε σε βοήθεια των εγκαταλελειμμένων εκείνων δυστύχων υπάρξεων και με συντονισμένες ενέργειες και διαβήματα στις Τουρκικές αρχές τους μετέφερε στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, ώστε από εκεί ασφαλείς να μεταφερθούν στην Ελλάδα.
Στην Ιερά μητρόπολη Νεοκαισαρείας από το 1911 μητροπολίτης είχε εκλεγεί ο Πολύκαρπος Ψωμιάδης, ο οποίος από τις πρώτης στιγμής ενδιαφέρθηκε για την προστασία του ποιμνίου του από τις κάθε είδους Τουρκικές καταπιέσεις. Η αντιμετώπιση των Τουρκικών αυθαιρεσιών ήταν στο στόχαστρό του και γι’ αυτό ήταν έντονα και σκληρά τα υπομνήματα που απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο καταγγέλλοντας κάθε τουρκική παράβαση, με αποτέλεσμα να διωχθεί, φτάνοντας στο πιο ακραίο σημείο, να καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο από τα περιβόητα τουρκικά δικαστήρια της Ανεξαρτησίας στην Αμάσεια, τον Σεπτέμβριο του 1921. Όσο μετριοπαθής και αν ήταν ως χαρακτήρας, δεν μπορούσε παρά να είναι επικριτικός προς τους Τούρκους για τα ανομολόγητα έργα τους. Εντούτοις, ερχόμενος ο μητροπολίτης Πολύκαρπος σ’ επικοινωνία με τις Τουρκικές αρχές, κατόρθωνε να τους εμπνεύσει τον σεβασμό προς το πρόσωπό του, επειδή ακριβώς η όλη του πολιτεία διεπνέετο από ένα γενικό πνεύμα σωφροσύνης αλλά και γενναίας δράσεως. Έτσι, δεν είναι ολίγες οι περιπτώσεις που κατόρθωνε να επανορθώσει κατάφωρες αδικίες από τους Τούρκους σε βάρος του Ελληνικού πληθυσμού.
Όσον αφορά, τέλος, την Ιερά μητρόπολη Αμασείας, πρέπει να τονίσουμε ότι πρόκειται για την πλέον πολύπαθη και μαρτυρική μητρόπολη του Πόντου, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι στην περίοδο των διωγμών των Ποντίων (1914-1922) από τους Τούρκους, προσέφερε τον βαρύτερο φόρο αίματος και θυμάτων. Και τούτο, διότι, ενώ σε πληθυσμό 697.000 Ελλήνων όλου του Πόντου είχαν εξοντωθεί 288.598 άτομα, στην Περιφέρεια της Αμασείας επί συνολικού πληθυσμού 227.273 Ελλήνων εξοντώθηκαν 177.070 άτομα.
Το τρομερό αυτό ποσοστό της εξοντώσεως τόσο μεγάλου πληθυσμού οφείλετο κυρίως στην ανάπτυξη ανταρτικού κινήματος στην Περιφέρεια αυτή, γεγονός που επέβαλλε μεγαλύτερες υποχρεώσεις στον Ποιμενάρχη της μητροπόλεως αυτής. Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον ήρωα του μακεδονικού αγώνος (1903-1908), ως μητροπολίτου τότε Καστορίας, Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο μητροπολίτης Γερμανός από την πρώτη στιγμή της εκλογής του (1908) οργάνωσε τις ομάδες των Ποντίων που δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν τις καταπιέσεις των Τούρκων.
