ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Δάσκαλοι και βιβλία ή το νέο …Φίλη-όκβε (του Κ.Θεολόγου)

Στα σχολεία μας συχνά αναδύονται αντιδικίες, που αφορούν στη διδασκαλία και στα βιβλία των μαθημάτων, κυρίως στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Πρέπει, βέβαια, κάποια στιγμή να γίνει και μια συζήτηση για τα Πανεπιστήμια, αλλά εκεί το θέμα δεν έχει το «οριζόντιο» ενδιαφέρον που βρίσκει ο κόσμος στην Ιστορία, στα Θρησκευτικά και στα Αρχαία, για να πούμε κάποια πρόσφατα παραδείγματα, επειδή απασχολούν περισσότερους γονείς και βλαστάρια, δασκάλους, πολιτικούς και δημοσιολογούντες, παπάδες και επαναστάτες.

Νομίζω ότι την ποιότητα της διδασκαλίας μέσα στην τάξη αδυνατούν να την προσφέρουν τα διδακτικά βιβλία καθεαυτά. Υπήρξα μαθητής επί χούντας και οι δάσκαλοι μάς «σφύριζαν» όσα δεν ήθελε το καθεστώς να γράφονται στην διδακτέα ύλη. Μάλλον, τότε ακόμη οι καθηγητές και οι δάσκαλοι δεν πειθαρχούσαν -ούτε περιχαρακώνονταν ασφαλώς- στο προδιαγεγραμμένο πλαίσιο ύλης, εξέθεταν την «προσωπική» ματιά τους και εξετίθεντο βέβαια και οι ίδιοι. Νομίζω, λοιπόν, ότι η προσωπική μέθεξη στη διδασκαλία δεν υπάρχει πλέον ως συστατικό, και ο έρωτας, όπως τον αντιλαμβανόταν, λόγου χάρη, ο Καστοριάδης, για την εκπαιδευτική πρακτική, έχει αντικατασταθεί από τις επαγγελματικές διεκδικήσεις και από την οικογενειακή απαίτηση να έχει το παιδί «ένα χαρτί».

Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον ρευστής νεοτερικότητας οι παχύρρευστες πομφόλυγες περισσεύουν. Οι δάσκαλοι οφείλουν να κάνουν τη δουλειά τους με αξιοπρέπεια και ενδεχομένως με απαιτούμενο προσωπικό κόστος: δάσκαλος επέλεξες να γίνεις και όχι επαγγελματίας κομφορμίστας. Αν ο δάσκαλος επιλέγει να καλύπτεται στις σελίδες της διδακτέας ύλης και δεν εκτίθεται ως όψη στραμμένη στις όψεις των μαθητών του, δηλαδή ως πρόσωπο, με παρρησία και άποψη για την νεότερη ιστορία μας, για το θεολογικό ορθόδοξο δόγμα μας, για την αρχαία γλώσσα μας και γενικότερα για την κουλτούρα και τον πολιτισμό μας, μάλλον δεν θα πείθει το ακροατήριο του.

Όπου κι αν σταματάει ένα βιβλίο Ιστορίας, όποια επεισόδια αποσιωπά ή αλλοιώνει αφηγηματικά, ο δάσκαλος μπορεί να τα «ζυγοσταθμίσει» κατά την παράδοση του. Ούτε συνωστισμοί, ούτε θρησκειολογίες κτλ. μπορούν να εμφιλοχωρήσουν σε μια σχέση ειλικρινούς προσωπικής μέθεξης τόσο με το αντικείμενο όσο και με τα υποκείμενα της διδασκαλίας. Ο Υπουργός Νίκος Φίλης, ανεξαρτήτως των όσων λέγονται πως στο 3ο μνημόνιο προβλέπεται κατάργηση των παρελάσεων και του μαθήματος των Θρησκευτικών, δήλωσε το εξής πολιτικά  άψογο: «Τα νέα προγράμματα του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι αποτέλεσμα πιλοτικής εκπαιδευτικής εμπειρίας τριών ετών καθώς και πολύμηνου διαλόγου με τους εκπαιδευτικούς θεολόγους και με τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Τα Θρησκευτικά είναι ένα μάθημα όπως όλα τα μαθήματα. Η ευθύνη για τα προγράμματα σπουδών ανήκει σύμφωνα με τον νόμο στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Είναι λάθος ένα ώριμο αίτημα, όπως είναι η αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών από ομολογιακό σε μάθημα γνώσης όλων των θρησκειών με ιδιαίτερη, βεβαίως, έμφαση στην Ορθοδοξία, να μετατρέπεται σε αφορμή ακατανόητης αντιδικίας και κινδυνολογίας. Το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων είναι πάντοτε ανοικτό στον διάλογο με την Εκκλησία και προσωπικά με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών με τον αυτονόητο αμοιβαίο σεβασμό των διακριτών θεσμικών ρόλων». Όταν την άκουσα, «εύγε!», μονολόγησα, «εξαιρετική διατύπωση». Ας σχολιάσω -ανεπίκαιρα μάλλον- ότι το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής ίσως να μη διαθέτει πάντοτε τα καλύτερα εργαλεία ανάλυσης ενός εκπαιδευτικού ζητήματος διδασκαλίας, ότι «Ορθοδοξία» υπάρχει και στον ιουδαϊσμό, χωρίς να καταθέτω την παραμικρή μομφή, και ότι δεν γνώριζα περί της τριετούς πιλοτικής εφαρμογής των Θρησκευτικών. Πέρυσι σαφώς τάχθηκα σε κείμενό μου κατά της κατάργησης των Θρησκευτικών αλλά και κατά της απαλλαγής από το μάθημα.

