Ο Σαχπεκίδης και ο Θουκυδίδης
Το βιβλίο του φιλολόγου Αντώνη Σαχπεκίδη, «Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος στον 21ο αιώνα, αναζητώντας τα αιτία της σύγχρονης παγκόσμιας κρίσης μέσα από τη διεισδυτική ματιά του Θουκυδίδη» (Ελληνοεκδοτική, 2014) είναι ένα πολιτικό βιβλίο και δεν είναι αμιγώς φιλολογικό. Και είναι βαθιά πολιτικό, επειδή και ο συγγραφέας του είναι πολιτικό ον, και όχι πολιτικός ευτυχώς.
Ο πιο πολιτικός από τους δραματικούς ποιητές μας, ο Αισχύλος, ξεκινάει την τραγωδία «Επτά επί Θήβας» λέγοντας στους πολίτες «Χρη λέγειν τα καίρια» και αυτό είναι μια κρίσιμη παραίνεση προς όλους τους γράφοντες και ομιλούντες για ζητήματα επίκαιρα και άκρως πολιτικά. Ο Θουκυδίδης είναι διαχρονικός και γι’ αυτό επίκαιρος, οπότε ο πολιτικά στοχαζόμενος Αντώνης Σαχπεκίδης λέγει ομοίως τα καίρια. Βέβαια, το θέμα του, ο Θουκυδίδης και ο Πόλεμος, είναι τόσο πολύ ενδιαφέρον και πλούσιο, ώστε ακόμη κι αν δεν υμνηθεί το βιβλίο από πολλές βιβλιοκριτικές πρέπει όλοι να συνομολογήσουν ότι είναι ένα βιβλίο τίμιο, ειλικρινές, γραμμένο με πάθος και ψυχή και με κάτι που συχνά λησμονούμε στην κριτική ματιά μας: το βιβλίο εκτός από τις πολιτικές και συγγραφικές αρετές του έχει αξίες, ηθικές, συμπεριφορικές, πολιτισμικές και διδακτικές! Οφείλω να καταθέσω εξαρχής ότι ένα βασικότατο προσόν του βιβλίου είναι η απλή και κατανοητή γλώσσα του, μια αρετή που δεν είναι καθόλου αυτονόητη για τα περισσότερα βιβλία που κυκλοφορούν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Σε αυτό συμβάλλει η εξαιρετική διόρθωση του χειρογράφου, και το τελικό αποτέλεσμα δεν άφησε περιθώρια για σχόλια. Νομίζω εντόπισα μονάχα ένα λάθος τυπογραφικό στο όνομα του Huntington στη βιβλιογραφία στη σελ. 444. Και το όνομα του Σάιμον Χορνμπλάουερ γραμμένο στα λατινικά εντός κειμένου, ενώ όλα τα άλλα προσφυώς εντός κειμένου είχαν μεταγραφεί στην ελληνική γλώσσα.
Και παρόλο που δεν είμαι φιλόλογος, έχω ειδικευτεί, ας πούμε, στη φιλοσοφία, οπότε εν τινι μέτρω είμαι κάπως σχολαστικός. Θα ξεκινήσω με ένα κριτικό σχόλιο για το εξώφυλλο του βιβλίου: ο υπότιτλος είναι περιττός, διότι περιέχεται εννοιολογικά στον τίτλο. Στο εξώφυλλο διακρίνονται 8 φωτογραφίες, που επιβαρύνουν αφενός την επικοινωνιακή δύναμη του μηνύματος (εντέλει δηλαδή το αποδυναμώνουν), αλλά δηλώνουν την αγωνία του συγγραφέα να καταθέσει εξαρχής όλα όσα θέλει να μας πει: για τον Περικλή, τον Θουκυδίδη, τον Πόλεμο και τα σύγχρονα οπλικά συστήματα, την ναζιστική κτηνωδία, την αθηναϊκή δημοκρατία και τη σημασία της ειρήνης, με τον πίνακα από τη μπλε περίοδο του 20χρονου Πικάσο, την αθλιότητα του καπιταλισμού με τον άστεγο που κοιμάται στο κέντρο της Αθήνας και την σύγχρονη μνημονιακή υποτέλεια με τους αγανακτισμένους Έλληνες στη σιδηρόφρακτη πλατεία Συντάγματος.
