Η ανθρωποκτονία από πρόθεση τυποποιείται στο άρθρο 299 ΠΚ. «1. Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης».Πρόκειται για τη διατύπωση του παλαιότερου Ποινικού Κώδικα, ο οποίος τροποποιήθηκε ριζικά με το Ν. 4619/2019 1η Ιουλίου 2019.
Αν κάτι αξίζει να σημειωθεί, για λόγους καθαρά θεωρητικού ενδιαφέροντος, είναι η πρόβλεψη αποκλειστικά της ποινής του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης (χωρίς περιθώριο να επιβληθεί πρόσκαιρη κάθειρξη) για την τέλεση της αντικειμενικής υπόστασης της παραγράφου 1. Φυσικά, η θανατική ποινή είχε περιπέσει σε αχρησία για περίπου 20 χρόνια πριν τη ρητή κατάργησή της το 1993, παρ’ όλα αυτά η βαρύτητα των επαπειλούμενων ποινών ήταν ένα στοιχείο που ξεχώριζε παραδοσιακά την ανθρωποκτονία με δόλο από τα υπόλοιπα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα.
Στη σημερινή μορφή του εν λόγω αδικήματος, διαβάζουμε : «1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη».Γίνεται ξεκάθαρη πλέον η βούληση του νομοθέτη, στο πλαίσιο της γενικότερης χαλάρωσης των ποινών που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια, να «κατεβάσει» τις ποινές που επιβάλλονται ένεκα της τέλεσης της ανθρωποκτονίας ως προς τη βαρύτητά τους. Η θανατική ποινή προφανώς απαλείφθηκε, ενώ παράλληλα εισήχθη και η πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών (με ανώτατο όριο τα 15 έτη κατ’ άρθρο 52 παρ .2).
Για την περίπτωση που η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα, απειλείται ποινή (πρόσκαιρης) κάθειρξης, δηλαδή ποινή από 5 ως 15 έτη. Η εξάλειψη της φράσης «με πρόθεση» δεν διαδραματίζει κάποιο ρόλο, αφού και παλαιότερα η νομολογία δεχόταν ότι η τιμώρηση για την τέλεση του άρθρου 299 ΠΚ απαιτεί δόλο, έστω και ενδεχόμενο, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση θανάτωσης του άλλου (ΑΠ 944/2016, ΑΠ 1226/2015, ΑΠ 1170/2014).
Ας δούμε τώρα κάποια ειδικότερα ζητήματα που άπτονται του αδικήματος που συνιστά το αντικείμενο του παρόντος κειμένου. Προστατευόμενο έννομο αγαθό αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η ανθρώπινη ζωή. Αμέσως ανακύπτει το ερώτημα «πότε αρχίζει να υπάρχει ανθρώπινη ζωή;» Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας μας έδωσε την απάντηση. Η προστασία αρχίζει από τη στιγμή που τίθεται σε κίνηση η φυσική αλληλουχία των φάσεων που κατά τα διδάγματα της μαιευτικής οδηγεί αδιαλείπτως σε ολοκλήρωση της γέννησης (ΑΠ 1033/2016). Κατ’ άλλη άποψη πάντως, το προστατευτικό πεδίο της διάταξης αρχίζει από την έναρξη των «πόνων διαστολής» ή «ωδίνων του τοκετού».
Το πότε παύει να υφίσταται ζωή, γίνεται ευκόλως αντιληπτό. Το χρονικό αυτό σημείο είναι φυσικά ο θάνατος του ανθρώπου. Το ζήτημα έχει σημασία στην περίπτωση που κάποιος επιχειρεί να «σκοτώσει» άτομο, το οποίο έχει ήδη αποβιώσει, γεγονός το οποίο αγνοεί ο επίδοξος δολοφόνος, οπότε αποκλείεται η τετελεσμένη ανθρωποκτονία. Το πολύ να γίνει λόγος για απόπειρα (σχετικώς ή απολύτως απρόσφορη, το εν λόγω θέμα δεν θα μας απασχολήσει εδώ). Ο θάνατος, λοιπόν, επέρχεται, κατά κρατούσα άποψη, όταν παύουν ολικά και χωρίς δυνατότητα επαναφοράς οι λειτουργίες του εγκεφάλου. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, δεν δύναται να τελεστεί ανθρωποκτονία από πρόθεση ως προς το συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο.
