ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Η πελατειακή σχέση της συνενοχής.. (του Κ. Θεολόγου)

Η συνεχής χωρική αναοριοθέτηση της επικράτειας του νεότερου ελληνικού κράτους (1828-1947) φαίνεται ότι συμβάλλει στην ασάφεια περί τα όρια και του δημόσιου χώρου αποδομώντας τον σεβασμό του δημόσιου ή κοινόχρηστου χώρου και αναχαιτίζοντας την ευδοκίμηση της κοινωνικής συνείδησης ως προϋπόθεσης για την καλλιέργεια της ιδιότητας του πολίτη.

Το γεγονός επέδρασε καταλυτικά στο πολιτικό σύστημα και στην πολιτική κουλτούρα, που ουδέποτε απεμπόλησαν τον πελατειακό χαρακτήρα τους. Η μετεμφυλιακή αγωνία της αστυφιλίας, το μεταπολεμικό baby-boom (1947-1965) και οι διώξεις λόγω φρονημάτων προσέλκυσαν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στις πόλεις, προκαλώντας διόγκωση της οικιστικής ανάπτυξης και ένταση στην οικονομία της οικοδομής, για να ικανοποιηθεί το στεγαστικό αίτημα της οικογένειας και του επαγγέλματος.

Η μυστική, ασύδοτη και άρρητη συμφωνία μεταξύ χρηστών και αρμοδίων αρχών για την καταπάτηση, το μπάζωμα, τον εμπρησμό της δασικής έκτασης και την άμεση οικοπεδοποίησή τους διαμόρφωσε ως κοινώς αποδεκτή την αυθαιρεσία επί του δημόσιου χώρου. Το αυθαίρετο κτίσμα ενομιμοποιείτο με τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής προάγοντας αφενός την ευημερία των χρηστών των αυθαιρέτων και αφετέρου των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας.

Έτσι, παγιώθηκε ο μεταπολιτευτικός χαρακτήρας της ανταλλακτικής αλληλεξάρτησης των πελατών-χρηστών και των πολιτικών ως απλό αλλά φαύλο αλισβερίσι. Υπό αυτό το βολικό φαύλο καθεστώς δεν συνέφερε στη νεοελληνική πολιτεία να καταστρωθεί κτηματολόγιο και να καλλιεργηθεί συνείδηση πολιτότητας (citizenship). Κατά συνέπεια, ουδέποτε οποιαδήποτε άρχουσα ιδεολογία θεμελίωσε τις αξίες της στον σεβασμό στους θεσμούς και στον δημόσιο χώρο. Αντ’ αυτής εδραιώθηκε άρχουσα νοοτροπία, που λειτουργεί ιδιοτελώς, με μόνον γνώμονα το ανταλλακτικό συμφέρον της πολιτικής παρέας των χρηστών του δημόσιου χώρου.

Ουδέποτε διδαχτήκαμε πώς να είμαστε πολίτες, φορολογούμενοι με καθήκοντα και υποχρεώσεις και με ανάλογες απαιτήσεις από τους πολιτικούς. Τοιαύτη συνειδητοποίηση θα μας εξέλισσε συμπεριφορικά ως δρώντες σε πλαίσιο πολιτείας που δεν περιορίζεται απλώς σε υποσχέσεις περί την ισονομία, αλλά προάγει την μεταξύ μας ειρήνη, την καθαριότητα, την δημόσια  υγιεινή, την ωραιότητα και τους καλούς τρόπους.

Οι κατά την ειδησεογραφία φυσικές καταστροφές στη χώρα μας δεν είναι απολύτως «φυσικές καταστροφές». Πριν από 25 χρόνια έγραφα στο περ. Αντί για τις πλημμύρες στην Κόρινθο «Τα πάντα ρει, όταν χτίζει όπου βρει», παρακινημένος από την έκδηλη απόγνωση των πληγέντων, αλλά και την οργή τους εναντίον του «κράτους». Λησμονούμε συλλήβδην πως το κράτος έχει πρόσωπο και όνομα, όταν ζητάμε το παράνομο ρουσφέτι, αλλά όταν η συγκεκριμένη παρανομία έχει συνέπειες εις βάρος μας κατακραυγάζουμε εναντίον ενός κράτους απρόσωπου, από το οποίο απαιτούμε να μας συνδράμει, λες και είναι ο μεγαλόκαρδος πατέρας, που θα βάλει το χέρι στην τσέπη να τσοντάρει για τη ζημιά μας και να ξαναφέρει τη ζωή μας στην περιπόθητη κανονικότητα.

Όταν επιθυμούμε να «νομιμοποιήσουμε την παρανομία» μας στον δημόσιο χώρο, εμπλεκόμαστε κατ’ εξοχήν σε παράνομη πελατειακή σχέση συνενοχής, όχι μόνο ως αιτούντες, αλλά και ως εκχωρούντες αντίστοιχα δικαιώματα. Αυτή η νοοτροπία, με τις καταπατήσεις, τα μπαζώματα, τις επεκτάσεις των χρηστών επί του αιγιαλού κτλ., αποτυπωνόταν επί δυο αιώνες ως απουσία κτηματολογίου, δασολογίου κοκ.

Η νεοελληνική ιδιαιτερότητά μας σε αυτή την περίπτωση αφορά στη σφετεριστική καπατσοσύνη να καταπατούμε και να οικειοποιούμαστε ιδιοτελώς το κοινόχρηστο και το δημόσιο, είτε είναι ξεχασμένο χωράφι, όμορφο δάσος, αμμώδης αιγιαλός, πιλοτί πολυκατοικίας για στάθμευση, πεζοδρόμιο για παράταξη τραπεζοκαθισμάτων, γκαζόν, αγρός, κατάληψη κτηρίου, σχολείου κτλ. Εντέλει, η σύντηξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του δημόσιου χώρου αποτελεί περίπλοκο και δυσδιάκριτο συνονθύλευμα· τούτο το φαινόμενο της νεοελληνικής απροσδιοριστίας του δημόσιου χώρου το βάφτισα «ιδιώδημον» [ιδιωτικόν + δημόσιον > ιδιώδημον ή priblic (< private + public)] (Χαρτογραφώντας το ιδιώδημο, Ελληνοεκδοτική, 2016).

Ας πάψουμε να θεωρούμε υπό την ιδιοτελή παραμορφωτική προοπτική μας τα καίρια ζητήματα του δημόσιου αστικού χώρου και να τα αξιολογούμε σε σμίκρυνση, την οποία μας επιβάλλει ο ατομοκρατικός και μικροαστικός κομφορμισμός μας. Όσο ο άρχων μικροαστισμός ή κομφορμισμός μας επικεντρώνεται σε ζητήματα ατομικής ιδιοκτησίας και κάποτε συμμαχεί ή ξιφομαχεί παράλογα με έναν κατασκευασμένο για τις διαλεκτικές ή κομματικές ανάγκες του περιθωριακό λαϊκισμό, δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί τον δημόσιο χώρο ως φυσικό τοπίο και χωροχρονικό συνεχές με αισθητές πτυχές.

Οι προϋποθέσεις διαυγασμού του για την ελληνική περίπτωση περιλαμβάνουν: α) την καλλιέργεια συνείδησης της ιδιότητας του πολίτη, β) την άρση της μονολιθικής πελατειακής υπόστασης του πολιτικού συστήματος, γ) τη θεσμική υλοποίηση των απαραίτητων χαρτογραφήσεων και δ) την κανονιστική εφαρμογή τους σε όλους τους χρήστες (πολίτες και επιχειρηματίες, κυβερνώντες και κυβερνώμενους).

Κοντολογίς, οι επιλογές μας έχουν συνέπειες. Αν είμαστε υπεύθυνοι άνθρωποι, δεν μας αρμόζει να είμαστε απελπισμένοι και εξοργισμένοι. Ως εθνικά και προσωπικά υπεύθυνοι «πολίτες» οφείλουμε να είμαστε και εθνικά υπεύθυνοι εκλογείς, κι ας λέει το σύνθημα του γαλλικού Μάη «Αν οι εκλογές αλλάζαν τα πράγματα, θα ήταν παράνομες».

Οι φυσικές καταστροφές, είτε αφορούν σε πλημμύρες που καλύπτουν με λάσπες είτε καταπίνουν με φλόγες περιουσίες και ανθρώπους, εκπορεύονται πολιτικά από τα πολεοδομικά γραφεία, όπου κατοχυρώθηκαν χωρίς την υπογραφή της αφέντρας φύσης. Ο χώρος έχει καταλυτική πολιτική σημασία και για την αυτογνωσία μας, την οποία καλούμαστε να εμβαθύνουμε με ασκήσεις αναστοχασμού, φορώντας μάσκα και διεκδικώντας αποστάσεις για τον ζωτικό χώρο μας, στην εποχή του COVID-19.

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου (AKEΔ) στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φρανκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις συλλογικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο ΕΜΠ και σε άλλα πανεπιστήμια. Είναι Συντονιστής της Θεματικής Ενότητας ΕΠΟ41 (Κοινωνική Θεωρία και Νεωτερικότητα) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ). Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση και έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α. Δύο πρόσφατα βιβλία του είναι το «Φιλοσοφία και Τεχνολογία» (Δεκέμβριος 2023) και «Κριτικές Συναντήσεις: Άνθρωποι Βιβλία Τέχνες» (Μάρτιος 2024).

Σχετικά άρθρα

Back to top button