Ο Αντώνης Σαχπεκίδης ισχυρίζεται ότι ο Θουκυδίδης δεν είχε, στους αιώνες που μεσολάβησαν από την εποχή του μέχρι τον προηγούμενο αιώνα, την τύχη που του άξιζε. Ήδη όμως στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα η απήχηση της Ιστορίας του παίρνει νέες διαστάσεις. Η παγκόσμια κρίση της εποχής μας, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των «μεγάλων αφηγήσεων», με τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν τα πολιτικά συστήματα και με τη συντελούμενη ήδη αναδιάταξη του συσχετισμού δυνάμεων σε γεωπολιτική κλίμακα, ο προβληματισμός σε ατομικό και σε συλλογικό (κρατικό) επίπεδο για το πού βαδίζει η ανθρωπότητα -το «μεγάλο χωριό» πλέον- είναι από έμφοβος έως και απελπιστικός. Για τους λόγους αυτούς, ιδιαίτερα από την εποχή της πρώτης επέμβασης των Αμερικανών στο Ιράκ, η μέχρι τότε κυρίαρχη δύναμη του πλανήτη αναζητεί επίμονα στον Θουκυδίδη απαντήσεις στα αδιέξοδά της (Ιράκ, Αφγανιστάν, Ιράν, Βόρεια Κορέα, Συρία και πάλι Ιράκ, Κίνα…). Αλλά και στην Ευρώπη, η ενασχόληση ξανά με τον Θουκυδίδη από εκδοτική, και όχι μόνο, άποψη δείχνει μιαν αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τον μεγάλο ιστορικό, σε μια προσπάθεια εξήγησης, αφενός, των παγκόσμιων φαινομένων στις μέρες μας στο γεωστρατηγικό και στο γεωπολιτικό πεδίο, αλλά και πρόβλεψης, αφετέρου, των επερχόμενων παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων και αντιμετώπισής τους.
Και όλα αυτά τα αφηγείται στις 445 σελίδες του βιβλίου, που έχουν μια ωραία ευανάγνωστη γραμματοσειρά, αλλά είναι πυκνές, πλήρεις χωρίς περιθώρια για να σημειώνεις ή να σχολιάζεις σε ένα τόσο διδακτικό βιβλίο. Θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη σε επόμενη έκδοση ίσως.
Η Εισαγωγή συμπληρώνεται από ένα σύντομο επίμετρο περί τις αφορμές και την πραγματική αιτία του πολέμου. Τα περιεχόμενα είναι δομημένα με γνώση και φρόνηση: κατ’ αρχάς ξεχωρίζω την ΕΙΣΑΓΩΓΗ του βιβλίου που είναι ένα γοητευτικά πολυδιάστατο κείμενο με φιλολογικές, πολιτικές, φιλοσοφικές και γλωσσικές ή λογοτεχνικές αρετές. Στην ΕΙΣΑΓΩΓΗ λοιπόν ο συγγραφέας αναλύει την παγκοίνως αποδεκτή άποψη ότι η Ιστορία του Θουκυδίδη είναι μάθημα για όλες τις εποχές και εν συνεχεία παρουσιάζει στον σημερινό αναγνώστη και σύγχρονο πολίτη τα κορυφαία και πιο ενδιαφέροντα μέρη της Ιστορίας του, και μάλιστα ότι θα μπορούσε να έχει ευθεία και άμεση αναφορά στο σήμερα, και υπογραμμίζει ότι οι αναγνώστες διαβάζοντας τον Θουκυδίδη θα ανακαλέσουν συνειρμικά πολλές φορές γεγονότα της εποχής μας, και θα έχουν πολλές αφορμές στον βίο τους να θυμηθούν τον ιστορικό και να βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα, που ενδεχομένως θα τους επιτρέψουν να επιλέξουν συγκεκριμένη στάση απέναντι στα μεγάλα πολιτικά και ηθικά ζητήματα που τους απασχολούν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα βρουν στη δύναμη της επιχειρηματολογίας του Θουκυδίδη και στη διαλεκτική αναζήτηση κάθε φορά της αλήθειας».
Τα αριθμημένα κεφάλαια που είναι δέκα, συγκροτούν τον βασικό άξονα του βιβλίου: αρχίζουν από την σελίδα 50 και ολοκληρώνονται στη σελίδα 392.
