Η όψιμη εγρήγορση στα ΑΕΙ | του Κώστα Θεολόγου
Οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης περί την ίδρυση Ειδικού Σώματος Πανεπιστημιακής Αστυνομίας (ΠΑ), που θα υπάγεται στην ΕΛ.ΑΣ και στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και η αυστηροποίηση του ποινικού καθεστώτος για τα αδικήματα σε πανεπιστημιακούς χώρους θεωρούνται απαράδεκτες από τους χώρους της Αριστεράς και έχουν προκαλέσει σχετικά έντονες αντιδράσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους, διότι η δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημίων πρέπει να είναι υπόθεση των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Λένε, οι αντιδρώντες, πως τα δημόσια πανεπιστήμια στοχοποιούνται. Ακριβέστερο είναι ότι μάλλον εκλαμβάνονται ως πεδία, όπου οι εισβολές οιονεί αντεξουσιαστών, οι διαρρήξεις γραφείων, οι καταλήψεις χώρων κατά το δοκούν, οι κλοπές εξοπλισμού, οι προπηλακισμοί και οι βιαιοπραγίες σε διδάσκοντες και όργανα της Διοίκησης (Κοσμήτορες, Πρυτάνεις κτλ.) γίνονται ανεκτές ατιμωρητί ή, αν προτιμάτε, εμπίπτουν σε καθεστώς παραγραφής. Η κοινωνία, πάντως, μοιάζει κουρασμένη (και μπουχτισμένη;) είτε από την ανεκτικότητα της βίας είτε από την ατιμωρησία της παραβατικής δράσης στα ΑΕΙ. Στα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ σάμπως η εγκληματικότητα να βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο σε σύγκριση με πανεπιστήμια άλλων χωρών, στις οποίες φαίνεται από μετρήσεις ότι ο θεσμός της ΠΑ δεν περιόρισε σε σημαντικό βαθμό τα ποσοστά της εγκληματικότητας.
Όμως, οι βιαιοπραγίες και η ανομία στους χώρους των ελληνικών ΑΕΙ φαίνεται πώς είναι άλλης τάξης: δεν είναι τόσο πολύ τα ναρκωτικά, οι κλοπές ή άλλα εγκλήματα, αλλά οι εξευτελισμοί θεσμών και προσώπων, οι καταλήψεις κτηρίων και η οικειοποίηση «χώρων» από ομάδες και φορείς άσχετους με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Αν κάποιος χαρακτηρίσει συλλήβδην αυτές τις συμπεριφορές ως χουλιγκανισμούς, τραμπουκισμούς και «φαινόμενα παρακμής», πιθανόν να στιγματισθεί ως κάτι «πολιτικώς κακό», όχι προοδευτικό πάντως. Η θέσπιση ΠΑ φαίνεται πως πλήττει το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ και αναπληρώνει τα όργανα της πανεπιστημιακής κοινότητας με όργανα αστυνομικά, καταστολής κτλ. προκαλώντας ρήξη στα δημοκρατικά κεκτημένα των εγχώριων ΑΕΙ. Ωστόσο, η μεταπολιτευτική (προοδευτική;) γενιά που διοικεί τις τελευταίες δεκαετίες τα ΑΕΙ δεν διαμόρφωσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε να προασπίζονται οι συνθήκες ελευθερίας και δημοκρατίας για όλους ανεξαιρέτως τους χρήστες των πανεπιστημιακών χώρων, ούτε φρόντισε -εκείνη η προοδευτική γενιά- να καλλιεργηθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολίτη και ο σεβασμός κάθε εργαζόμενου και κάθε επαγγελματία στα ΑΕΙ. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για προσλήψεις χιλίων και πλέον αστυνομικών και η διάθεση τριάντα εκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχούν σε μεγάλο ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ώστε να αναβαθμιστεί η φύλαξη των πανεπιστημίων, μοιάζουν προκλητικές, καθώς τα ΑΕΙ στερούνται, πράγματι, από το απαραίτητο διοικητικό και εκπαιδευτικό προσωπικό, δεν καλύπτονται οι ανάγκες της φοιτητικής μέριμνας ούτε επαρκούν οι βασικές υποδομές και οι εξοπλισμοί τους.
Αποτελούσε, όμως, επί τόσες δεκαετίες ευθύνη και χρέος της ακαδημαϊκής κοινότητας να διαφυλάξει το πανεπιστήμιο ως χώρο έρευνας, έκφρασης, ελευθερίας και διαρκούς εκδημοκρατισμού εν τοις πράγμασι. Και αν φαίνεται ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν πλέον ανάγκη από καταστολή, ας ανατρέξουμε και σε όσους τα διοίκησαν από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα (Υπουργεία και συλλογικά όργανα ΑΕΙ) με τη συναίνεση (ή την ανοχή;) της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η θέσπιση της ΠΑ εκπορεύεται από τη διάθεση των κυβερνώντων να βάλουν τάξη σε χώρο με τον οποίο δεν έχουν βιωματική σχέση. Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο φαίνεται ότι χρειάζεται ΠΑ, αλλά η θέσπιση και η λειτουργία της θα δημιουργήσουν βαθύτερα προβλήματα στη λειτουργία των ΑΕΙ. Από την άλλη, όμως, το δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο χρειάζεται αναμόρφωση, νοικοκύρεμα και επαγρύπνηση, στο πλαίσιο των οποίων θα πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθούν τα χαρακτηριστικά της ιδιότητας του πολίτη, του σπουδαστή/στριας, του επαγγελματία, του/της εργαζόμενου/ης. Κοντολογίς, εάν το πανεπιστήμιο επιθυμούσε να διατηρήσει το αυτοδιοίκητο της λειτουργίας του μακριά από τις «αστυνομικές δυνάμεις», μήπως έπρεπε να στέκεται κριτικά εγρήγορο απέναντι στην εθελότυφλη ανοχή «συμπεριφορών» που ευδοκίμησαν μεταμφιεσμένες σε πανεπιστημιακή ελευθερία και συναλλαγή και να μην διερωτάται σκιαγμένο οψίμως «γιατί» και «πώς» εντέλει αυτές οι συμπεριφορές καθεαυτάς προσέλκυσαν σαν ώριμα φρούτα τις χρυσόμυγες της καταστολής;