Μια θεματική ενότητα που ήδη έχει αρχίσει να απασχολεί τους θεωρητικούς του Ποινικού Δικαίου στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική συνιστά η περίπτωση της ευθανασίας, δηλαδή της ανώδυνης σκοπούμενης θανάτωσης ή της επιτάχυνσης τερματισμού της ζωής. Στην ελληνική έννομη τάξη, όπου το φαινόμενο δεν έχει λάβει ακόμα διαστάσεις ικανές να πυροδοτήσουν συζητήσεις προς την κατεύθυνση της μεταβολής του νομικού πλαισίου, η ευθανασία ρυθμίζεται από το άρθρο 299. Σε κάποιες περιπτώσεις φυσικά, μπορεί να μιλήσει κάποιος και για ενδεχόμενη εφαρμογή των άρθρων 300 ή 301 (ανθρωποκτονία κατ’ απαίτηση και συμμετοχή σε αυτοκτονία αντίστοιχα).
Σημείο αναφοράς του παρόντος άρθρου αποτελεί, ύστερα από τις εισαγωγικές αναπτύξεις για το προστατευόμενο έννομο αγαθό της ανθρωποκτονίας με δόλο, η έννοια του βρασμού ψυχικής ορμής. Η αναγνώρισή του ή μη δύναται να επιφέρει σοβαρότατες συνέπειες για τον κατηγορούμενο, αφού στην περίπτωση που κάποιος καταδικαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, «ξεφεύγει» από την ισόβια κάθειρξη και υπό προϋποθέσεις, του επιβάλλεται ποινή κάθειρξης 5 ετών. Αν μάλιστα συντρέχουν στο πρόσωπό του ελαφρυντικές περιστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 84, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται από 1 ως 8 έτη!
Βρασμός ψυχικής ορμής είναι λοιπόν, σύμφωνα με τα πορίσματα της πάγιας νομολογίας του Αρείου Πάγου, η ψυχική υπερδιέγερση που προκλήθηκε από την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους, όπως οργής, θυμού, θλίψης, φόβου, έρωτα, ζηλοτυπίας (ΑΠ 571/1996, ΑΠ 1935/2001, μεταξύ άλλων). Συνήθης περίπτωση η οποία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον τόσο της κοινής γνώμης όσο και της θεωρίας, είναι το φαινόμενο του «τυραννικού συζύγου». Δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις η νομολογία μας δεν αποφαίνεται ότι συντρέχουν οι όροι του βρασμού ψυχικής ορμής για εκείνη τη σύζυγο, η οποία κακοποιείται επί χρόνια, ξυλοκοπείται και ταπεινώνεται και σε μία στιγμή όπου ο σύζυγός της παρουσιάζεται ευάλωτος, τον φονεύει, με το σκεπτικό ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα έστω και λίγων λεπτών, κατά το οποίο δεν αποκλειόταν η ήρεμη σκέψη, δηλαδή η δράστης ήταν σε θέση να συλλάβει τις συνέπειες της πράξης της (ΜΟΔ Λάρισας 60-65/2004, ΜΟΕ Αθηνών 105,106,109,110/2008).
Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για μια ιδιαίτερα σκληρή αντιμετώπιση των σχετικών περιπτώσεων από τα δικαστήρια της ουσίας, η οποία δε φαίνεται να λαμβάνει υπόψη, κατά τη διάγνωση του στοιχείου του βρασμού, την επί χρόνια κακοποίηση της συζύγου και συνακόλουθα, τις δραστικότατες συνέπειες που έχει αυτή στο ψυχικό κόσμο της κατηγορουμένης, κατά τρόπο ώστε να αποκλείουν την «ήρεμη σκέψη».
Περίπτωση όπου δεν αναγνωρίσθηκε η τέλεση της ανθρωποκτονίας με βρασμό συνιστά και αυτή της ΑΠ 1154/1988, με την οποία κρίθηκε ότι διαπράττει το παραπάνω έγκλημα κατηγορούμενος, που, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, πυροβόλησε και σκότωσε οικείο του (αδελφό του). Η οργή και η θλίψη του δράστη από το βιασμό της γυναίκας του, δεν αναιρούν την ήρεμη ψυχική του κατάσταση στην ανθρωποκτονία, καθώς μεσολάβησε διάστημα λίγων μηνών μεταξύ του χρονικού σημείου που αυτός έμαθε για το βιασμό και του φόνου. Περαιτέρω, κατά την ΑΠ 928/1993 κρίθηκε ότι υφίσταται βρασμός, όταν αυτός οφείλεται σε προηγηθέντα φόβο, ενώ κατά την ΑΠ 373/2003, η κατάσταση ψυχικής υπερδιέγερσης οφείλεται στην πληροφόρηση του καταδικασθέντος ότι απειλείται η οικογένειά του.