Στο δέκατο κεφάλαιο αναλύει ιδιαιτέρως τον Επιτάφιο του Περικλή. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τον Επιτάφιο «παράδειγμα πολιτικής συμπεριφοράς», που δεν ακολουθούν οι σημερινοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που αρκούνται να δηλώνουν ότι η χώρα μας είναι κοιτίδα της Δημοκρατίας. Τα επόμενα τρία κεφάλαια που δεν είναι αριθμημένα συγκροτούνται από τα επιλεγόμενα, τη διαρκή διδαχή και το μήνυμα του Θουκυδίδη στους αιώνες και, εντέλει, το επίμετρο. Εδώ αποδίδεται έμφαση στη θουκυδίδειο ιστορική και φιλοσοφική μέθοδο ανάλυσης την οποία αξιοποιεί ο Σαχπεκίδης για να ερμηνεύσει σύγχρονα ζητήματα όπως «Η σημερινή Ελλάδα και η δημοκρατία», «Οι ΗΠΑ και το τέλος του πλανηταρχισμού», «Τα κλέη και τα πάθη των ανθρώπων», «Η Ελλάδα πολυ-πειραματόζωο», «Πολιτική και οικονομία», «Απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό».
Είναι έργο ζωής το βιβλίο του Σαχπεκίδη, έγραψε ο Βίκτωρ Νέτας στην Εφημερίδα των Συντακτών (30.6.14) και αυτό το διαπιστώνει ο αναγνώστης που το διατρέχει με μεγάλο ενδιαφέρον και βρίσκει απαντήσεις σε σύγχρονα προβλήματα, απαντήσεις που δικαιώνουν τη φιλοσοφική θεώρηση της Ιστορίας, όπως τη δίδαξε ο Θουκυδίδη. Αυτή η θεώρηση, που εκλαμβάνει την ιστορία ως «κτήμα ες αιεί», έκανε τον Θουκυδίδη στις μέρες μας ξανά επίκαιρο. Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου του στη σελ. 15: «Ο Θουκυδίδης είναι για τον ενεργό πολίτη, για εκείνον που θέλει να παρακολουθεί τα εθνικά αλλά και τα διεθνή θέματα, να τα κατανοεί και να ερμηνεύει σε βάθος, ασφαλής οδηγός, ιδιαίτερα στην εποχή μας, που τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ως συστημικοί μηχανισμοί παραπλάνησης και ενορχηστρωμένης παραπληροφόρησης, ασκούν ολοκληρωτικό έλεγχο στις πληροφορίες και στη σκέψη των ανθρώπων, ενώ μέσα από μια ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική χειραγώγηση διαμορφώνουν συνειδήσεις».
Τα δέκα αριθμημένα κεφάλαια, που παρουσιάζουν με λεπτομέρειες την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου κατά τον Θουκυδίδη, αφορούν στα κερκυραϊκά, που συνδέονται με την κήρυξη του πολέμου και αναδεικνύουν το ρόλο του Περικλή στην αθηναϊκή δημοκρατία. Στη συνέχεια, παρατίθενται τα πλαταιϊκά γεγονότα, ως προπομπός των εξελίξεων, και τα λεσβιακά, τα γεγονότα της Λέσβου, ως διακινδύνευση μεταξύ της στρατηγικής της εξολόθρευσης του αντιπάλου και του πολιτικού ρεαλισμού, όπως τεκμηριώνεται από τις δημηγορίες του Κλέωνα και του Διόδοτου. Εν συνεχεία περιγράφεται ο εμφύλιος, κερκυραϊκός πόλεμος και το δίλημμα που θέτουν οι Αθηναίοι στους Μηλίους: υποταγή ή εξολόθρευση. Εντέλει, αναλύονται τα γεγονότα της σικελικής εκστρατείας και εκτίθενται οι λόγοι που οδήγησαν στην έκβαση του πολέμου. Η έκθεση των γεγονότων συμπληρώνεται από την ανασυγκρότηση όλων των παραμέτρων, που αποσαφηνίζουν και ερμηνεύουν το πώς ο πόλεμος διαμεσολαβεί τη σχέση πολιτικής και ηγεμονίας και πώς εξηγείται η πολιτική σύμφωνα με την ηγεμονία. Αυτή ακριβώς τη σχέση αξιοποιεί ο Σαχπεκίδης με τρόπο σχολαστικό και μεθοδικό, για να αναφερθεί στον Επιτάφιο του Περικλή ως αποκρυστάλλωση της σύμφυτης σχέσης ανάμεσα στη δημοκρατία και στη διαρκή συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα, που με τη σειρά της συνιστά πράξη που δημιουργεί τη συλλογική, πολιτική αυτονομία και συνάμα συνιστά το υπέρτερο αξιακό σκαλοπάτι της δημοκρατικά οργανωμένης συλλογικής συνύπαρξης. Αυτά τα κεφάλαια δεν λειτουργούν απλώς ως περιγραφή ή παράθεση δεδομένων, αλλά συγκροτούν το θεωρητικό πλαίσιο νοηματοδότησης και ερμηνείας των γεγονότων στα οποία αναφέρονται, όπως σημειώνει ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Στέφανος Δημητρίου στην εύστοχη, περιεκτική και εμπεριστατωμένη βιβλιοκρισία του για τον Σαχπεκίδη, την οποία δημοσίευσε στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, 5.10.14.
