Ποιος είναι ο πιο ρατσιστής βασιλιάς
Στα 28 μου κέρδισα ένα ραδιοφωνικό διαγωνισμό απαντώντας στο ερώτημα «ποιος είναι ο πιο ρατσιστής βασιλιάς;» αποκρινόμενος: «είναι οι δύο βασιλιάδες στο σκάκι, όχι μόνο ο λευκός, αλλά και ο μαύρος». Εκείνος που είχε θέσει το ερώτημα δεν είχε υπόψη του μια τέτοια απάντηση, ούτε είχε σκεφτεί τον ρατσισμό εκ μέρους των μαύρων ή των άλλων φυλών που εκδηλώνεται εναντίον των λευκών με την πρώτη ευκαιρία. Φαίνεται ότι ούτε ο σεβάσμιος ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης ούτε ο κυβερνητικός μάνατζερ Αντώνης Σαμαράς έχουν κατανοήσει την ουσία της φυλετικής διάκρισης.
Ρατσισμός είναι το δόγμα που εκλαμβάνει μια συλλογικότητα με συγκεκριμένα γνωρίσματα, κυρίως φυλετικά -αλλά περιλαμβάνονται και εθνικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά κ.ά- ως ανώτερη των άλλων συλλογικοτήτων. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού είναι ο φυλετικός ρατσισμός με πιο προβεβελημένο το περιβόητο παράδειγμα του apartheid στη Νότιο Αφρική, το Deutschland über alles, η κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων στον Αμερικάνικο Νότο κτλ).
Ρατσισμός είναι το λογικό σφάλμα, όπως μας διδάσκει στην ηθική φιλοσοφία η επιχειρηματολογία του πολιτισμικού σχετικισμού (cultural relativism), να θεωρούμε κάποιους πολιτισμούς, κοινωνίες ή συλλογικότητες ως υποδεέστερους, κατώτερους ή άξιους περιφρόνησης, λόγω της φυλετικής υπόστασης ή εθνικής καταγωγής τους. Ο ρατσισμός εκδηλώνεται και με πιο χαλαρές μορφές καλαμπουριού, πλάκας και περιφρόνησης σε άτομα με συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά (όπως οι Βέλγοι για τους Γάλλους, οι Πολωνοί για τους Αμερικανούς, οι Πόντιοι για τους Νεοέλληνες, οι ομοφυλόφιλοι, οι ξανθιές ή απλώς οι γυναίκες (οπότε τον λέμε σεξισμό) για τους φαλλοκράτες κ.τλ.
Ως εδώ λοιπόν η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι ο πιο ρατσιστής βασιλιάς» αναφέρεται στον λευκό βασιλιά. Η απάντηση που αναφέρεται στον μαύρο βασιλιά στο σκάκι -και στη ζωή- περιλαβάνεται στην εννοιολόγηση του αντιρατσισμού. Σε αυτή την έννοια ο πνευματικός, ο πολιτικός και ο απλός κόσμος φαίνεται να ασπάζεται την άποψη ότι ο «αντιρατσισμός» είναι καλό πράγμα, έχει θετικό πρόσημο, δηλαδή το να θεωρούμε τους ρατσιστές ως κατώτερη ή άξια περιφρόνησης συλλογικότητα, λόγω της «απάνθρωπης» ιδεολογίας τους είναι μια θεάρεστη και αποδεκτή επιλογή.
Έτσι, καταλήγουμε να ασπαζόμαστε ως θετικές πολλές από τις στάσεις αντι-…, αντι-ναζιστές, αντι-φασίστες, αντι-σημίτες, αντι-φαλλοκράτες, αντι-κομμουνιστές, αντι-σταλινικούς κ.τλ. Όμως, λογικά σκεπτόμενοι και επιχειρηματολογώντας με προκείμενες, καταλήγουμε στο συμπέρασμα: ο αντιρατσισμός είναι ρατσισμός και ο αντιρατσιστής είναι ρατσιστής, μάλιστα «χειρότερος», επειδή αποδέχεται την καθολική (universal) ισχύ της ιδεολογίας του.
Ρατσισμός εκδηλώνεται ακόμη και με τον ανθρωποκεντρισμό, δηλαδή όταν οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι είδος ανώτερο από τα ζώα, και αυτό ονομάζεται ειδοκρατία (speciesism). Σε αυτή τη γραμμή σκέψης πρέπει να περιλάβουμε και την έννοια των δικαιωμάτων, των αξιών και να διαμορφώσουμε ένα πολύ σύνθετο τοπίο ανάλυσης και στοχασμού.
Κοντολογίς, λοιπόν, ο ρατσισμός και ο αντιρατσισμός δεν αποτελούν ζήτημα νόμου ή κανονιστικού πλαισίου. Ο σεβασμός του άλλου ανθρώπου ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου ή φυλής, δόγματος ή χρώματος κοκ, διαμορφώνεται και κατακτάται στο αξιακό επίπεδο της συνείδησης και της ιδεολογίας μας με τα διδάγματα του σχολειού και της οικογένειας, της Τέχνης και του πολιτισμού. Ο ρατσιστής και ο αντιρατσιστής, αμφότεροι εξίσου πλανεμένοι, χρήζουν κατανόησης, ως άτομα που στερούνται μιας βαθύτερης διαπαιδαγώγησης και δεν έχουν τύχει μιας ολοκληρωμένης ανατροφής.
Όπως προσφάτως υποστήριξε ένας φίλος «αν με αντιρατσιστικό νόμο θεραπεύεται ο ρατσισμός, τότε με έναν αντικαταθλιπτικό νόμο όλοι θα είμαστε ευτυχισμένοι». Δυστυχώς οι κανονιστικές εφαρμογές και οι νόμοι δεν αποτελούν την βασιλική οδό για την επίλυση αυτών των ζητημάτων. Οφείλουμε να καλλιεργήσουμε μέσω των άλλων θεσμικών και κανονιστικών τοπίων μας τα πανανθρώπινα ευεργετήματα που θα μπορούσαν να προσφέρουν τα σχολεία και η ανατροφή μας από τους γονείς μας.
Όλες οι άλλες κραυγαλέες και προβεβλημένες επιστολές εις βάρος της μιας ή της άλλης θέσης αποτελούν επικοινωνιακά τερτίπια της εξουσίας, για να ασχολείται και πάλι ο κόσμος με θέματα «λαϊκής κατανάλωσης» με διάθεση (κ)οπαδική εκ μέρους των ΜΜΕ, ώστε να μην επικεντρώνεται (ο κόσμος) στα μείζονα ουσιαστικά θέματα της πολιτικής, πολιτιστικής, οικονομικής, προσωπικής, συναισθηματικής, ψυχολογικής και εθνικής καταρράκωσής μας.