Μετρό, Νόμπελ και μνήμες της Θεσσαλονίκης
Όταν ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει το βιβλίο «Το μετρό μετρά τη Θεσσαλονίκη: Η ιστορία και τα μνημονικά ίχνη του πολιτισμού στα τεχνικά έργα» (Κ. Θεολόγου- Μ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 2010) ένιωθα μια αμηχανία απέναντι στον εκδότη μας, επειδή μπορεί το μετρό να ξεκινούσε τη λειτουργία του και το βιβλίο να μην είχε εκδοθεί ακόμη. Το μετρό, λοιπόν, τόσα χρόνια θεριεύει επί χάρτου, εδραιώνεται ιδεαλιστικά στο συλλογικό ασυνείδητο των κατοίκων της πόλης ως μόνιμη πλέον οδική ταλαιπωρία τους, που τείνει να γίνει «ωδική» από τα πολλά τραγούδια, που έμαθαν να λένε σιχτιρίζοντας -και, φυσικά, όχι άδικα!
Σ’ αυτή την πόλη, που έχει ζωή 23 αιώνων και πλέον, υπάρχουν υπόγειες διαστρωματώσεις. Εάν δεν ανακαλύψουμε τα έγκατά της, εάν δεν καταδυθούμε στα σπλάχνα της, δεν μπορούμε να κάνουμε σωστή ανατομία του ζωντανού οργανισμού που βρίσκεται στην επιφάνεια. Η δυνατότητα αυτής της κατάδυσης στα σπλάχνα της πόλης δόθηκε με την κατασκευή του μετρό, παρέχοντας στους επιστήμονες αρχικά, αλλά και στους πολίτες και στους επισκέπτες της Θεσσαλονίκης, στη συνέχεια, την ευκαιρία να δουν μνημονικά ίχνη του παρελθόντος της που συχνά, ηθελημένα ή όχι, παρέμεναν στην αφάνεια.
Η κατασκευή του υπόγειου αστικού σιδηροδρομικού συστήματος μεταφοράς στην πολύπαθη Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα αμφιβόλου χρησιμότητας όραμα δεκαετιών για την τοπική αυτοδιοίκησή της, από την τρύπα του Κούβελα (γύρω στα 1987) μέχρι τα χαρακτηριστικά γελοία ονόματα, που δόθηκαν στους μετροπόντικες: Γιωρίκας και Κωστίκας. Στο μεταξύ εδώ και μια δεκαετία περίπου τα χθόνια έγκατα της πόλης και οι επιχειρηματίες με πρόσοψη στα οδοστρώματα της επιφάνειας ταλαιπωρούνται από τις βαθιές ανασκαφικές εγχειρήσεις του μετρό, που δεν αποπερατώνεται.
Ωστόσο, το μετρό προσφέρει ευκαιρία, αφενός, για αποκατάσταση παλαιών ρωγμών και ρηγμάτων στην ιστορική γνώση και, αφετέρου, για συμφιλίωση με το πολυεθνοτικό και πολυπολιτισμικό παρελθόν της. Πράγματι, οι εργασίες διάνοιξης του Μετρό Θεσσαλονίκης αποκάλυψαν σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα, κάτι αναμενόμενο σε μια πόλη με τόσο μεγάλη ιστορία και τόσους πολιτισμούς που πέρασαν και εδραιώθηκαν σ’ αυτή. Η αρχαιολογική ανασκαφή καλύπτει μια έκταση περίπου 20 τετραγωνικών χιλιομέτρων και η Αττικό Μετρό, σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού, θα αναδείξει τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα σε κεντρικούς σταθμούς του δικτύου, όπως και στην …πρωτεύουσα. Την αξονική τομογραφία στο επιφανειακό σώμα και στα σπλάχνα της πόλης την αποτυπώνει ιστορικά ο Καιρός, αλλά την αναγκαστική υπενθύμιση αυτής της ιστορίας μάς την προκαλούν έργα μεγάλης κλίμακας, όπως το μετρό της πόλης. Ενίοτε, τέτοιες κατασκευαστικές υποδομές μπορούν να αποτελέσουν μια ευκαιρία για να αποκατασταθούν αφηγηματικά ορισμένα θραύσματα της ιστορίας. Αυτά τα ιστορικά κομμάτια ως μνημονικά ίχνη, όχι απλώς του αστικού χώρου, αλλά και των ιστορικών παραλείψεων και αποσιωπήσεων που θέσπισαν τρόπον τινά οι κυρίαρχες εξουσίες, οφείλουμε στη νεοτερική εποχή μας να τα αναστοχαστούμε και να τα εκθέσουμε σε κοινή θέα, δηλαδή σε δημόσια γνώση.
Ο φετινός Γάλλος νομπελίστας λογοτέχνης Πατρίκ Μοντιανό (1945-) και η σκεπαστή αγορά του Ελί Μοδιάνο (1922) της Θεσσαλονίκης, που έγινε πολύ trendy στα 80s από τις παρέες του φίλου και δασκάλου μου Κωστή Μοσκώφ, έλκουν την κοινή καταγωγή τους από την πολυπληθή κοινότητα των σεφαραδιτών Εβραίων, που έζησε στην Θεσσαλονίκη από τα τέλη του 15ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου. Στην περιοχή όπου βρίσκεται το Σιντριβάνι, η ΔΕΘ και το Πανεπιστήμιο, είναι γνωστό πως υπήρχε εβραϊκό νεκροταφείο. Έχει κι αυτό τη δική του ιστορία με τους Ναζί, που το βεβήλωσαν.
Αλλά ούτως ή άλλως αυτός ο χώρος ως νεκροταφείο έχει πάψει να υπάρχει. Η ίδια η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, νομίζω, έχει συναινέσει να μεταφέρει τάφους, που ενδεχομένως βρεθούν από τις ανασκαφές κατά τη διάνοιξη της σήραγγας, στο νέο νεκροταφείο της Σταυρούπολης. Όλοι όσοι περιδιαβαίνουν τη Θεσσαλονίκη, μπορούν να σκεφθούν, ελπίζουμε, γιατί ένα τέτοιας κλίμακας τεχνικό έργο μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος τουλάχιστον της μνήμης πόλης χωρίς φοβικές αγκυλώσεις, εφόσον δεν διακυβεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η ελληνικότητα της Θεσσαλονίκης. Αν κάνουμε λάθος, οφείλουμε να ανασκευάσουμε.