Θέτω, ωστόσο, το ζήτημα κατά πόσο είναι επιστημολογικά δόκιμο με αφετηρία την θουκυδίδειο ιστορία ή υπό το δικό της πρίσμα, όσο περιεκτικό κι αν είναι, να διερωτάται κάποιος για το νήμα που συνδέει τον αρχαίο Πελοποννησιακό πόλεμο με τους δύο Παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα; Τι ήταν αυτό που προκαλούσε τους συνεχείς πολέμους στην Αρχαία Ελλάδα; Γιατί η ανθρωπότητα βρίσκεται διαρκώς υπό την απειλή του πολέμου; Ποιους εξυπηρετεί σήμερα η παγκόσμια κρίση; Τι φέρνει ο 21ος αιώνας στο πεδίο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού των σύγχρονων μεγάλων δυνάμεων, και τι σημαίνει αυτό για τις «μικρές» χώρες; Αποφασίζουν οι πολιτικοί υπέρ του λαού; Για ποια δημοκρατία μιλάμε αιώνες τώρα και σε τι δημοκρατία ζούμε; Η αθηναϊκή δημοκρατία λειτουργεί και στην εποχή μας ως πρότυπο; Μπορεί ακόμη να μας εμπνέουν ο Θουκυδίδης ως πολίτης και ο Περικλής ως πολιτικός;
Στα ερωτήματα που απέσπασα ατόφια από το οπισθόφυλλο του βιβλίου απαντάει ο Σαχπεκίδης στην ενότητα του Διαρκής Διδαχή στους Αιώνες (σ. 415): «Αν η αξία της ιστορίας βρίσκεται στη χρησιμότητά της, στον βαθμό που συμβάλλει στην αυτοσυνειδησία ενός λαού, ο Θουκυδίδης είναι, με αυτήν την έννοια, κατεξοχήν χρήσιμος για την πολιτική διαπαιδαγώγησή του. Κατά τον Άγγελο Ελεφάντη «η πολιτική τροφοδοτείται με ποικίλους τρόπους από την ιστορία, από την πραγματικότητα μέσα στη χρονικότητά της», αλλά ταυτόχρονα η πολιτική παράγει ιστορία, είναι ‘ἱστορία ἐν τῷ γεννᾶσθαι’, έτσι ώστε η ιστορική συνείδηση να μπορεί να γίνεται πολιτική κριτική συνείδηση. Από αυτήν τη σύζευξη της ιστορίας με την πολιτική που πετυχαίνει ο Θουκυδίδης, και μάλιστα ως πρωτοπόρος σε αυτήν τη διαλεκτική σύνθεση, δίνει νέες διαστάσεις τόσο στην ιστορία, που δεν είναι δυνατό να παρακάμπτει την πολιτική, όσο και στην πολιτική, που δεν μπορεί να αγνοεί την ιστορία…
Στην ίδια γραμμή σκέψης βρίσκεται και η βιβλιοκρισία την οποία ανέφερα παραπάνω, που μας δείχνει τον τρόπο που ο Αντώνης Σαχπεκίδης αναλύει τη σημερινή κατάσταση, σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, με βάση τις έννοιες του πολιτικού πολέμου, της υψηλής στρατηγικής, που τον διευθύνει, και της επίδικης ηγεμονίας και τα συναφή προβλήματα. Με βάση αυτή την ανάλυση ενστερνιζόμαστε ότι ο Σαχπεκίδης ανασυγκροτεί τη θεωρία στρατηγικής του Θουκυδίδη και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίον τα κράτη δημιουργούν ασφάλεια για τον εαυτό τους, ενώ, παράλληλα, κλονίζουν την ασφάλεια των αντιπάλων κρατών. Για τον Σαχπεκίδη «πολιτικός πόλεμος» είναι εκείνος που καθορίζεται από την αταξία και την ανισορροπία που επισυμβαίνει σε ένα σύστημα οργάνωσης και κατανομής της ισχύος, όπως σημειώθηκε με τον ανταγωνισμό Αθήνας – Σπάρτης και με το ρόλο των δυνάμεων που διαμεσολαβούσαν αυτόν τον ανταγωνισμό και τούτο με τη σειρά του συνδέεται με την επιδίωξη του συμφέροντος των ηγεμονικών δυνάμεων. Στο ίδιο πλαίσιο, εντάσσεται η αύξηση της πολιτικής δύναμης, μέσω της