Οι δάσκαλοι οφείλουν να κάνουν τη δουλειά τους με αξιοπρέπεια και ενδεχομένως με απαιτούμενο προσωπικό κόστος: δάσκαλος επέλεξες να γίνεις και όχι επαγγελματίας κομφορμίστας.

Δε μου άρεσε όμως καθόλου η εικόνα των θεολόγων εκπαιδευτικών που προσέτρεξαν για προστασία στον Αρχιεπίσκοπο σα σκιαγμένα παιδάκια, ενώ θα μπορούσαν να υψώσουν το διδακτικό ανάστημά τους μαζί με το ελληνορθόδοξο- εικάζω- φρόνημά τους στην τάξη, στο μετερίζι τους! Μας έλεγε κάποτε στη Σταυρονικήτα ο Γέροντας Βασίλειος ότι ακόμη κι αν γκρέμιζαν οι Τούρκοι τον Αη-Γιώργη ή την Αγια-Σοφιά δεν θα είχε σημασία, διότι είναι ντουβάρια (τα κτίσματα εννοούσε), και πως σημασία έχει η ψυχή και το πνεύμα των θρύλων που τα συνοδεύουν ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Το ίδιο φρονώ για τα διδακτικά βιβλία. Το πνεύμα της διδασκαλίας ενός γνωστικού αντικειμένου έπρεπε να το ενσαρκώνει ο (ανύπαρκτος πλέον) δάσκαλος της Ιστορίας, των μαθημάτων της Γλώσσας και των Θρησκευτικών.

Η πρόσφατη αντιπαράθεση, σαν ένα οιονεί «Φίλη-όκβε», δημιουργεί συνθήκες Σχίσματος Εκκλησίας και Κράτους… Ουπς, Lapsus! Πάντως, στην αντιδικία τούτη μπορούμε να αντιπροτείνουμε γόνιμα την καλλιέργεια μιας άλλης πιο προσφιλούς σε μας περιοχή διδασκαλίας: τη Φιλοσοφία. Ας καταργήσουμε τα υπάρχοντα βιβλιάρια διδασκαλίας και ας σχεδιάσουμε τη συγγραφή κατανοητών εγχειριδίων (όχι απαραίτητα υπό την επιστημονική φροντίδα του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής) που θα περιλαμβάνουν ασφαλώς και θεολογικά ζητήματα, εφόσον δε μπορείς να κάνεις Φιλοσοφία χωρίς να θεολογείς, ούτε και Θεολογία χωρίς φιλοσοφικές ενοράσεις, κι ας λένε ο,τι θέλουν οι ιδεολογικώς ή άλλως πως αγκυλωμένοι.

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου (AKEΔ) στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φρανκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις συλλογικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο ΕΜΠ και σε άλλα πανεπιστήμια. Είναι Συντονιστής της Θεματικής Ενότητας ΕΠΟ41 (Κοινωνική Θεωρία και Νεωτερικότητα) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ). Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση και έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α. Δύο πρόσφατα βιβλία του είναι το «Φιλοσοφία και Τεχνολογία» (Δεκέμβριος 2023) και «Κριτικές Συναντήσεις: Άνθρωποι Βιβλία Τέχνες» (Μάρτιος 2024).

Σχετικά άρθρα

Back to top button