Θέμα ύφους ή y.o.l.o;
Η ενασχόληση με την πολιτική δυστυχώς περιέχει εντός της μια παράδοξη αντίφαση: για να ανέλθεις στο θώκο πρέπει να κατέλθεις στο στίβο, δηλαδή μάλλον στην αρένα! Η προεκλογική ζύμωση των ιδεών και των αξιών ατάκτως, προχείρως και ενίοτε βιαίως γίνεται κατά κύριο στο (κατά Μακλούαν) «ψυχρό» επικοινωνιακό μέσο της τηλεόρασης. Ίσως γι’ αυτό οι συμμετέχοντες στις τηλεοπτικές «συζητήσεις» καλούνται να ανεβάσουν τα θερμόμετρα με την αναίδεια, την αμετροέπεια και την προκλητικότητά τους.
Γνωρίζουν καλά ότι αυτά τα χαρακτηριστικά τούς ξεχωρίζουν στο φιλοθέαμον κοινό και τους χαρίζουν περισσή αναγνώριση και, αλί!, εκτίμηση ανάμεσα στους ψηφοφόρους. Πώς να διακριθεί ο συγκροτημένος, λόγιος και ευγενής συμμετέχων, εάν δεν έχει χρόνο για να διατυπώσει ολοκληρωμένα μια σκέψη, αλλά του διατίθεται μονάχα χώρος και χρόνος για επιγραμματικές δηλώσεις; Συνεπώς, οφείλει να ασκηθεί στους όρους του ποταπού παιχνιδιού της πολιτικής επικοινωνίας και να εθιστεί σε αντανακλαστικά, που διαμορφώνουν «διάλογο» που περιέχει απλώς ασυνάρτητες συνθηματολογίες ή καίριες ατάκες. Αυτά τα συστατικά ενός δημόσιου παχύρρευστου λόγου, ενός ακαταλαβίστικου χυλού, ενσαρκώνονται ευκαιριακά από παθιασμένους τελάληδες του τηλεοπτικού μάρκετινγκ, από κομπορρήμονες συνδικαλιστές, από ερωτιάρηδες ή ανέραστους συγγραφείς και ηθοποιούς, από πρώην αθλητές που είδαν «στίβο» και γδύθηκαν, από άεργους και άχρηστους γόνους πολιτικών φατριών, από ιδιοτελείς ανίκανους και ικανούς τεχνοκράτες, από μωροφιλόδοξους δημοσιογράφους, από όχι πάντα καλλικέλαδους αοιδούς και συζύγους αυτών κτλ.
Δυστυχώς αυτά τα συστατικά τα έχουν προσεταιρισθεί όλες οι παρατάξεις, διότι τα κόμματα είναι υποταγμένα στους κανόνες της τηλεοπτικής αρένας, αλλιώς δεν θα εισπράξουν τα «όλε» της κερκίδας. Αυτή την κουλτούρα της αρένας φαίνεται ότι δεν μπορούμε να την ανατρέψουμε: μοιάζει να επικρατεί ολοένα και περισσότερο, έχει εισδύσει στους χώρους εργασίας, στις επιχειρήσεις, στα σχολεία, στις ανθρώπινες σχέσεις, δηλαδή στα ήθη της καθημερινότητας. Είναι, μάλιστα, τόσο κυρίαρχα, ώστε οι διαφημιστές εκλαμβάνουν ως πολύ φυσικό να δείξουν αδίστακτα την αγένεια της γκιόσας κυρίας, που μπαίνει μπροστά από τον άνευρο σιωπηλό κύριο, που προηγείται, αλλά του παίρνει το ταξί ή να δείξουν ότι η φιλία δεν κινδυνεύει από το κωλόπαιδο, που παίρνει αμέσως τηλέφωνο στην αγγελία, που του έχει υποδείξει ο «κολλητός» και του παίρνει τη δουλειά κοκ.
Αυτή την κουλτούρα την έχει διαμορφώσει ως πραγματικότητα του κόσμου μας το αστικό κράτος και ο νεοφιλελευθερισμός, που αφήνει όλες τις «τσουκνίδες» να ανθίζουν και να ευδοκιμούν στον κοινωνικοπολιτικό χώρο, για να απασχολούν διαρκώς τους φιλήσυχους πολίτες, ώστε οι διαχειριστές της εξουσίας να ρυθμίζουν ανενόχλητοι τα ανώτερα συμφέροντα των χορηγών τους. Στην τηλεοπτική, ανταγωνιστική και συχνά ζωώδη αρένα όποιος βρυχάται πρώτος έχει το πάνω χέρι, τα λέει καλά, ταπώνει τον αντίπαλο, τον αφήνει άναυδο: Όλε!
Θα ήταν άσκοπο να επιδιώκουμε την άσκησή μας στην πνευματική αρετή της διάκρισης του καλού από το κακό, του γόνιμου από το σκουπίδι, του κραυγαλέου φιάκα από τον ουσιώδη συνομιλητή και του ευγενικού επιχειρήματος από τις αγενείς υστερικές κραυγές; Θα ήταν ανόητο να υποβάλουμε σε διαρκή έλεγχο τις πεποιθήσεις μας και τις επιθυμίες μας; Θα ήταν πολύ άκαιρο να προτείνουμε στον κόσμο μια επιστροφή στα βιβλία αντί της σαρωτικής τηλεόρασης και να υποδείξουμε στους σπουδαστές μας να πηγαίνουν στα μουσεία, στα θέατρα, στις γκαλερί και στις συναυλίες κλασικής μουσικής; Θα τους προέτρεπα να το κάνουν με μια λέξη από τη δική τους γλώσσα, που μου έμαθαν φέτος στο αμφιθέατρο: Yolo! από τα αρχικά της έκφρασης «you only live once».
Μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά όχι με μια εμμονή, αλλά να τα περιλάβουμε βαθμηδόν στην καθημερινότητά μας, να τα θεωρήσουμε απαραίτητα για μια ολοκληρωμένη ζωή, να τα δούμε ως σκάλα για να δούμε λίγο ψηλότερα από τις τσουκνίδες και τα παράσιτα στα οποία μας εθίζουν αμείλικτα οι διαφημιστές, οι δημοσιογράφοι και τα MME, όργανα των σκοταδιστών εργοδοτών τους.
Αφενός, η ενασχόληση με την πολιτική περιέχει την παράδοξη αντίφαση της πολιτικής αρένας και, αφετέρου, η αξιολογική κριτική της προϋποθέτει τη δυνατότητα για μια πνευματική διάκριση εκ μέρους μας. Όσο παραμένουμε ασυνείδητα -ή και συνειδητά- εγκλωβισμένοι στο τοπίο μιας ψευδώς περίοπτης και αποκαλυπτικής, αλλά αιμοδιψούς, τηλεόρασης θα αδυνατούμε να κατανοήσουμε ότι το δικό της αλήτικο ύφος διαβρώνει και κατασπαράσσει κάθε δική μας ικανότητα ή διάθεση για πνευματική και πολιτική επίγνωση μιας πραγματικότητας, που όζει, ρυπαίνει και μας οδηγεί εκκωφαντικά στην σιωπή των παραλυμένων.