Ετσι ιδρύθηκαν οι πρώτες ανταρτικές ομάδες που έφθαναν σε αριθμό περίπου 5.000 ανδρών. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών του Γερμανού ήταν να συλληφθεί από τους Τούρκους, να οδηγηθεί στην Κωνσταντινούπολη (1917), να φυλακισθεί και να απελευθερωθεί αργότερα με ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας. Εντοτότατη ήταν η διαμαρτυρία του μητροπολίτου Γερμανού στις 6 Ιουνίου του 1916 προς τον μουτεσαρίφη της Αμισού για τις αποτρόπαιες ενέργειες των Τούρκων. Τότε έγραφε τα εξής: «Είναι αδύνατο να απαριθμήσουμε όλα τα εγκλήματα που διεπράχθηκαν από τα όργανα της δημόσιας ασφάλειας κάτω από τα μάτια της εξοχότητός σας. Μπροστά στα λυπηρά αυτά περιστατικά των τελευταίων πέντε μηνών βγαίνει από μέσα μου στο όνομα των βασανισθέντων μία κραυγή πόνου και σας επιβαρύνω εγώ, εξοχώτατε, με την ευθύνη των όσων συνέβησαν».
Ενδιαφέρον επίσης είναι και το μνημόνιο που έστειλε στις 26 Φεβρουαρίου 1917 προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αυστρουγγαρίας, στη Βιέννη, κόμη Φον Χούντενιτζ, σχετικά με τα δεινοπαθήματα του ποιμνίου του, γράφοντας τα εξής: «Η κοινότητά μας διελύθη παντελώς. Τα σχολεία μας τα πήραν, το χρηματιστήριο του καπνού άδειασε, τα μαγαζιά κλείσανε, οι πρόκριτοι φύγανε, τα προάστια άδειασαν την νύχτα, οι περιουσίες λεηλατήθηκαν, τα εύφορα χωριά κάηκαν. Τους φτωχούς χωρικούς τους στείλανε στο εσωτερικό ή σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Πάνω από την Χώρα βασιλεύει ο τρόμος, η κατάσταση είναι απελπιστική. Ποιος μπορεί να πει σ’ εμάς ποια φοβερά γεγονότα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε. Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο και σ’ εμάς;»
Είναι δε χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τα γραφόμενα του Δημήτριου Αποστολίδη: «Τυγχάνει (ο Γερμανός) ένας από τους διαπρεπέστερους και πλέον μορφωμένους ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο ενθουσιασμός, το θάρρος και η παρρησία του λόγου, η παραδειγματική αφιλοκέρδεια, η εθνική δράση του ιεράρχου, τον καθιστούν εθνάρχη του ποντιακού Ελληνισμού». Για όλους αυτούς, λοιπόν, τους λόγους και για την μεγάλη του προσφορά στην Εκκλησία και στο Έθνος, η Κεμαλική κυβέρνηση κατεδίκασε τον Γερμανό ερήμην σε θάνατο με τα περίφημα δικαστήρια της Ανεξαρτησίας στην Αμάσεια (21-9-1921) μαζί με άλλους μητροπολίτες του Πόντου.
Θα τελειώσω την παρουσίαση με δύο λόγια από την έκθεση που απέστειλε στο Πατριαρχείο ο μητροπολίτης Γερμανός, στις 15-3-1917, αναφορικά με το μαρτύριο και την θυσία των Ποντίων. Έγραφε τότε τα εξής: «Ούτε ένας ευρέθη λιπόψυχος, αρνησίθρησκος ή αρνησίπατρις παρ’ όλες τις υποσχέσεις των Τούρκων προς τα λιποψυχούντα γυναικόπαιδα ενώπιον του βεβαίου θανάτου. Άπαντες απέθαναν ως Έλληνες χριστιανοί φέροντες επί κεφαλής τον στέφανον του μαρτυρίου, άξιοι να διεκδικήσουν τίτλους αμάραντους επί της ευγνωμοσύνης του έθνους και να συγκαταριθμηθούν στα νέφη των εκατομμυρίων μαρτύρων».
*Ιωάννα Κρητσωτάκη – Δρακωνάκη, θεολόγος, πιστοποιημένη εκπαιδευτικός στη «Διαπολιτισμική και Συμπεριληπτική Εκπαίδευση» από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, κάτοχος πιστοποιητικού «Διοίκησης και οργάνωσης εκπαιδευτικών μονάδων» Μεταπτυχιακή φοιτήτρια ΕΚΠΑ με ειδίκευση στη «Σχολική Θρησκευτική Αγωγή»
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram