Εκπόρνευση χωρίς ζάχαρη | του Κώστα Θεολόγου
Καμιά φορά όταν περιγράφεις την πραγματικότητα καταγγέλλεσαι από τους ξινισμένους μέτριους του προοδευτικού συρμού ως ειρωνικός, όχι σοβαρός και ασφαλώς όχι πολιτικώς ορθός! Η αναφορά του Γραμματέα του ΚΚΕ σε μέντορες δεν αποτελούσε κάποια σεξιστική δήλωση· απλώς τους βάφτισε με όρο της πιάτσας, της ίδιας ακριβώς πιάτσας από την οποία εκπορεύονται οι κερδοφόρες ιδέες και οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για τη μη κρατική (λέγε με ιδιωτική) τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ο εξαιρετικά προβληματικός σχεδιασμός, που έγινε πλέον νόμος, όφειλε να ενισχύει κατ’ αρχήν την καταρρακωμένη δημόσια εκπαίδευση και ας προέβλεπε ταυτόχρονα και τη δυνατότητα σε κυβερνητικούς πελάτες να ιδρύσουν μη κρατικά ΑΕΙ, διότι αυτό συνιστά μια ευρωπαϊκή «ενωσιακή» σύγκλιση. Αλλά φευ! Η εξουσία δεν θέλει πολίτες εγγράμματους και εμείς εδώ δεν γνωρίζουμε πατριδογνωσία, Γεωγραφία, Κοινωνιολογία, Γραμματική αλλά ούτε και στοιχειώδεις πληροφορίες για ντόπιους και ξένους που έδρασαν καταλυτικά στην επιστήμη και στις τέχνες. Αυτό είναι κάτι που επιμελώς αποφεύγουν να διορθώσουν οι εκάστοτε υπουργοί, οι οποίοι από τη μεταπολίτευση κι έπειτα προωθούν μεταρρυθμίσεις επιφέροντας κάθε φορά καίριο ασύγγνωστο πλήγμα στην ελληνική παιδεία και στον νεοελληνικό πολιτισμό.
Οι αντιπολιτευτικές κοκκορομαχίες και κορώνες του κάθε άσχετου περί την ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα κατέληγαν σε οιονεί ψηφίσματα που δεν περιλάμβαναν τις μακράς διάρκειας καταλήψεις των Σχολών, ούτε την ολοκληρωτικής νοοτροπίας βίαιη άρση των ακαδημαϊκών και εκπαιδευτικών λειτουργιών στα τριτοβάθμια ιδρύματα. Είναι θλιβερή η χουλιγκάνικη πολιτική συμπεριφορά, εις βάρος της οποίας δεν διακυβεύεται το παραμικρό· δεν υπάρχει κόστος για τους αγωνιστές ή τους ηθικούς αυτουργούς της «στάσης» τους. Δεν είμαι από αυτούς που καταδικάζουν τη βία από όπου κι αν προέρχεται· καλώς να ευδοκιμεί η αντίσταση, όμως όταν παλεύουμε αβρόχοις ποσί και αχρεωστήτως γινόμαστε τσαμπατζήδες της ιδεολογίας που μας αγκυλώνει, αλλά δεν μας σταυρώνει.
Η εξουσία ισχυρίζεται ότι αυτή η νομοθετική μεταρρύθμιση των ΑΕΙ τα ευθυγραμμμίζει εκπαιδευτικά με τον υπόλοιπο πλανήτη, δηλαδή προάγει την παγκοσμιοποίηση της ελληνικής παιδείας, η οποία έχει πάψει να επιτελεί τον εθνικό σκοπό της εδώ και δεκαετίες. Θεωρώ ότι η διεκδίκηση για δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση δεν διαθέτει τέτοια χαρακτηριστικά, εφόσον δεν υπάρχουν τριτοβάθμια σχολεία που υποδέχονται τους φοιτητές τους και παρέχουν δωρεάν παιδεία. Ένας φοιτητής ή μια φοιτήτρια που σπουδάζει σε δημόσιο ΑΕΙ το οποίο εδρεύει σε άλλη πόλη της επαρχίας ή στην πρωτεύουσα κάθε άλλο παρά δωρεάν παιδεία απολαμβάνει.
Η εδώ και πενήντα χρόνια μεθοδική αποδόμηση και υποβάθμιση του ελληνικού σχολείου σε όλες τις βαθμίδες του γινόταν ασμένως αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία, διότι περιόριζε δραματικά τις απαιτήσεις προόδου για τους μαθητές και σπουδαστές διευκολύνοντας την πιστοποίηση των σπουδών, το ποθητό «χαρτί» που ήθελαν διακαώς περισσότερο οι γονείς. Κατά κανόνα δεν παράγεται γνώση, ούτε μόρφωση, και ξεχωρίζει μόνο η χρηστική επιδίωξη για κάποιο δίπλωμα, που απαιτούν οι επιχειρήσεις. Αυτές, άλλωστε, επέβαλαν τη μετάλλαξη της εγγενούς αξίας της παιδείας σε απλώς εργαλειακή.
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια για τους όρους της διάδρασης της εκπαίδευσης με τον εταιρικό κόσμο. Πρόκειται για μια σχέση προαγωγών και εταιρών, στο πλαίσιο του αδυσώπητου πελατειακού κέρδους, και ίσως η διαφορά μου στη διατύπωση του ισχυρισμού του Δημήτρη Κουτσούμπα είναι στο ότι η πραγματική εκπόρνευση είναι χωρίς ζάχαρη.
Ο Κώστας Θεολόγου είναι Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού στο ΕΜΠ και Β’ Διευθυντής του Προγράμματος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός στο ΕΑΠ