Οι πολιτικές χρωστικές του νιτσεϊκού Υπεράνθρωπου
Πρόκειται για ομιλία του γράφοντος στην φιλοσοφική ημερίδα «Ο Νίτσε και οι Έλληνες» που διοργάνωσε ο Τομέας Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, στο πλαίσιο του ΟΙΚΟΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΑΙΘΡΙΟΥ, και το περιοδικό Φιλοσοφείν: επιστήμη, εύνοια, παρρησία.
Δεν εξειδικεύομαι ερευνητικά στη φιλοσοφία του Φρίντριχ Νίτσε και εκ προοιμίου δηλώνω η συμμετοχή μου στην ημερίδα απλώς αποσκοπεί να διευκρινίσει τον ιδεολογικό σφετερισμό και την εννοιολογική κατάχρηση ενός συγκεκριμένου στοιχείου της νιτσεϊκής σκέψης, του Übermensch, από πολιτικές ομάδες με οιονεί ολοκληρωτικές απόψεις. Αρχικά θα αναφερθούμε στην εμφάνιση της σκέψης του Νίτσε στην Ελλάδα, στη μόδα της φιλοσοφίας στο αναγνωστικό και φιλοθέαμον κοινό της χώρας μας έχοντας ως αφηγηματικό άξονα την διερώτηση κατά πόσο η νιτσεϊκή συγκρότηση του υπεράνθρωπου διαθέτει πολιτικές αποχρώσεις και μπορεί να ενσαρκώσει μια σαφή πολιτική εν προκειμένω φιλοσοφία ή μια συγκροτημένη πολιτική θέση.
Αρχικά τον Νίτσε (1844-1900) μάς τον έκανε ευρύτερα γνωστό στην Ελλάδα ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), με την διατριβή του επί υφηγεσία (1909) στις θέσεις του Νίτσε σχετικά με το Δίκαιο και την Πολιτεία (Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας). Ακολούθησε μια μετάφραση για την Γέννησι της Τραγωδίας (1912) και του Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1913), αμφότερα για τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο Γ. Δ. Φέξη. Ο Καζαντζάκης υπήρξε μέγας θαυμαστής και οπαδός του Φρίντριχ Νίτσε. Γράφει ο Καζαντζάκης για την πρώτη επαφή του με τα κείμενα του Νίτσε: Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου. https://tvxs.gr/taxonomy/term/501
Στη σύγχρονη εποχή μάς τον ξαναθύμισε ο εβραίος Αμερικανός καθηγητής Ίρβιν Γιάλομ (1931-) με το Όταν έκλαψε ο Νίτσε (Άγρα, 2001) και λίγα χρόνια αργότερα προβλήθηκε η κινηματογραφική εκδοχή (2007) του λογοτεχνικού βιβλίου του (1992). Εμφανίστηκε στη μοντέρνα Ελλάδα εκ νέου η σημασία της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή του δυτικού πολιτισμού μας. Είχε προηγηθεί το άλλο ευπώλητο Πλάτωνας όχι Πρόζακ (Πατάκη, 2002), του ρώσικης καταγωγής Καναδοεβραίου καθηγητή Λου Μαρίνοφ (1951-). Στην ίδια εκδοτική γραμμή ο Στέλιος Ράμφος (1939-) έγραψε το δικό του Νίτσε για Καλό Γούστο (Αρμός, 2009) σχολιάζοντας ή διαλεγόμενος με δύο βιβλία του Νίτσε, που παρουσιάζουν θεματολογικό ενδιαφέρον, εφόσον αναφέρονται στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ηθική και σκέψη. Τα βιβλία, που χρησιμοποίησε διαλεκτικά ο Ράμφος για να το συγγράψει, είναι τα Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η Γενεαλογία της Ηθικής (1887).
