Το Πολυτεχνείο ζῇ; | του Κώστα Θεολόγου
Δεν φοβόμαστε πλέον τον ένστολο ή το τανκ, αλλά τον πλησίον μας και αυτό είναι παράλογο, αν προσβλέπουμε στην κοινωνική ειρήνη.
Μισός αιώνας πέρασε από τους τολμητίες ιδεολόγους μακρυμάλληδες που καπνίζοντας αριμανίως το έβρισκαν φυσικό να χλευάζουν τα καρακόλια και την πολιτειακή εξουσία εκείνης της ζοφερής επταετίας και να σκαρφαλώνουν στη σιδερένια πύλη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου επί της οδού Πατησίων πέφτοντας εντέλει μαζί της από την εισβολή του ερπυστριοφόρου τανκ. Ας μη θαρρούμε όμως ότι μαζί με την πύλη έπεσε και η χούντα! Το στρατιωτικό καθεστώς έπεσε μάλλον λόγω της εισβολής στην Κύπρο· ωστόσο, το πολιτειακό πουλόβερ είχε αρχίσει να ξηλώνεται!
Τι απέγινε με τη μεταπολίτευση για το δημόσιο Πανεπιστήμιο; Από το 1980-81 είχαμε καταλήψεις, χάθηκαν εξάμηνα, εδραιώθηκε κοινοβουλευτικά η «αλλαγή» του θυελλώδους Παπανδρέου και θεσπίστηκε ένας νόμος πλαίσιο το 1982 που διεπόταν από το πνεύμα που έσπειρε ο Μάης του ’68 στα πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης· εκπορευόταν από το παλλαϊκό αίτημα για την αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας των ΑΕΙ, από τον θεσμό της αυθεντίας των τακτικών καθηγητών σε ένα πανεπιστήμιο συμμετοχικό. Αν ζούσε ο Πλάτων θα κάγχαζε με την ψευδαίσθηση της πάνδημης εκείνης απαίτησης. Η γενιά του νόμου πλαισίου ήρθε στα πράγματα, ανέλαβε την εξουσία δηλαδή, αλλά χαΐρι δεν είδαμε, εφόσον οι βασικές τομές που προέβλεπε ο νόμος 1268/ 1982 εφαρμόστηκαν στρεβλά επιτρέποντας την εκ νέου εμφάνιση των φαινομένων που ήθελε να εξαλείψει.
Καταργήθηκε η έδρα που ενσάρκωνε την ακαδημαϊκή αυταρχικότητα και την αποκλειστικότητα της γνώσης των τακτικών καθηγητών· θεωρήθηκε θετική εξέλιξη, η οποία όμως δεν απέτρεψε εντέλει τα φαινόμενα νεποτισμού και αναξιοκρατίας. Σταδιακώς σχεδόν παντού εγκαταστάθηκε μια κατάσταση τελματώδης, με επιστημονικές βαρονίες και ακαδημαϊκά τσιφλίκια, και αποδεχτήκαμε το κλίμα συμβιβασμού και συνενοχής που κατέληξε σε παραίτηση και αδιαφορία ακόμη και όσων διατηρούσαν λίγα κύτταρα διδακτικού σφρίγους και επαγγελματικής ορμής.
Ασφαλώς υπάρχουν διδάσκοντες και φοιτητές που εργάζονται ευσυνείδητα και παράγουν έργο στο πανεπιστήμιο, εφόσον τα πτυχία μας έχουν ιδιαίτερη αξία, αλλά οι στρεβλώσεις είναι ανίκητες και χασκογελούν με ιδιοτέλεια. Η συμμετοχή των φοιτητών στην ακαδημαϊκή ζωή προτάθηκε ως βασικό βήμα του 1982 για τον εκδημοκρατισμό των ΑΕΙ, αλλά εξαιτίας αυτής οι κομματικές παρατάξεις των φοιτητών ασκούσαν ασφυκτική -για να μην πω καταλυτική- επιρροή· ο αντιδραστικός ρόλος τους λόγω αυτής της συμμετοχής δεν ήταν πρακτικά εποικοδομητικός για την προαγωγή των πανεπιστημίων ως εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Οι ρωμαλέοι εκπρόσωποι της γενιάς του Πολυτεχνείου του 1973 παρέμειναν κολλημένοι στα προ μισού αιώνος αιτήματα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» παραγνωρίζοντας ή παραβλέποντας τον εκδημοκρατισμό της χώρας και την πολιτειακή σταθερότητα, η οποία πόρρω απέχει από τη διακινδύνευση και αβεβαιότητα των ταραγμένων μεταπολεμικών δεκαετιών για την ελληνική επικράτεια αλλά και κοινωνία. Το ιστορικό ορόσημο, προβάλλοντας ακαταπόνητα και εντέλει κουραστικά την αριστεροσύνη του, χάθηκε στη μετάφραση, καθώς ορισμένοι «επιφανείς» που το ενσάρκωναν απέβλεπαν σε οφίκια και επιβραβεύσεις. Αλλά οι δυσκολίες της καθημερινότητας του λαού έγιναν ξαφνικά τρομακτικές εξαιτίας των αλλαγών στον τρόπο παραγωγής, οι οποίες κλόνιζαν την εργασιακή βεβαιότητα λόγω των σεισμών που προοιωνίζονταν εξίσου στα πεδία της ενέργειας, της τεχνολογίας και της μετανάστευσης.
Όλα τα παραπάνω διαστρέβλωσαν τον ελληνικό τρόπο ζωής. Δεν έχουν μόνο οι Αμερικανοί το δικό τους όνειρο, αλλά και εμείς εδώ είχαμε μια θαλασσινή, καμπίσια και βουνίσια ομορφιά γαλήνης και συντροφικότητας με ούζο, ραχάτι και ξεκλείδωτη εξώπορτα. Δεν φοβόμαστε πλέον τον ένστολο ή το τανκ, αλλά τον πλησίον μας και αυτό είναι παράλογο, αν προσβλέπουμε στην κοινωνική ειρήνη. Έχω ζήσει κάποια χρόνια στα Εξάρχεια, στην πλατεία, και έχω βιώσει την ατελέσφορη δυνατότητα για εκτόνωση της μητροπολιτικής βίας.
Να διατηρούμε στη μνήμη μας την εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά ας έχουμε κατά νου ότι όσοι επιμένουν να την εκπροσωπούν έχουν άλλες ενδυματολογικές επιλογές, παρακολουθούν τη μόδα που αλλάζει, δεν καπνίζουν, έχουν μεγαλώσει χωρίς στερήσεις και προτάσσουν με κενή αγριότητα το ξεθωριασμένο αξιακό λάβαρο του περασμένου αιώνα. Όλο αυτό μου φαίνεται σαν μια μεταμοντέρνα θλιβερή βαρβαρότητα και αναρωτιέμαι αν υπό αυτές τις περιστάσεις μπορούμε να απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα του τίτλου.
Του Κώστα Θεολόγου, Αναπληρωτή Καθηγητή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο