ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Με ποιον ρατσισμό ασφυκτιάς; (του Κώστα Θεολόγου)

Στα 28 μου κέρδισα σε κάποιον διαγωνισμό απαντώντας στο ερώτημα «ποιος είναι ο πιο ρατσιστής βασιλιάς;» αποκρινόμενος: «Είναι αμφότεροι οι βασιλιάδες στο σκάκι, όχι μόνο ο λευκός, αλλά και ο μαύρος».

Όποιος είχε θέσει το ερώτημα δεν είχε υπόψη του μια τέτοια απάντηση ούτε είχε σκεφτεί τον ρατσισμό εκ μέρους των μαύρων ή των άλλων φυλών που εκδηλώνεται εναντίον των λευκών με την πρώτη ευκαιρία. Ρατσισμός είναι το δόγμα που εκλαμβάνει μια συλλογικότητα ή ένα σύνολο ανθρώπων με συγκεκριμένα γνωρίσματα, κυρίως φυλετικά –αλλά περιλαμβάνονται και εθνικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά κ.ά.– ως ανώτερη των άλλων συλλογικοτήτων. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού είναι ο φυλετικός ρατσισμός, με πιο προβεβλημένα τα περιβόητα παραδείγματα του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, της ναζιστικής έκφρασης Deutschland über alles – ο πρώτος στίχος από την πρώτη στροφή του επίσημου εθνικού ύμνου των Γερμανών μέχρι το 1945-, του προπαγανδιστικού Blut und Boden (Αίμα και Έδαφος/Χώμα), της ΚΚΚ (Κου Κλουξ Κλαν) του αμερικανικού Νότου κτλ. Ο ρατσισμός συζητείται στο πλαίσιο και στο αξιακό τοπίο της λευκής δυτικής κουλτούρας. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τον ρατσισμό που εκδηλώνεται εκ μέρους των μαύρων ή των άλλων φυλών εις βάρος των λευκών.

Η συμβολή της φιλοσοφίας στην ουσιαστική κατανόηση της φυλετικής διάκρισης μπορεί να είναι καταλυτική, εφόσον ο ρατσισμός εκλαμβάνεται ως λογικό σφάλμα στο πλαίσιο της ηθικής φιλοσοφίας. Διότι, όταν θεωρούμε κάποιους πολιτισμούς υποδεέστερους ή άξιους περιφρόνησης, λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους -ή αντιστοίχως κάποιες κοινωνίες ή συλλογικότητες- υιοθετούμε ρατσιστική άποψη. Ρατσιστική στάση εκδηλώνουμε και με χαλαρές μορφές καλαμπουριού, πλάκας, φάρσας και ανεκδοτικής υποτίμησης σε άτομα ή ομάδες με συγκεκριμένα πολιτισμικά, φυλετικά ή έμφυλα χαρακτηριστικά, όπως είναι οι Βέλγοι για τους Γάλλους ή οι Πόντιοι για τους Νεοέλληνες. Η στάση μας μπορεί να χαρακτηριστεί σεξισμός, αν αναφερόμαστε με όχι πολιτικώς ορθό -φαλλοκρατικό και υποτιμητικό – ύφος στους γκέι άνδρες ή στις ομοφυλόφιλες γυναίκες ή απλώς συλλήβδην στις γυναίκες ή στις ξανθιές. Σεξιστική στάση εκδηλώνουν, όμως, και οι φεμινίστριες, όταν συλλήβδην χαρακτηρίζουν τους άνδρες ασυνείδητους χοίρους χωρίς ευαισθησίες.

Στην καθημερινή ζωή σπεύδουμε να υιοθετήσουμε προπετώς τον αντιρατσισμό. Με άλλα λόγια, ο πνευματικός, ο πολιτικός, ο φανατισμένος ή ο απλός κόσμος φαίνεται να ενστερνίζεται την άποψη ότι ο «αντιρατσισμός» είναι καλό πράγμα, έχει θετικό πρόσημο. Συνεπώς, το να θεωρούμε τους ρατσιστές κατώτερη ή άξια περιφρόνησης συλλογικότητα, λόγω της «απάνθρωπης» ιδεολογίας τους, αποτελεί μια θεάρεστη και προοδευτική ή «δημοκρατική» επιλογή. Επομένως, πολλές από τις «αντι-» στάσεις μας τις ασπαζόμαστε, με περισσή αυταρέσκεια, ως θετικές και καταλήγουμε να είμαστε αντι-κομμουνιστές, αντι-σταλινικοί, αντι-εξουσιαστές, αντι-ναζιστές, αντι-φαλλοκράτες, αντι-φασίστες, αντι-σημίτες κτλ. Αν, όμως, σκεφτούμε λογικά και απροκατάληπτα, θα καταλήξουμε στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι και ο αντιρατσισμός αποτελεί μορφή ρατσισμού. Ο αντιρατσισμός είναι ρατσισμός και ο αντιρατσιστής είναι ρατσιστής, ίσως ενδεχομένως και «προβληματικότερος», επειδή αποδέχεται την καθολική ισχύ της ιδεολογίας του. Αυτή τη θέση την έχει εύστοχα αναλύσει ο Norberto Bobbio στο βιβλίο «Εγκώμιο της πραότητας-και άλλα κείμενα περί ηθικής» (Πατάκης, 2008).

Ρατσισμός υποδηλώνεται, άλλωστε, και με την εμμονή στον ανθρωποκεντρισμό, στην αναγνώριση εργαλειακής αξίας στις άλλες μορφές ζωής στον πλανήτη, όταν οι άνθρωποι αυτοθεωρούνται ως είδος ανώτερο από τα ζώα. Αυτό ονομάζεται ειδοκρατία (speciesism), όπως προσφυώς τον αποδίδει η Δραγώνα-Μονάχου στη «Σύγχρονη Ηθική φιλοσοφία» της (Ελληνικά Γράμματα, 1995: 409). Οι σκέψεις αυτές προσανατολίζονται σε ένα σύνθετο τοπίο αναστοχασμού των δικαιωμάτων και των αξιών, που δεν μας καθησυχάζουν ούτε μας βολεύουν ιδεολογικά.

Κοντολογίς, οι αντιρατσιστικοί νόμοι και το κανονιστικό πλαίσιο τους δεν αρκούν ώστε να εδραιώσουν την ειρήνη και την ανοχή (tolerance) σε οποιαδήποτε κοινωνία, ούτε στην χώρα μας, ούτε στις ΗΠΑ. Ο σεβασμός του Άλλου και του συνανθρώπου, ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου ή φυλής, θρησκείας ή χρώματος κ.ο.κ., καλλιεργείται και ενσωματώνεται στη συγκρότηση του εαυτού σε αξιακό επίπεδο, στο σύστημα της συνείδησης και της ιδεολογίας μας με τη συμβολή και τα διδάγματα του σχολείου και της οικογένειας, αλλά και της τέχνης και του περιβάλλοντος στο οποίο ενηλικιωνόμαστε πολιτισμικά. Ο ρατσιστής και ο αντιρατσιστής, αμφότεροι εξίσου, νομίζουμε, πλανεμένοι ενήλικες και αντι-λογικοί, χρήζουν κατανόησης, ως άτομα που στερούνται μια βαθύτερη ανατροφή και δεν έχουν τύχει μιας ολοκληρωμένης διαπαιδαγώγησης. Βέβαια, το σχολείο οφείλει και να διαπαιδαγωγεί διδάσκοντας συνάμα τον πολλαπλώς αυτονόητο σεβασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Εν κατακλείδι, οι κανονιστικές εφαρμογές και οι νόμοι δεν αποτελούν την ενδεδειγμένη οδό για την επίλυση τέτοιου είδους ζητημάτων. Οφείλουμε να καλλιεργήσουμε μέσα από άλλα θεσμικά και κανονιστικά τοπία τα πανανθρώπινα ευεργετήματα για να ευδοκιμήσουν στα σχολεία και στην ανατροφή από το σπίτι μας. Οι κραυγαλέες και προβεβλημένες απόψεις εις βάρος της μιας ή της άλλης θέσης αποτελούν επικοινωνιακά ψιμύθια της εξουσίας, για να ασχολούμαστε με θέματα «λαϊκής κατανάλωσης», χειραγωγημένοι από τα ΜΜΕ, ώστε να μας «διαφεύγουν» τα μείζονα ουσιαστικά αδιέξοδα της πολιτιστικής, προσωπικής, ψυχολογικής, οικονομικής, πολιτικής και εθνικής καταρράκωσής μας.

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου (AKEΔ) στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φρανκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις συλλογικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο ΕΜΠ και σε άλλα πανεπιστήμια. Είναι Συντονιστής της Θεματικής Ενότητας ΕΠΟ41 (Κοινωνική Θεωρία και Νεωτερικότητα) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ). Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση και έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α. Δύο πρόσφατα βιβλία του είναι το «Φιλοσοφία και Τεχνολογία» (Δεκέμβριος 2023) και «Κριτικές Συναντήσεις: Άνθρωποι Βιβλία Τέχνες» (Μάρτιος 2024).

Σχετικά άρθρα

Back to top button