Η δημόσια τέχνη του γκράφιτι στον δημόσιο χώρο
Ο δημόσιος χώρος στη νεότερη Ελλάδα ανέκαθεν έπασχε από μια απροσδιοριστία. Η πάθηση έχει ποικίλες αιτίες. Μερικές από αυτές είναι η αέναη διαδικασία ενοποίησης της εθνικής επικράτειας από το 1828 μέχρι το 1947, η έλλειψη και γενικώς η αβελτηρία για την ολοκλήρωση των χαρτογραφήσεων του δημόσιου χώρου μέσα από κτηματολόγια, η απουσία κοινωνικής συνείδησης και της ιδιότητας του πολίτη.
Αυτή η απροσδιοριστία διαμόρφωσε μια ασάφεια, μια μουτζούρα στα όρια μεταξύ κρατικού, δημοσίου, κοινόχρηστου και ιδιωτικού, οπότε η ασέβεια απέναντι στις κάθε λογής συμμορφώσεις υπήρξε φυσικό επακόλουθο. Η ασέβεια στα όρια της χωρικότητας συμπαρέσυρε ασέβεια στο νόμο, μια γενικότερη στάση ανυπακοής και αίσθησης εφημερίας, προσωρινότητας και ασυνέχειας.
Περιεκτικά και κάπως υπαινικτικά θα αναφερθούμε τον δημόσιο χώρο από ιστορική και κοινωνιολογική οπτική, θα συσχετίσουμε το γκράφιτι και τη δημόσια τέχνη με τον αστικό χώρο εντός του οποίου αναπτύσσονται ως μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικοπολιτικής δράσης, και θα ισχυριστούμε ότι η δημόσια τέχνη ακόμη και ως αμιγώς καλλιτεχνική δράση και έκφραση έχει σαφώς έναν ανατρεπτικό και αντεξουσιαστικό χαρακτήρα.
Η ιδιότητα του πολίτη και η αναπαράσταση του δημόσιου χώρου συνδέονται ευθέως προς την ορατότητα και την φυσική παρουσία μας σε χώρους δημόσιας πρόσβασης. Ο χώρος δεν είναι στ’ αλήθεια δημόσιος, λοιπόν, αν η λειτουργία του αποκλείει ορισμένους ή κάποιες ομάδες από την πρόσβαση σε αυτόν, και αυτό πλήττει συχνά τα παιδιά και τους εφήβους. Ο χώρος αποτελεί πυρηνική έννοια στον τρόπο που τον αντιλαμβάνονται και τον θεσμοθετούν οι σύγχρονες δημοκρατίες, μετά από τον 17ο αιώνα, και αποτελεί το κέντρο των επεμβάσεων εκ μέρους των μοντερνιστικών οραμάτων της τεχνολογίας, της επικοινωνίας και της τέχνης.
Από πολύ παλιά έχει παρατηρηθεί η ανθρώπινη έκφραση στον τοίχο με ένα σύνθημα, μια άποψη ή μια προσβολή κατά προσώπου, ας το πούμε συνολικά τοιχογραφία (mural). Η τοιχογραφία αναπτύχθηκε στις πόλεις και την εκλαμβάνουμε ευλόγως ως ένα φαινόμενο του αστικού χώρου. Ωστόσο, δεν είναι ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε στο μεταμοντερνισμό ή έστω δεν είναι προϊόν της νεοτερικότητας. Μια ιστορική αναδρομή θα μας οδηγούσε πολύ πίσω στο παρελθόν, σε χιουμοριστικού και σεξουαλικού-πολιτικού περιεχομένου σκίτσα και προσβλητικά συνθήματα στην αρχαία Ρώμη κτλ. Η λέξη graffiti στα Αγγλικά χρησιμοποιήθηκε το 1851 για να ονομάσει τις επιτοίχιες επιγραφές που βρέθηκαν στα ερείπια της Πομπηίας.
