Παγγαιορείτικα κάστανα (του Κ.Θεολόγου)
Την τελευταία φορά στη Θεσσαλονίκη βρέθηκα με τον αδελφό του πατέρα μου και μιλώντας νοσταλγικά για την γραφική Αγγίστα, μια κοινότητα κοντά στην Πρώτη Σερρών, στο Κιούπκιοϊ, που λένε όσοι ξέρουν, θυμήθηκα τους καρπούς της γης του Παγγαίου.
Θυμήθηκα τον μικρότερο αδελφό τους, τον Γιώργο Θ. Είναι ο άνθρωπος στον οποίο οφείλω καταπληκτικές αναμνήσεις παιδικών χρόνων. Καβάλα στο καφετί-κανελί άλογο, με κοντό παντελόνι στο σαμάρι και δυο μεγάλα κοφίνια γεμάτα κεράσια.
Τζιτζίκια αιχμάλωτα σε «κασετίνες» πακέτα τσιγάρων. Ψάρεμα με καλάθι στον Αγγίτη, παραπόταμο του Στρυμόνα. Μια νυχτερινή περιπέτεια με κολλημένο φορτηγό σε παρόχθιες λάσπες να ρυμουλκείται από τρακτέρ Τζον Ντήρι. Καλοκαιρινό μπούρλιασμα καπνών, παστάλιασμα… Κυνήγι ορτυκιών και λαγού- εγώ άοπλος…. Δεν πυροβολώ ποτέ! Τι να πρωτοθυμηθώ.
Ναι, κατάγομαι από την Αγγίστα της καραμανλικής Πρώτης Σερρών, που ανήκει στον Δήμο Αμφιπόλεως. Είναι ένα από τα γραφικά, παρατημένα χωριά της Μακεδονίας, που κάποτε μπορούσαν να συνοψίσουν με μια εικόνα τους τη λέξη χωριό. Απέναντι από το σπίτι αντικρίζαμε το ακατάλυτο στο χρόνο χρυσοφόρο και διονυσιακό Παγγαίο. Σκεπασμένο με σύννεφα αποκτούσε μυστήριο και υπέβαλε την παιδική φαντασία μου σε μυστηριώδεις συνειρμούς. Ο πλαστικός ορεινός όγκος του έχει τόνους αρμονικούς, ευαίσθητα, σχεδόν ποιητικά, χρώματα. Οι ρεματιές στα υψώματά του είναι δασοσκεπείς και δρασκελίζεις εκτάσεις από οξιές, πλατάνια, δρυς, έλατα και καστανιές.
Αυτές τις καστανιές μού προτείνει κάθε χρόνο ο Γιώργος να πάμε να «τρυγήσουμε», μα είμαι κι εγώ σκεπασμένος από αναπόδραστες υποχρεώσεις παντός είδους και δεν βρίσκομαι ποτέ μαζί του τον Οκτώβρη. Πώς να αφήσω τον καθημερινό κορσέ και να νιώσω προσώρας ένας σάτυρος, σε μια μέθεξη χορού και έκστασης, να αποζητήσω λύτρωση από την καθημερινή μέγγενη και να κοινωνήσω στην λευτεριά του ορεινού δάσους μαζεύοντας κάστανα; Γιατί άραγε η μυθολογία του Παγγαίου μοιάζει τόσο μακρινή στην παρούσα πραγματικότητά μου;
Φοβάμαι μήπως δεν καταφέρω ποτέ να επισκεφθώ τις καστανιές και δεν βαδίσω στα δασικά μονοπάτια του αγαπημένου βουνού μου. Πρέπει να το βάλω στόχο να περπατήσω το μονοπάτι που ξεκινά από τη μονή της Εικοσιφοίνισσας, στο μισό χιλιόμετρο υψόμετρο, να ανηφορίσω μέσα από έλατα και να βγω στον κάμπο των Φιλίππων. Σχεδιάζω από τώρα τον επόμενο Οκτώβρη, κάποιον επόμενο Οκτώβρη, να αναπνεύσω φρέσκιες μνήμες και να γεμίσω το ενεργειακό μπαουλάκι μου με καινούργιες εικόνες, που δίνουν δύναμη και αντοχή στην καθημερινή συμπίεση της μεγαλούπολης. Και μετά σε χρόνο ανύποπτο θα τσακίσω τα κάστανα, θα τα ψήσω στη χόβολη και θα γευτώ όλη τη ζωή μου. Κάτι τέτοιο είναι μάλλον μια επικοινωνία με το θεό. Αλλιώς τι είναι;