Όλα τα παραπάνω είναι βιβλία εκλαϊκευτικά ή λογοτεχνικές εκδοχές της φιλοσοφικής γραφής περί ένα φιλόσοφο που κατηγορήθηκε και ενόχλησε. Και τούτη η αναφορά σε λογοτεχνικές εκδοχές της φιλοσοφίας ή μάλλον σε εκλαϊκευμένες απλοποιήσεις της μού θυμίζει τον Bertrand Russell (1872-1970) που έβαλε κατά του Νίτσε αποκαλώντας τον λογοτέχνη και όχι ακαδημαϊκό φιλόσοφο. Η δική μας παρέμβαση σχεδόν αδιαφορεί για την αποφασιστική αποτίμηση της φιλοσοφικής συμβολής ή της λογοτεχνικής ποιότητας του Νίτσε. Εξετάζει την πολιτική απήχηση που έχουν οι απόψεις του στο έργο Also Sprach Zarathustra, που εκδόθηκε το 1883-5 σε 50 μόλις αντίτυπα. Σε αυτό το βιβλίο πραγματεύεται την ηθική ιδέα για τον Υπεράνθρωπο, τον Übermensch. Η σύλληψη του ονόματος προήλθε από την πεποίθηση του κανονικού ανθρώπου, του μέσου ανθρώπου, που θεωρεί ότι δεν θα υπήρχαν κάποια ηθικά όρια ή λόγοι να ζούμε, εάν δεν υπήρχε κάποιος Άλλος για να καθορίσει την ηθικότητα ή τη λογική. Η υπέρβαση αυτής της ψευδαίσθησης καθιστά «υπεράνθρωπο» τον κανονικό άνθρωπο. Αυτός θα ήταν κάποιος από μας, ίσως, ή κάποιο άλλο άτομο, που απορρίπτει τους κανόνες της κοινωνίας και αποφασίζει να ζήσει βάσει ενός δικού του ηθικού κώδικα. Η αφήγηση του Τάδε Έφη Ζαρατούστρα (1885) είναι μια κυνική ιστορία και ανάλογα με τον ρόλο του χαρακτήρα στην αφήγηση μπορεί να του αποδοθεί ο χαρακτηρισμός Δεσμευμένος ή Αποδεσμευμένος. Αν θέλει κάποιος να λέγεται σπουδαίος, πρέπει να μπορεί να είναι ο πιο μοναχικός, ο πιο καλά κρυμμένος, ο πιο αφύσικος, ο άνθρωπος πέρα από το καλό και το κακό, ο κυρίαρχος των αρετών του, ο αφειδώς προικισμένος με θέληση, και να έχει την υπεροχή να μπορεί να είναι εξίσου μια συνολική, όπως και μια πολύπτυχη προσωπικότητα, με μεγάλη ευρύτητα στην πλήρη έκτασή της.
Αυτά, όμως, είναι εξίσου και τα χαρακτηριστικά ενός τρομοκράτη, όπως τα παραθέτει ο μηδενιστής στοχαστής και καθοδηγητής του αναρχισμού Σεργκέι Γκενάντιεβιτς Νετσάγιεφ (1847-1882) στην Κατήχηση του Επαναστάτη (1869/ Πανοπτικόν, 2004). Είχαμε την τύχη να μεταφράσουμε από τα γαλλικά το βιβλίο του Χόρχε Σεμπρούν (1923-2011) Η Επιστροφή του Νετσάγιεφ (Εξάντας, 1992) και έτσι να διαβάσουμε παράλληλα και όλη τη βιβλιογραφία, στην οποία παρέπεμπε ο Ισπανός συγγραφέας.