Έχουν εντοπισθεί γκράφιτι των Βίκινγκ στα μαρμάρινα παραπέτα της Αγια-Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη. Στη σύγχρονη εποχή το βλέπουμε να συμμετέχει ως φαινόμενο στα ποικίλα κοινωνικά και καλλιτεχνικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 με τα διάφορα προτάγματά τους στην ζωή των πόλεων. Θυμηθείτε τον αντιπολεμικό πολιτικό ακτιβισμό και τις διαμαρτυρίες των χίπιδων με το σύνολο του φιλειρηνικού συμβολισμού και της συμπεριφορικής κουλτούρας τους, αλλά και αμέσως αργότερα την επανεμφάνιση των συμμοριών στις ΗΠΑ και τον τρόπο που μάρκαραν τις περιοχές τους. Στον ελλαδικό χώρο θα θυμηθούμε ότι στην Αθήνα της Γερμανικής Κατοχής γράφονταν αντιστασιακά και επαναστατικά συνθήματα και σκίτσα στους τοίχους. Δεν θα μπορούσε να σταθεί εννοιολογικά κάποια γενικευμένη εκτίμηση και αποδοχή για το «περιεχόμενο» της τέχνης που συναντάμε στον δημόσιο χώρο ή, έστω, για κάποιο τμήμα του περιεχομένου που μπορούμε να εκλάβουμε ως τέχνη. Εμείς σε αυτή την περιεκτική αναφορά μας αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο graffiti που ήρθε στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ και αποτελεί μια τέχνη ταυτότητας (ατομικής, εθνικής, συλλογικής κτλ)
Στις Ανατολικές ΗΠΑ, λοιπόν, στη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκαν στους τοίχους της Φιλαδέλφειας τα πρώτα Tagging, δηλαδή οι λογότυποι των writer και η ιδιότυπη υπογραφή τους. Στις δεκαετίες 1970-1980 άνθησε υφολογικά, ας πούμε, το graffiti στη Νέα Υόρκη και διαμόρφωσε μια ιδιαίτερη κουλτούρα. Μάλιστα το tagging διαδόθηκε ραγδαία στους μετροπολιτικούς σιδηροδρόμους, διότι οι writer ήθελαν να επεκτείνουν τη φήμη τους σε ολόκληρο τον αστικό ιστό. Εντοπίζουμε διάφορα δίπολα που απασχολούν τον παρατηρητή ή τον μελετητή αυτού του φαινομένου: το δίπολο της σχέσης ιδιωτικού –δημοσίου, τη διάδραση τεχνολογίας και τέχνης, τη σχέση εξουσίας και αμφισβήτησής της από τους καλλιτέχνες του δρόμου, την αισθητική αξία και η απαξίωση του γκράφιτι ως βανδαλιστικής έκφρασης, την υποκουλτούρα της street art και την θεσμική αποδοχή της στην καλλιτεχνική σφαίρα κτλ. Θέμα του φεστιβάλ που εγκαινιάζεται σήμερα είναι η πολυμορφία, και ως τέτοια μορφή πολυμορφικής έκφρασης πρέπει να αποδεχτούμε την δημόσια τέχνη του γκράφιτι.
Το γκράφιτι θεωρείται «προβληματικός τρόπος έκφρασης» από την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, αλλά γιατί είναι τόσο ενοχλητικό και τι είδους πρόβλημα δημιουργεί; Το αντιμετωπίζουμε δηλαδή συχνά ως μια ένδειξη κοινωνικού ξεπεσμού, κοινωνικής εξαθλίωσης και φτώχειας. Συνάμα, όμως είναι και απειλητικό, πιο αιχμηρό από ένας απλός δείκτης των κοινωνικών ή πολιτικών προβλημάτων. Ορισμένοι εκλαμβάνουν το graffiti ως μια απειλή, δηλαδή ως ένα μέσο δράσης που συμβάλλει ενεργώς στην ένταση της αστικής αταξίας, σηματοδοτεί ή μαρκάρει μια περιοχή συμμορίας, εντείνει τον κίνδυνο και την πιθανότητα των κατοίκων να εμπλακούν σε δυσάρεστες καταστάσεις. Κυριαρχεί η αντίληψη ότι το graffiti είναι εγκληματική δραστηριότητα, οι writers εγκληματίες και τα εργαλεία τους όπλα εγκληματικά. Υπό μια τέτοια οπτική το graffiti εκλαμβάνεται ως βανδαλισμός (δηλαδή καταστροφή της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας), ως εγκληματική ή απλώς παράνομη ατομική έκφραση εις βάρος ατομικών δικαιωμάτων τρίτων, εις βάρος του δημοσίου, εναντίον επιχειρήσεων ή της ιδιοκτησίας τρίτων. Μπορεί να εκλαμβάνεται ως παραβατική, αντικοινωνική και στασιαστική ή έκφραση, πάντως ποινικώς κολάσιμη.
