Το μεγαλείο και η λάντζα | του Κώστα Θεολόγου
Περπατώντας μια παρέα παιδιά προς τη μονή του Παντοκράτορος από τα δασικά μονοπάτια του Άθω συζητούσαμε ή μάλλον ακούγαμε τον π. Βασίλειο να μας λέει τα δικά του, τα περίεργα, για τον Ντοστογιέφσκι, λόγου χάρη, που ήταν σεισμός, και για τον Καζαντζάκη, που ήταν αμελητέο, γεωλογικώς τουλάχιστον, φαινόμενο.
Μιλούσε δηλαδή για το «μεγαλείο» της ψυχής και των αξιών, μέσα στη γραφή του καθένα και ήθελε να μας δείξει, παραβολικά μάλλον, τη σύγκριση. Είπε τότε τον έξοχο και ανατρεπτικό για τη δεκαετία του ’80 και όλων των επόμενων δεκαετιών, έκτοτε, για μένα τουλάχιστον, ορισμό του «μεγάλος»: Μεγάλος δεν είναι εκείνος κοντά στον οποίο εσύ νιώθεις μικρός· μεγάλος είναι αυτός κοντά στον οποίο νιώθεις κι εσύ μεγάλος. Πρόκειται για συγκλονιστικό ορισμό που ανανεώνει το περιεχόμενο της μεγαλοσύνης, αποτελεί μάθημα ζωής, στάση και ισόβιο συμπεριφορά.
Από τότε έχω γνωρίσει μεγάλους πολιτικούς, καλλιτέχνες, οδηγούς, εραστές, συγγραφείς, ερευνητές, επιχειρηματίες, καθηγητές, τραγουδιστές, επαγγελματίες και άλλους που ήταν όλοι τους φρουροί του άπαρτου κάστρου της εικόνας τους. Ορισμένοι την περιφρουρούν αναίσχυντα προβάλλοντας την με κορδακισμούς και άλλοι την προστατεύουν -λόγω αξίας πολύτιμης μάλλον- με υπερβολική σεμνότητα σε υάλινο -ανωσμωτικό με την κοινωνία – κώδωνα. Στο μεγαλείο των παραπάνω περιλαμβάνονται πολιτικοί που κατέδωσαν πολιτικούς, οδηγοί που σκότωσαν συνανθρώπους, εραστές που κακοποιούσαν συντρόφους, επαγγελματίες και επιχειρηματίες που χρεοκόπησαν, ερευνητές που δεν έβλεπαν τη μύτη τους, κοινωνιολόγοι που δεν πήγαν ποτέ σε πανηγύρι χωριού και άλλες καρικατούρες. Οι πιο πολλοί είναι μαλακοπίτουρες, που αποδίδουν ιδιαίτερο μεγαλείο στη ζωή τους, η οποία δεν είναι απλώς διαφορετική, αλλά ανώτερη σε σύγκριση με τους ομοτέχνους τους ή άλλους παρακατιανούς.
Όταν, όμως, παίρνουμε πολύ σοβαρά τον εαυτό και το έργο μας και αποδίδουμε οι ίδιοι υψιπετές κύρος στην ύπαρξη και στην εν κοινωνία λειτουργία μας, διολισθαίνουμε σε κάτι λιγότερο από αυτό που έχουμε αναλάβει να κάνουμε, διότι αδιαφορούμε για τη λάντζα που περιλαμβάνει η δουλειά. Νομίζουμε, λόγω της αμερόληπτης αυτοαξιολόγησης μας, ότι μπορούμε να έχουμε ανεξέλεγκτη και α-λα-καρτ job description, να μην ανταποκρινόμαστε σε καθημερινές απαιτήσεις και ανάγκες των φοιτητών, να μην απαντάμε στα μέιλ τους, να μην αναλαμβάνουμε διπλωματικές, να μη βγάζουμε εγκαίρως τις βαθμολογίες τους, να μην παριστάμεθα στην τάξη εν σαρκί, να επιλέγουμε παραβατικές ακαδημαϊκές μεθόδους, να λουφάρουμε γενικά σαν αισώπειες αλεπούδες και να μη συμμετέχουμε εθελοντικά σε επιτροπές και στο επαχθές έργο της αυτοδιοίκησης, να μην φερόμαστε με κατανόηση, ευγένεια και δημιουργική αποτελεσματικότητα απέναντι στο φοιτητικό μωσαϊκό συμπεριφορών, που περιλαμβάνει από ντροπαλοσύνη μέχρι αυθάδεια.
Κι αν δεν έχουμε ακούσει τον π. Βασίλειο στα αγιορείτικα μονοπάτια, υπάρχει στην ποιητική παράδοσή μας ο παρωχημένος -για τους αυτοαξιολογούμενους επαγγελματίες ή τρανούς λειτουργούς της χώρας- Κωστής Παλαμάς (1859-1943) να θυμίζει πως «Μεγάλος είσαι και θα πεθάνεις, και θα σε θάψουν και θα σου φτύνει κι ο τιποτένιος κι ο πεχλιβάνης την τρανοσύνη», ώστε να ξέρεις ότι όλο το σάλιο για να σε φτύνουν θα τους το έχεις προσφέρει ο ίδιος αφειδώς.
Κώστας Θεολόγου
Ο Κώστας Θεολόγου διδάσκει στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ
cstheol@mail.ntua.gr