Το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα συγκαταλέγεται στα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του Νίτσε και μάλλον είναι πολύπλευρα παρεξηγημένο, εφόσον το επικαλέστηκαν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοσμοθεωρίες και ιδεολογίες: ο αναρχισμός, ο φασισμός και ο εθνικισμός του απέδωσαν –ο καθένας από την δική του οπτική -ποικίλες ερμηνείες. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην ποιητική και συχνά αινιγματική μορφή του. Γι’ αυτό το λόγο ο μελετητής και μεταφραστής του Νίτσε Ζήσης Σαρίκας σημειώνει ότι ο Ζαρατούστρα περιλαμβάνεται σ’ εκείνα τα βιβλία που σφράγισαν βαθιά τη δυτική σκέψη (Νησίδες, 1998). Δεν θα ασπαζόμασταν ανεπιφύλακτα αυτή την υπερβολή.
Η σύλληψη ενός υπεράνθρωπου από το Νίτσε σκιαγραφεί ένα άτομο που ξεφεύγει από τη λογική του κοπαδιού και είναι σε θέση να διαμορφώσει μια νέα προοπτική για τον εαυτό του χωρίς να επιβάλει δογματικά αυτή την προοπτική στους άλλους. Μπορεί, λοιπόν, να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Υπεράνθρωπος αποτελεί τη νιτσεϊκή απάντηση στο μηδενισμό. Η προκείμενη στην επιχειρηματολογία του Νίτσε υποστηρίζει ότι ο Θεός δεν υπάρχει, και εφόσον δεν υπάρχει κατά συνέπεια δεν είναι εφικτή μια αντικειμενική ηθικότητα ούτε κάποια εγγενής ή έμφυτη αξία, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο υπέρτατο ον, ώστε να θέσει σε πρώτη φάση ένα πλαίσιο ηθικής και αξιών. Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος είναι ο θεός του εαυτού του, του προσδίδει ηθικότητα και αξία και νιώθει ότι κάνει τα πάντα σωστά κρίνοντας μόνο από τις δικές του αποφάσεις και επιλογές. Ο Υπεράνθρωπος αυτός δεν είναι ούτε σκλάβος ούτε αφέντης και δεν επιβάλλει την βούληση του επί των άλλων. Ο Νίτσε τον θεωρεί ανεξάρτητο άτομο που έχει τη δύναμη να απεμπολήσει τα ορμέμφυτα και τα ένστικτα του κοπαδιού και να καταστεί αφέντης της αυτοπειθαρχίας του. Ο Υπεράνθρωπος είναι ένας χαρακτήρας που δηλώνει ότι ο ίδιος ή οι στόχοι του δεν πρέπει να εμπλέκονται σε αποτιμήσεις περί του καλού ή του κακού. Αυτές οι ενασχολήσεις στερούνται νοήματος, είναι παραλογισμοί, εσφαλμένες διχοτομίες και ταιριάζουν σε απλοϊκά μυαλά όχι στο δικό του. Τέτοιες ενατενίσεις τις ονομάζει ξεπερασμένες ή παιδικές. Μόνο που η φιλοσοφία νομίζουμε ότι εμπλέκεται σχεδόν με εμμονή σε αυτά τα ανόητα για το Νίτσε ανθρώπινα προβλήματα.
Οι αντικειμενικοί στόχοι αυτού του υπεράνθρωπου χαρακτήρα διαφέρουν ποικιλότροπα. Μερικές φορές αποζητεί την εξουσία, άλλοτε αποζητεί τη γνώση, ή στην πιο ακραιφνή εκδοχή του ο Υπεράνθρωπος αποζητεί να αντικαταστήσει ή να υποκαταστήσει την παραδοσιακή ή κρατούσα ηθικότητα με τις δικές του αξίες. Σε κάθε περίπτωση η θέλησή του να κάνει τα πάντα για να πετύχει το στόχο του είναι απόλυτη. Όμως ο Υπεράνθρωπος προπάντων ενσαρκώνει το επόμενο εξελικτικό βήμα του ανθρώπου. Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα ποιο είναι το νόημα της ζωής. Άλλοι λένε ο Θεός και ο Παράδεισος, άλλοι λένε η επιδίωξη της απόλυτης αντικειμενικής αλήθειας, αλλά ο Υπεράνθρωπος θα εμβολιάσει τη ζωή με νόημα που δεν βασίζεται στην προκατάληψη ή σε κάποια μυστικιστική τρέλα. Βρίσκει αξία και νόημα στην εμπειρία της ζωής του, επειδή αυτή η εμπειρία καθεαυτήν, αυτό το βίωμα δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση κάποια επιχειρηματολογία ή με βάση τη λογική. Θα ισχυριζόταν, λοιπόν, ο Υπεράνθρωπος ότι το νόημα της ζωής είναι ο θάνατος, ότι τελικά πεθαίνεις, άρα κάνε τη ζωή σου να έχει νόημα, ώστε να είναι αξιόλογη και αξιοβίωτη.