Εντούτοις, θα πρέπει να του αποδώσουμε το χαρακτηριστικό μιας ανατρεπτικής και αντεξουσιαστικής δράσης.
Από το μετρό, που λέγαμε, το γκράφιτι αναδύθηκε στο αστικό τοπίο και αναζητούσε έκφραση σε ολοένα και μεγαλύτερες επιφάνειες. Σταδιακά το γκράφιτι κατέστη κομβικό εκφραστικό μέσο ποικίλων μουσικών σκηνών της υποκουλτούρας, όπως ήταν η πανκ, η χιπ-χοπ και η ραπ. Η θεσμική τέχνη είχε ήδη προσέξει αυτή τη δημόσια, ας πούμε, τέχνη του δρόμου και είχε εντοπίσει τις καλλιτεχνικές αρετές της καθώς η τέχνη είχε αρχίσει τη διαλεκτική σχέση της με το αστικό τοπίο και έκανε καίριες επεμβάσεις μόνιμες ή και εφήμερες και από διάσημους καλλιτέχνες που δεν έκαναν γκράφιτι, (8) π.χ. ο Βούλγαρος Christo στο Παρίσι της δεκαετίας του 1980.
Στην Ελλάδα της χρόνιας πλέον ύφεσης και της εξαθλιωμένης κοινωνίας της, άρχισε να παγιώνεται μια κουλτούρα σιωπής, που περιλαμβάνει συμμόρφωση, εκπτώχευση, περικοπές, απειλές και υποταγή. Σε ένα τέτοιο κοινωνιολογικό και πολιτικό περιβάλλον το γκράφιτι είναι μια μορφή καλλιτεχνικής αντίστασης, μια πολιτιστική ανάσα στο ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο υποχρεώσεων και ατιμωρησίας των κάθε λογής υπευθύνων. Το γκράφιτι ας γίνει η κραυγή της δημόσιας τέχνης των δρόμων και ας καταγράψει με τον ειρηνικό τρόπο του αλήθειες για όλους. Δεν είναι κι αυτό, άραγε. μια αποστολή της τέχνης;
Το Graffiti θίγει υπαρκτά κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά προβλήματα, ακόμη κι όταν δεν είναι ευθέως ή αμέσως «πολιτικό». Το Graffiti βρίσκει ή καταλαμβάνει χώρο για μια αληθινή δημόσια φωνή και έκφραση που θα διατυπώσει λόγο αδιαμεσολάβητο από τα ΜΜΕ και τις επιχειρήσεις που τα κατέχουν. Το graffiti αποτυπώνει ανάγλυφα την δυσαρέσκεια, την πίκρα ή την ικανοποίηση ομάδων που βρίσκονται στο περιθώριο, είναι σε καταστολή, καταπιέζονται ή είναι φιμωμένες και τις προσφέρει φωνή, ενσωματώνοντας τες κυριολεκτικά στη δημόσια σφαίρα. Αυτό είναι απολύτως πολιτικό! Το graffiti και η street art ανθεί και ευδοκιμεί στο δρόμο, στις ράγες των υπογείων του μετρό, με το ξενύχτι, με το σκασιαρχείο, με την μικρή προσωπική αντίσταση του νεοφώτιστου toy και των έμπειρων writer στο σύστημα, στην κατεστημένη αστική ζωή, στην εγχρήματη οικονομία και στην καταπιεστική καθημερινότητα. Σε κάθε περίπτωση απουσιάζει ή είναι ελλιπής η μύηση της κοινωνίας στις ποικίλες μορφές του graffiti, της street art και στις διακρίσεις τους. Το φεστιβάλ που εγκαινιάζεται σήμερα θα συμβάλλει οπωσδήποτε θετικά σε μια τέτοια διαπαιδαγώγηση του κοινού, ώστε να συνειδητοποιήσει την πολλαπλώς σημαντική κοινωνική συνεισφορά της δημόσιας τέχνης στην αστική καθημερινότητα.
