Ο μανιχαϊσμός μιας απαίδευτης δυϊκότητας
Ο δυϊκός αριθμός καταργήθηκε στην γραμματική εξαιτίας της απάλειψής του από την καθημερινή επικοινωνιακή πρακτική των ανθρώπων. Τον χρησιμοποιούσαν για να εκφράσουν τα «δύο» και τίποτα άλλο. Στο Ευαγγέλιο χρησιμοποιείται για να εκφράσει ένα βολικό μανιχαϊσμό, δηλαδή την επιλογή ανάμεσα σε δύο άκρα: το καλό ή το κακό, το άσπρο ή το μαύρο, το Θεό ή το Μαμωνά κοκ. Όπως π.χ. στο Κατά Ματθαίον (6:24) ή Κατά Λουκάν (16:13) λένε περίπου το ίδιο: Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν• ….οὐ δύνασθε θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.
Δυστυχώς σε αυτή τη μανιχαϊστική λογική και στις οιονεί απόλυτες και ακατέργαστες επιχειρηματολογίες μάς έχει οδηγήσει η επιλογή και η εφαρμογή του μνημονίου.
Το τεθέν δίλημμα είναι: Επιθυμεί κάποιος τη σωτηρία μέσω μνημονίου ή δεν την επιθυμεί; Και όποιος «είναι με το μνημόνιο» οφείλει να αποδέχεται όλες –και τις πλέον παχύρρευστες επιλογές ή τους ατελέσφορους στόχους των αιρετών για την σωτηρία της πατρίδας. Ωστόσο, πολύ σωστά, πολλοί έχουν παρατηρήσει ότι όσα επιλέγονται και ασυζητητί επιβάλλονται δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην επιλογές «του μνημονίου». Αντιθέτως, επικαλούνται πολύ βολικά το ακατανόμαστο (μνημόνιο), για να τα θεσπίσουν με συνοπτικές διαδικασίες κτλ. Αυτό συμβαίνει κατ’ εξακολούθηση και στους σχεδιασμούς του Υπουργείου Εκπαίδευσης και όχι Παιδείας. Πρώτα, λόγω των νεοταξικών κανόνων του συνωστισμού στις μικρασιατικές παραλίες, πήγε περίπατο το «Εθνικής». Ας απαλειφθεί και το «Παιδείας», εφόσον η λέξη «παιδεία» επιμελώς απουσιάζει από όλα τα επίδικα κείμενα των νομοσχεδίων κτλ: υπάρχουν μόνο λέξεις όπως εκπαίδευση, learning design, σχεδιασμός, δεξιότητες, training, εξειδίκευση, κτλ. Χάθηκαν οι βασικές δεξιότητες ανάγνωσης και γραφής και από τους μαθητές και από τους δασκάλους. Σε αυτό το μέλλον της εκπαίδευσης δεν περιλαμβάνονται τα ΑΕΙ, όπως είναι τώρα, ούτε η διατήρηση της δωρεάν δημόσιας παιδείας. Αυτό είναι προφανές και βέβαιο.
Στη χώρα μας η αναπηρία των νομοσχεδίων και των θεσμών που δεν τους σέβονται οι κάτοικοι (το επεκτείνω και στους επισκέπτες μας) οφείλεται στην απουσία ενός συναινετικού σχεδιασμού για τη μετάβαση στην «εξελιγμένη» θεσμικά επιλογή μετά από δημόσια διαβούλευση. Η μεταβατική φάση αποτελεί μια μείζονα και απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ωστόσο, η τσαπατσουλιά, η ιδιοτέλεια και το πλιάτσικο των διαχειριστών του νεότερου ελληνικού κράτους (1830 και δώθε) δεν είχαν κατά νου τη δημόσια διαβούλευση και τη συναίνεση, σε ένα ασαφές θεσμικό τοπίο με ανύπαρκτη την ιδιότητα του πολίτη, όπου πρυτάνευαν μόνον οι patrones-κομματάρχες που αντιλαμβάνονταν τους ψηφοφόρους-clientes ως κοπάδια «σταυρών». Η πρόβλεψη της περιόδου μετάβασης θα είχε απορροφήσει τα αναπόφευκτα της αντίδρασης και τις συνέπειες στο ακαδημαϊκό ημερολόγιο του ΕΚΠΑ και του ΕΜΠ. Σε αυτό το σημείο, θαρρώ, ξιφομάχησαν οι θιγόμενες συλλογικότητες και τα υπό διάλυση Ιδρύματα με το «αποφασίσαμε και εφαρμόζουμε» των θλιβερών αρχόντων.
Στην Ελλάδα η περίοδος εφαρμογής μέχρι τώρα σήμαινε ακινησία, στατικότητα, αδράνεια και far niente. Τρία ερωτήματα: α) Η αμείλικτη κοινωνική εκγύμναση, την οποία επέβαλε με τη σπαθί της η Τρόικα, αλλάζει το σκηνικό προς μια Ελλάδα της προόδου και του αναπόδραστου εκσυγχρονισμού; β) Αν δεχτούμε αυτή τη σωτηρία της προόδου, θα συμφωνήσουμε και στο ότι ο εκσυγχρονισμός είναι εφικτός μέσα σε μια πενταετία; γ) Μήπως ήταν απολύτως απαραίτητη μια χρονικώς ευρύτερη, δηλαδή πιο φιλάνθρωπος, διαδικασία; Αλλιώς, σε μια εντατικοποιημένη σωτηριακή διαδικασία είναι αναπόδραστη η καταρράκωση των ανθρωπίνων ψυχών τε και σωμάτων, αλλά και η διάλυση των Ιδρυμάτων ως εκπαιδευτικών υποδομών και αναπτυξιακών εργαλείων καθεαυτά! Τούτο αποτελεί αντίφαση με τον θηρευόμενο στόχο, δηλαδή τη σωτηρία.
Οι Σουλιώτισσες αποφάσισαν στο πλαίσιο μιας δυϊκότητας (Ελευθερία ή Θάνατος) να σαλτάρουν. Το έκαναν από φρόνημα ελευθερίας που περιλαμβάνει σαφώς το μεγαλείο μιας πίστης (ας μην την ορίσουμε δογματικώς). Τα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία, όμως, δεν είναι Κούγκι (1803), δεν είναι Αρκάδι (1866), ούτε χόρεψαν το χορό του Ζαλόγγου (1803) στο πλαίσιο ενός διλήμματος μανιχαϊστικής λογικής «Ελευθερία ή Θάνατος». Αυτό που ετίθετο ως δίλημμα στους χώρους αυτούς ήταν κατά πόσο θα συνεχίσουν να λειτουργούν στο πλαίσιο μιας προσφοράς (δημόσια και ανοικτά προς όλους τους πολίτες) ή μιας ζήτησης (ιδιωτικοποιημένα και ημίκλειστα, ανοικτά μόνο προς όσους έχουν και κατέχουν, άρα και δύνανται). Οι εξελίξεις θεσπίζουν το δεύτερο, και μάλιστα με συνθήκες πολιτικής και εργασιακής ασφυξίας, καθεστώς δίωξης και με ολοκληρωτικό πειθαναγκασμό. Εκτός κι αν ο λαός αποφασίσει ως εκλογικό σώμα –πολύ σύντομα ίσως- να επιλέξει άλλου είδους Έλληνες να διαχειριστούν τις τύχες της μόρφωσης των παιδιών τους.