Με άλλα λόγια ο Υπεράνθρωπος είναι το αντίθετο του Ιησού Χριστού και η απόλυτη ενσάρκωση της Βούλησης για εξουσία (der Wille zur Macht). Μόνο που αυτή η άποψη ουδέποτε έχει διατυπωθεί από τον ίδιο το Νίτσε. Όταν κλονίστηκε η υγεία του Νίτσε την διαχείριση της πνευματικής ιδιοκτησίας του ανέλαβε η αδελφή του (Elisabeth Förster-Nietzsche). Ένας φίλος του Νίτσε, ο Heinrich Köselitz, είχε την ιδέα να εκδοθούν μετά θάνατον επιλεγμένα χωρία από τα τετράδια των σημειώσεών του. Μεταξύ του 1894 και 1926, η Elisabeth δρομολόγησε την έκδοση του 20τομου έργου των γραπτών του Νίτσε Großoktavausgabe σε επιμέλεια του C. G. Naumann. Σε αυτή την έκδοση, ακολουθώντας την παραίνεση του Köselitz, περιέλαβε και ανέκδοτα αποσπάσματα που δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον. Αυτά τα αποσπάσματα τα συγκέντρωσε σε ενιαίο τόμο και τον τιτλοφόρησε der Wille zur Macht. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι αυτό το κείμενο αποτελούσε ουσιαστικά το μείζον έργο (magnum opus), που έλπιζε να συγγράψει ο Νίτσε με ακριβή τίτλο Η Βούληση για εξουσία, μια απόπειρα επανεκτίμησης όλων των αξιών. Η πρώτη γερμανική έκδοση που περιείχε 483 παραγράφους σημειώσεων, εκδόθηκε το 1901, με επιμελητές τους: Η. Köselitz, Ernst Horneffer και August Horneffer, υπό τη διεύθυνση της Elisabeth. Αυτή η έκδοση εκτοπίστηκε από την δεύτερη έκδοση του 1906, που δεν είχε σχέση με την πρώτη εφόσον περιείχε 1067 παραγράφους σημειώσεων. Αυτή η δεύτερη ανθολογία, ας πούμε, είναι γνωστή ως Η Βούληση για Εξουσία. Ο υπότιτλος Μια απόπειρα επανεκτίμησης όλων των αξιών εμφανίζεται εσωτερικά στο πρωτοσέλιδο της πρώτης έκδοσης. Στην 20τομη έκδοση των Απάντων του (1901) ήταν ο 15ος τόμος. Στα αγγλικά εμφανίστηκε σε μεταγραφή και επιμέλεια του Walter Kaufmann (The Will to Power, Vintage, 1968, p. xxvii). Αυτή η αυθαίρετη έκδοση και τιτλοφόρηση του βιβλίου επέτρεψε να διατυπώνονται μεταγενέστερες αναφορές και ερμηνείες στον Υπεράνθρωπο ως υπέρτατη και απόλυτη ενσάρκωση της βούλησης για εξουσία, αλλά όχι απαραιτήτως επί των άλλων. Η πιο πολύτιμη εξουσία είναι εκείνη που ασκεί κανείς επί του εαυτού του, εφόσον όποιος δεν μπορεί να εξουσιάσει τον εαυτό του αναπόφευκτα θα εξουσιαστεί από τους άλλους.
Λέει ο Μπέρτραντ Ράσελ στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας (Allen & Unwin, 1946/7) ότι παρόλο που ο Νίτσε ήταν ένας καθηγητής πανεπιστημίου, εντούτοις χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικός φιλόσοφος και όχι ως ακαδημαϊκός. Η γενικότερη φιλοσοφία του έμοιαζε πολύ με εκείνη του Βάγκνερ στο Δαχτυλίδι του Νίμπελουγκ (1876). Ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε μοιάζει πολύ με τον Ζίγκφριντ με τη διαφορά ότι ο πρώτος γνωρίζει ελληνικά. Καταδικάζει την χριστιανική αγάπη, επειδή την αντιλαμβάνεται ως ένα προϊόν φόβου. Ο Ράσελ συνεχίζει ότι ουδέποτε κατάφερε ο Νίτσε να αντιληφθεί ότι μπορεί κανείς να νιώσει μιαν αγάπη οικουμενική, συμπαντική, επειδή ο ίδιος ένιωθε έναν φόβο για τα πάντα και έτρεφε ένα μίσος για όλα. Ο ευγενής άνθρωπος, όπως ονομάζει τον Υπεράνθρωπο, κατά την ίδια σύλληψη που ο Πλάτων (427 ή 424 π.Χ.–348/347 π.Χ.) εννοιολογεί τον φιλόσοφο βασιλέα, είναι ο φαντασμένος εαυτός του. Το πλάσμα αυτό στερείται παντελώς από κάθε είδους συμπόνια, είναι ανελέητος (Russell, 1947: 788-800), Ο Νίτσε μαζί με το θέμα του ευρωπαϊκού ορθολογισμού θέτει και το ζήτημα των ηθικών αξιών και μιας επικείμενης παρακμής που απειλεί τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αυτό το ζήτημα μάς αφορά, ίσως, και στη σημερινή ημερίδα. Στο συλλογικό έργο Ο Νίτσε και η πολιτική: Ολοκληρωτισμός ή δημοκρατία; (Νησίδες, 2004 και Βάνιας, 2008) ο αφοσιωμένος στο Νίτσε εκδότης και μεταφραστής Ζήσης Σαρίκας συγκέντρωσε δοκίμια από διάφορους στοχαστές σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες που εξετάζουν αυτό που ο εκδότης θεωρεί ως πολιτικό σύμπαν του Νίτσε. Σε αυτά τα δοκίμια, μεταξύ άλλων, παρουσιάζεται και η ιδιοποίηση του Νίτσε, η εκμετάλλευσή ορισμένων στοιχείων-συνθημάτων της σκέψης του από το χιτλερικό καθεστώς και από τους θεωρητικούς του ναζισμού, μάλλον προσφυώς ποιούντες. Ας δούμε μια βασική αιτία για αυτό τον προσεταιρισμό του Υπεράνθρωπου ως ναζιστικού ιδεώδους.
Ο άνθρωπος είναι ασθένεια, μας λέει ο Νίτσε στη Γενεαλογία της Ηθικής (1887), διότι το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι γεμάτος αντιθέσεις, δηλαδή ένα ζωικό εγώ που έχει στραφεί εναντίον του εαυτού του και συμμετέχει εναντίον του εαυτού του. Για τον Νίτσε, αυτή η ασθένεια προέρχεται από την επίμονη προσκόλληση του ανθρώπου στο πτώμα και στο σώμα του μη-ανθρώπινου Ιουδαιο-Χριστιανού και Εβραίου θεού του, και αυτή η προσκόλληση αναχαιτίζει την ανάδυση του υπεράνθρωπου, ο οποίος αποτελεί τη μετα-ανθρώπινη θεραπεία στην ασθένεια που ονομάζεται άνθρωπος (2003: 57). Ο υπεράνθρωπος είναι όλα όσα δεν είναι ο άνθρωπος. Ο Gilles Deleuze (Nietzsche et la philosophie , PUF, 1962) υπογραμμίζει ότι αυτή η μετα-ανθρώπινη μορφή είναι βαθιά αντι-διαλεκτική, εξουδετερώνει τρόπον τινά τις εσωτερικές δυνάμεις μιας αρνητικής αντίθεσης. Ο υπεράνθρωπος θεραπεύει κάθε κερματισμό του ανθρώπου, επιφέροντας αρμονική ενότητα στο πνεύμα και στο σώμα, στο συναίσθημα και στη λογική, στην επιθυμία και στην πράξη. Κατά συνέπεια, ο Νίτσε εκλαμβάνει τον μη-ανθρώπινο Ιουδαιο-Χριστιανό θεό και τον μετα-ανθρώπινο υπεράνθρωπο ως δύο αντιθετικές δυνάμεις, που οριοθετούν την αρρώστια που λέγεται άνθρωπος. Δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος μέχρι να γίνει υπεράνθρωπος και να σωθεί είναι εμποτισμένος στα βάσανα της ηθικής του Εβραίου Χριστού και της εκκλησίας του. Είναι εύκολο να βασίσει κάποιος ακόμη και αντίθετες μεταξύ τους πολιτικές θέσεις αντλώντας από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία και από το νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, διότι ο Νίτσε δεν έχει μια συγκροτημένη πολιτική φιλοσοφία.
Όταν ο Δανός Georg Brandes (1842-1927) παρουσίασε τις ιδέες του Νίτσε σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό κοινό στις δημόσιες διαλέξεις του το 1888, εστίαζε στις δηλητηριώδεις επιθέσεις του φιλοσόφου στην ηθικότητα και σε αυτό που ο Brandes ονόμαζε (με την εκ των υστέρων έγκριση του Nietzsche) «αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός». Ο Νίτσε πρωταρχικά ενδιαφερόταν για τα ζητήματα της αξίας και του πολιτισμού, της κουλτούρας, ιδίως για την αξία της ηθικότητας και της επίδρασής της στον πολιτισμό. Αυτή η φιλοσοφική άποψη του Νίτσε θεωρείται ως βαθιά ανελεύθερη: αυτό που έχει σημασία είναι οι σπουδαίοι άνθρωποι όχι το κοπάδι. Η προκείμενη εκείνης της ισότητας που υπάρχει σε όλες τις σύγχρονες ηθικές και πολιτικές θεωρίες, η προκείμενη δηλαδή που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποδέχεται την ίση αξία ή την ισοσθενή αξιοπρέπεια του κάθε ατόμου απλώς απουσιάζει από το έργο του Νίτσε. Συνεπώς, τι είδους πολιτική προτείνει ο φιλόσοφος, εφόσον απορρίπτει αυτή την προκείμενη της ισότητας;
Στη βιβλιογραφία τα τελευταία 20 χρόνια κυριαρχούν δύο θέσεις: η μια υποστηρίζει ότι ο Νίτσε ενστερνίζεται αριστοκρατικές μορφές κοινωνικής διάταξης, ας το πούμε άποψη αριστοκρατικής πολιτικής (Detwiler, 1990), και η άλλη δεν δέχεται ότι ο Νίτσε έχει την παραμικρή πολιτική φιλοσοφική θέση-και αυτό ας το πούμε άποψη αντι-πολιτικής (Hunt, 1985). Πριν από λίγα χρόνια ένας άλλος μελετητής του, ο Shaw, εισηγήθηκε (2007) μια τρίτη θέση, ότι δηλαδή ο Νίτσε ενδιαφερόταν για την κανονιστική νομιμότητα της κρατικής εξουσίας, αλλά διατηρούσε τον σκεπτικισμό του ότι καταλύοντας την θρησκεία, δεν θα ήταν δυνατό να επιτύχει μια αποτελεσματική κανονιστική συναίνεση σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που δεν είχε έλθει σε επαφή μ ετην άσκηση της κρατικής εξουσίας καθεαυτήν. Κατά πόσο ο Νίτσε ενδιαφερόταν για αυτά τα ζητήματα το έχει αμφισβητήσει ο Leiter (2009).
Τα τεκμήρια μάς οδηγούν να συνηγορήσουμε υπέρ της δεύτερης άποψης. Ακόμη κι εγώ ως απλός αναγνώστης της φιλοσοφίας ή της λογοτεχνίας του Νίτσε μπορώ να ισχυριστώ ότι ο Φρίντριχ έχει ισχυρές και αδιαπραγμάτευτες απόψεις για τα πάντα: από τη γερμανική κουζίνα μέχρι την απαράμιλλη υπεροχή (κατά τη γνώμη του) των μελοδραμάτων του Bizet και για πολλά αμιγώς πολιτικά ζητήματα. Το ερμηνευτικό ερώτημα, όμως, είναι κατά πόσο οι σκόρπιες παρατηρήσεις και οι ασύνδετες μεταξύ τους εξάρσεις μπορούν να συγκροτήσουν ένα συστηματικό σύνολο θέσεων πάνω σε φιλοσοφικής σημασίας ερωτήματα. Η γνώμη μας είναι ότι θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα συστηματικό σύνολο συνεκτικών φιλοσοφικών θέσεων, αν δεν έπασχε από όσα τον ταλαιπωρούσαν και δεν πέθαινε τόσο νωρίς. Ο φίλος του και η αδελφή του δεν φρόντισαν –εκ των υστέρων αποτιμώντας- την διαφύλαξη της πνευματικής υστεροφημίας του. Επέτρεψαν καινοφανείς και αντιφατικές ερμηνείες στο έργο του εκδίδοντας σημειώσεις που δεν τις είχε ολοκληρώσει.
Ενδιαφερόταν ο Nietzsche για την πολιτική φιλοσοφία; Η Martha Nussbaum γράφει ότι: «Ο Νίτσε ισχυριζόταν ότι ήταν πολιτικός στοχαστής, και μάλιστα επιφανής», αλλά δεν τεκμηριώνει με πηγές αυτή την θέση της. Σημειώνει ότι στο Ecce Homo: Wie man wird, was man is (1888/1908) ο Νίτσε ανακοινώνει ότι ήταν κομιστής καινοφανών χαρούμενων ρευμάτων και μάλιστα πολιτικών (Nussbaum, 1997: 1). Ωστόσο, ο Νίτσε δεν υποστηρίζει ότι αυτά τα κύματα ή ρεύματα υπήρξαν πολιτικά. Η ίδια αναρχική σχεδόν στάση φαίνεται να υποστηρίζεται στο Ζαρατούστρα όπου ο Νίτσε αποκαλεί το κράτος ως το ψυχρότερο από όλα τα τέρατα και σημειώνει προσφυώς πως ό, τι κι αν λέει το κράτος ψεύδεται. Τα πάντα γύρω από το κράτος είναι ψευδή. Μόνον εκεί που τελειώνει το κράτος αρχίζει ο άνθρωπος που δεν είναι περιττός (Z I:11). Φυσικά, μονάχα αυτός ο άνθρωπος ενδιαφέρει πραγματικά τον Νίτσε. Αυτός ο άνθρωπος είναι εκείνος που εκτιμά την μοναξιά του, αυτήν ακριβώς που παραβιάζει η αγορά της πολιτικής, στην οποία συμμετέχουν, όπως λέει, οι θεατρίνοι και οι ρολίστες σπουδαίων πραγμάτων. Τα σπουδαία συμβαίνουν μακριά από την αγορά και από τη δόξα (Z I:12), κοντολογίς, τα σπουδαία πράγματα και οι σπουδαίοι άνθρωποι οφείλουν να απέχουν πολύ μακριά από τα πεδία της πολιτικής και της οικονομίας. Αυτές οι αναφορές του Νίτσε φαίνεται ότι υποστηρίζουν την Αντιπολιτική ή απολιτική, θα έλεγα, άποψη που αποτιμά τη φιλοσοφία του. Εντέλει, μάλλον είναι πιο εύστοχο να αναγιγνώσκουμε το Νίτσε ως ένα εσωτερικό ηθικοκράτη, μοραλιστή, δηλαδή κάποιον που έχει απόψεις σχετικά με την ανθρώπινη προκοπή και ευημερία και τις οποίες θέλει να μεταδώσει τουλάχιστον σε κάποιους εκλεκτούς. Το γράφει στον Αντίχριστο (1895), αλλά μάλλον είναι μια γενικότερη θέση του.