Το 1ο Φεστιβάλ Δημόσιας Τέχνης ανοίγει ένα διάλογο με τους καλλιτέχνες, τους φορείς, τους ειδικούς ερευνητές αλλά και με το κοινό. Προσφέρει τη δυνατότητα να ενημερωθούμε γύρω από τις νέες τάσεις της τέχνης του δημοσίου χώρου, να τις κάνει προσιτές και οικείες σε ευρύτερο κοινό ώστε να τις αναστοχαστούν κριτικά και ίσως να τις αποδεχτούν. Θα ήταν επιτυχία του φεστιβάλ αν άλλαζε έστω και μακροπρόθεσμα την εικόνα της Αθήνας ως έναν πολεοδομικό τελάρο που δεν υποδέχεται απλώς τα υλικά και την τεχνολογία τους, αλλά αποδίδει στην πόλη, στον στικό χώρο της Αθήνας, μια καλλιτεχνική, μιαν αιθητική διάσταση, και προσελκύει σε μια μεσογειακή διαλεκτική του αστικού χώρου το κοινό και τους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Ζωγράφοι των οποίων τα έργα κοστίζουν σήμερα στην αγορά εκατομμύρια ευρώ ή δολάρια υπήρξαν ανέστιοι και αλήτες, όπως οφείλουν, ίσως, να είναι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, διότι αλλιώς θα απολέσουν την θεϊκή μανία, τη σαλότητα, την απόλυτη πνευματική ελευθερία στην οποία πρέπει να βρεθούν για να αποδώσουν το έργο τους, που δεν είναι άλλο από το να σχεδιάζουν τα χρώματα των ονείρων της ψυχής τους και της καθημερινής ζωής τους στους τοίχους της πόλης.
Θέμα του φεστιβάλ είναι το Multi–formity, αλλιώς η πολυμορφία. Ο ελλαδικός χώρος είναι σαφώς πολυμορφικός γεωγραφικά, εξίσου στη γεωμορφολογία του όσο και στην πολιτισμική συνθετότητά του. Πολυμορφία χαρακτηρίζει σε μεγάλη ένταση την Αθήνα, ως αστικό χώρο ή ως αττικό λεκανοπέδιο με πολλές όψεις και ποικίλες αντιθέσεις. Τα εικαστικά/μορφολογικά χαρακτηριστικά της ελληνικής πρωτεύουσας καλύπτουν πολλαπλές εκδοχές για τη μελέτη της σε εννοιολογικό, κοινωνιολογικό και αισθητικό ή φιλοσοφικό επίπεδο. Λοιπόν, παιδιά και αρτίστες, πηδήξτε στο τραίνο της εκφραστικής ελευθερίας σας, αποδράστε με το ταλέντο και με τη φαντασία σας, και κάντε τη δουλειά σας, όπως πρέπει και όπως εσείς την αντιλαμβάνεστε αισθητικά και αξιακά. Εμείς οι απ’ έξω θα προσπαθήσουμε να την κατανοήσουμε και, αν μπορέσουμε, να την ακολουθήσουμε.
* Το παραπάνω κείμενο είναι η ομιλία του στην ημερίδα που εγκαινίασε το «1ο Φεστιβάλ Δημόσιας Τέχνης» στο μουσείο Μπενάκη, το Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014.