στρατιωτικής, καθώς και η ανάπτυξη των οικονομικών πόρων, αλλά και η στέρησή τους από τον αντίπαλο, όπως επεδίωξε η Αθήνα, με τη ναυτική της υπεροχή. Αυτό συσχετίζεται με την επιδίωξη προσωρινής ισορροπίας δυνάμεων επ’ ωφελεία του ισχυροτέρου, με σκοπό τη σταθεροποίηση των κεκτημένων του. Η κύρια θέση του Α. Σαχπεκίδη είναι ότι στην ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου υπάρχει συγκροτημένη μία πλήρης θεωρία υψηλής στρατηγικής. Υποστηρίζει αυτή τη θέση, αναλύοντας τη στρατηγική της Αθήνας και της Σπάρτης τόσο ως προς τη σύνδεση των πολιτικών στόχων με τα πρόσφορα μέσα όσο και ως προς την αντιπαράθεση μερών της στρατηγικής ενός κράτους -της Αθήνας- με πτυχές της στρατηγικής αντίπαλου κράτους, δηλαδή της Σπάρτης. Έτσι, αναδεικνύει τη σημασία της εσωτερικής και εξωτερικής νομιμοποίησης, για την αποτελεσματικότητα μιας στρατηγικής, καθώς και τη συνάφεια των πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών στόχων ως διαστάσεων του πολιτικού πολέμου. Ο Σαχπεκίδης αποσπά τον τίτλο του πολιτικώς αγχίνου, εφόσον όλα τα εργαλεία που αναφέρθηκαν τα χρησιμοποιεί, για να αναλύσει την τωρινή συνθήκη της ηγεμονικής στρατηγικής της Γερμανίας στην Ευρώπη, την υπερίσχυση του νεοφιλελευθερισμού και τη δημιουργία οικονομικών αποικιών, το ρόλο των ΗΠΑ και το τέλος της πλανητικής ηγεμονίας της Δύσης κτλ.
Η δική μου ένσταση αφορά στην αξιοποίηση εργαλείων του παρελθόντος, για να εξηγήσουμε σύγχρονα φαινόμενα, και κατά συνέπεια δεν αποδέχομαι επιστημολογικά την ιστορική αναγωγή των συνθηκών και των καταστάσεων που επικρατούσαν πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια, για να ερμηνεύσω ή να κατανοήσω τη σημερινή κατάσταση. Ούτε μπορώ να υιοθετήσω όρους δανεισμένους από τη ανθρωπολογία ή την κοινωνιολογία, ώστε να αναλύσω πιο εύστοχα τον Θουκυδίδη. Δεν νιώθω ασφαλής ούτε εξουσιοδοτημένος να το πράξω. Δεν θα αναλύσω, λόγου χάρη, με εργαλεία του Jürgen Habermas την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα. Αλλά αυτό ίσως είναι μια δική μου διαστροφή ανάμεσα σε άλλες που έχω αναπτύξει, όπως η προδιάθεσή μου για να αναζητήσω και να βρω αναφορές ή υποσημειώσεις, όταν διαβάζω σε κείμενα διάφορα χωρία και αποσπάσματα ή τσιτάτα εντός εισαγωγικών και απογοητεύομαι όταν δεν μπορώ να ανατρέξω στην πηγή από την οποία προέρχονται. Επίσης, θεωρώ ότι έργα τόσο περιεκτικά αναβαθμίζονται κατά πολύ εκδοτικά με την ύπαρξη ενός ευρετηρίου όρων, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε διεστραμμένους αναγνώστες σαν κι εμένα να κάνουν διάφορες διασταυρώσεις και αναφορές. Θα τολμούσα να πω μάλιστα ότι η μετάφρασή του θα είχε ενδιαφέρον για την ξενόγλωσση αγορά, για τον εμπλουτισμό της διεθνούς βιβλιογραφίας. Νομίζω από τους Έλληνες θουκυδιδιστές Ελευθέριο Βενιζέλο, Ηλία Ηλιού, Κώστα Ζουράρι κτλ ουδείς έχει μεταφραστεί.
Σημ. το κείμενο είναι επεξεργασμένο και αποτελεί την ομιλία του γράφοντος στην εκδήλωση την Τρίτη 19.5.2015 (στο βιβλιοπωλείο Ιανός, στην Αθήνα)