Αλλά ακόμη και χωρίς μια πολιτική φιλοσοφία, παραμένουν ενοχλητικά ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την κριτική που ασκεί ο Νίτσε στην ηθικότητα και στις πολιτικές επιπλοκές της. Όταν, λόγου χάρη, ο Νίτσε αρνείται ότι η ηθικότητα εμποδίζει τον άνθρωπο να αποκτήσει την ανώτερη δυνατή εξουσία και υπεροχή, μπορεί να αντιτάξει κάποιος ότι αυτό επιφέρει μια διεστραμμένη οπισθοδρόμηση. Σαφώς η έλλειψη ηθικότητας στην πολιτική πρόνοιας του ανύπαρκτου πλέον κοινωνικού κράτους και των δημοσίων θεσμών επιτρέπει την σταθερή εξάπλωση της φτώχειας και της απελπισίας από γενιά σε γενιά. Αυτό, συνάμα, διαμορφώνει την καθημερινή μάχη για τον επιούσιο και τη μόνιμη ανασφάλεια ως βασικά χαρακτηριστικά της καθημερινότητας των περισσότερων ανθρώπων και, βεβαίως, μια τέτοια καθημερινότητα δεν επιτρέπει τους ανθρώπους να προκόψουν και να ευημερήσουν. Ασφαλώς σε μια πιο ηθική και δίκαιη κοινωνία με τη γνήσια δέσμευσή της στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην ανθρώπινη ισότητα, θα είχαμε πολλούς ποιητές και φιλοσόφους, περισσότερη δημιουργικότητα και θαυμαστά επιτεύγματα.
Κοντολογίς, ο Νίτσε δεν συγκροτεί -για λόγους που αναφέραμε παραπάνω- ένα πολιτικό πρόγραμμα, αλλά μάλλον μια αυστηρή αγωγή ή ένα αυστηρό σύστημα για την επίτευξη των ατομικών δυνατοτήτων μας –τουλάχιστον όσοι εκλεκτοί μπορούν να το κάνουν. Συνοψίζοντας: σε επίπεδο φιλοσοφίας οι πολιτικές χρωστικές του νιτσεϊκού Υπεράνθρωπου είναι ανύπαρκτες. Σε επίπεδο ερμηνευτικών σχημάτων μπορούν να αποκτήσουν οποιαδήποτε βολική απόχρωση, επιλέγοντας από ένα ευρύ φάσμα που εκτείνεται από τον νεοναζιστικό ολοκληρωτισμό μέχρι τον αναρχικό ακτιβισμό ή την τρομοκρατία. Αν οι νεοναζιστές και οι φασίστες θέλουν να μοιάζουν με τους αναρχικούς ή τρομοκράτες αντιπάλους τους ή εάν πάλι οι αναρχικοί τρομοκράτες δεν έχουν πρόβλημα να μοιάζουν με τους νεοναζιστές φασίστες, ας διατηρήσουν τον νιτσεϊκό μηδενισμό στη σκέψη τους.