Τέλος, καταλήγοντας σ’ ένα μάλλον ακραίο συμπέρασμα, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι υπάρχει βρασμός, όταν ο κατηγορούμενος είδε τυχαία τον παθόντα και θυμήθηκε παλαιότερη προσβολή προς το πρόσωπό του (ΑΠ 291/1978). Από την άλλη, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν δύναται να αναγνωριστεί βρασμός: όταν ο συλληφθείς επ’ αυτοφώρω να καλλιεργεί ινδική κάνναβη πυροβόλησε κατά αστυνομικού (ΑΠ 1155/1989), όταν ο δράστης θανάτωσε συμπαίκτη σε χαρτοπαίγνιο μετά από προηγηθείσες συνήθεις εντάσεις, αλλά και απειλή «ότι θα τον σκοτώσει» (ΑΠ 1217/1999) και τέλος επί θανάτωσης οπλοφόρου μεθυσμένου από δράστη πληρωμένο «προστάτη» νυκτερινού κέντρου (ΑΠ 700/1999).
Σε γενικές γραμμές, ενδείκτες που οδηγούν, ευθέως τις περισσότερες φορές, σε αποκλεισμό του βρασμού αποτελούν η μεθοδικότητα ενέργειας του κατηγορουμένου, η επιλογή του μέσου τέλεσης μεταξύ περισσοτέρων διαθέσιμων και η ψυχραιμία κατά την εκτέλεση. Για να καταστεί ξεκάθαρο το πότε υφίσταται «ψυχραιμία», αναφέρουμε παράδειγμα κατά το οποίο ο δράστης ψυχρά πυροβολεί με δύο σφαίρες στο κεφάλι το θύμα, αντιδιαστέλλοντας το με εκείνη την ανθρωποκτονία, η οποία τελέστηκε με αρκετούς πυροβολισμούς σε πλείστα σημεία του σώματος ή με αρκετές μαχαιριές.
Κλείνοντας, η ανθρωποκτονία από πρόθεση συνιστά, θα μπορούσε να πει κάποιος, την κορωνίδα των κατά της ζωής εγκλημάτων του ποινικού συστήματος όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ελληνική έννομη τάξη, αλλά και γενικότερα. Η τυποποίηση της εγκληματικής συμπεριφοράς σε ένα από τα πιο λιτά άρθρα του Ποινικού Κώδικα είναι άμεση απόρροια του γεγονότος ότι η αφαίρεση της ζωής άλλου μπορεί να επέλθει με πολυάριθμους τρόπους (με πυροβόλο όπλο, με μαχαίρι, με δηλητήριο, με τη σωματική δύναμη, κτλ). Προκειμένου, λοιπόν, να καλυφθεί το σύνολο των περιπτώσεων, ορθώς επέλεξε ο νομοθέτης τη συγκεκριμένη διατύπωση.
Ο βρασμός ψυχικής ορμής από την άλλη, στοιχείο καθαρά υποκειμενικό, εντοπίζεται μόνο στο υπό κρίση έγκλημα του άρθρου 299. Σε ουδέν άλλο αδίκημα της ποινικής δικαιοσύνης μας δεν οδηγεί η ψυχική κατάσταση του δράστη στην τυποποίηση ενός διαφορετικού εγκλήματος σε σχέση με το βασικό. Η τεράστια σημασία του για τον κατηγορούμενο είναι αυταπόδεικτη, και με βάση όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν. Τα παραδείγματα από τη νομολογία ποικίλουν, ωστόσο κρίθηκε να τονισθούν ορισμένα ενδεικτικά, προκειμένου να μη λάβει δυσανάλογες διαστάσεις το παρόν κείμενο.
«Στις μέρες μας, πρέπει να είσαι επιστήμονας αν θέλεις να γίνεις δολοφόνος»
Πηγές:
- Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία – Εφαρμογή, Μ. Μαργαρίτης & Α. Μαργαρίτη, Π.Ν Σάκκουλας, 4η έκδοση, Αθήνα 2020
- Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, τόμος Α΄ & Β΄, Χ. Μυλωνόπουλος, Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα 2007-2008
- Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ».
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram