ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Αρχαιοσυνδικαλιστές και οξύμωρα

Ο μεταπολιτευτικός συνδικαλισμός στελεχώθηκε σε ένα μέρος του από πρόθυμους συνεργάτες του προηγούμενου καθεστώτος. Θα ισχυριζόμουν, αφελώς ίσως, και ας με διορθώσουν οι πιο ενημερωμένοι, ότι ο συνδικαλισμός της δεκαετίας του 80 κατέστη μεθοδολογικά ένας περίτεχνος νάρθηκας εισαγωγής στο ναό της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αν θυμηθούμε στελέχη της ΓΣΕΕ, λόγου χάρη, θα έχουμε μάλλον μιαν υποδειγματική τεκμηρίωση του ισχυρισμού μου.

Δεν εκτιμούσα τους συνδικαλιστές, όπως π.χ. τους συμφοιτητές μου στη Νομική Σχολή, που με λύγισαν συναισθηματικά και σωματικά κατηγορώντας με, επειδή τους χαλούσα το μαντρί, και προπηλακίζοντάς με ως αναρχικό ή ως εξυπηρετητή μαύρων συμφερόντων και με έστειλαν στο σανατόριο. Θεωρούσα από τη νιότη μου ότι η ιδιοτέλεια και η διάθεση εθελοτυφλίας υπερτερούσε της δυνατότητάς τους για κριτική σκέψη. Ο τότε μπροστάρης της Πανσπουδαστικής είχε, νομίζω, γονιό που εργαζόταν στην Καθημερινή και ο ίδιος αργότερα ανελίχθηκε ως δημοσιογραφικό στέλεχος σε ποικίλα έντυπα.

Εν γένει, οι συνδικαλιστές ή τα στελέχη νεολαιών και κομμάτων πορεύονται επαγγελματικά επιτυχημένοι, συνήθως βολεύονται σε κάποιο προσοδοφόρο για τους ίδιους χώρο, άλλοι πολιτεύονται και σπανίως ορισμένοι αποχωρούν και χάνονται. Πολλοί, και αυτό είναι πολύ σύνηθες, αλλάζουν μετερίζι και τακτοποιούνται ασμένως σε άλλο κομματικό μηχανισμό. Ίσως αλλάζουν μετερίζι, επειδή το δικό τους κόμμα δεν τους αξιοποίησε σε κάποια μισθωτή θέση. Ορισμένα κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, ας πούμε, βρήκαν ιδεολογική στέγη και πολιτική θαλπωρή στο νυν κυβερνητικό κόμμα διαμορφώνοντας ένα οιονεί αλλοιωμένο συνολικό κομματικό προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει βαθύτερη διαλεκτική σχέση με την καταγωγή του ανανεωτικού, ρεφορμιστικού και αντεξουσιαστικού πολιτικού χώρου, όπως τον εκπροσωπούσαν οι συνιστώσες του με ιδεολογικό πυρήνα το ΚΚΕ εσωτερικού κτλ. Ο ίδιος ο πρόεδρος του Κόμματος προέρχεται από το ΚΚΕ και πολλά στελέχη του συντονίζουν τις οργανώσεις με διάθεση καθησυχαστικής και υπάκουης ρηχότητας στις κυβερνητικές επιλογές, επιδιώκοντας αντιαισθητικά να μεταλλάξουν έναν αριστερό χώρο σε μια «κεντρώα συνεργασία» συμμορφωμένων συνοδοιπόρων.

Από την άλλη, βέβαια, είναι σωστή η θέση του Δημήτρη Σεβαστάκη ότι «χωρίς την ηγεμονία στο Κέντρο δεν υπάρχει ελπίδα πολιτικής κατίσχυσης. Αυτή την στιγμή το Κέντρο το επηρεάζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μεγάλες μάζες μικροαστικών στρωμάτων ψηφίζουν και θέλγονται, έστω πικρά, από τον ΣΥΡΙΖΑ ως επικράτεια και τον Τσίπρα ως πρόσωπο» (Αυγή, 27.9.2015) -και είναι πολιτικά πολύ εύστοχη και εμβριθής η συνολική ανάγνωση που κάνει.[1] Είναι οξύμωρο, όμως, να στρέφεται ο πολιτικά ατίθασος και ως εκ τούτου λαοφιλής ΣΥΡΙΖΑ προς τον κεντρώο χώρο, ώστε να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την πολιτική εδραίωσή του. Και είναι ακόμη πιο οξύμωρο τα εναπομείναντα έμμισθα κομματικά στελέχη του, που προέρχονται από αριστερούς και μαχητικούς χώρους, να συμβάλουν ακρίτως σε αυτό τον προσανατολισμό με πλήρη, υποθέτω, συνείδηση της προπαγανδιστικής απονεύρωσης που προάγουν. Αυτά τα στελέχη, λοιπόν, συντονίζουν τις δράσεις του κόμματος, αλλά τα «λόγω ιδεολογίας» μέλη των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ δεν ταιριάζουν με αυτούς τους αρχαιοσυνδικαλιστές, που παρεισέφρησαν καιροσκοπικά σαν «εισοδιστές» απεργαζόμενοι την πολιτική αποχύμωση  ενός ζωηρού πολιτικού χώρου, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.

Οι αρχαιοσυνδικαλιστές, ωσάν γερασμένοι και μαραζωμένοι παλαιοτροτσκιστές, παραιτημένοι από τα αρχειομαρξιστικά προτάγματα για μόρφωση και δράση, ωσάν έτοιμοι από καιρό, δείχνουν προς τη συμμόρφωσή μας στο γραφειοκρατικό και γερμανοκρατούμενο ευρωπαϊκό μόρφωμα, διότι αδυνατούν να διακρίνουν την πραγματικότητα μιας κοινωνικής απαίτησης, που αρνείται με έμφαση την συνέχιση της υποταγής στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το πρόσφατο αποτέλεσμα στη Γαλλία δεν έχει καμία σχέση με το φόβο των τζιχαντιστών, αλλά σχετίζεται αποκλειστικά με τη στήριξη μιας επιλογής που απορρίπτει την πολιτική των Βρυξελλών, του Στρασβούργου και του Βερολίνου. Όποτε ξελαμπικάρουμε θα είναι αργά, διότι θα έχουν κιόλας αποπροσανατολίσει όλη αυτή τη δυναμική πολιτική επιλογή, που διατυπώθηκε μεν απροσδόκητα στο δημοψήφισμα της 4ης Ιουλίου 2015, αλλά άλλαξε το pH της πολιτικής σημασίας του με θαυμάσιο «χημικό» τρόπο -σαν να εμβαπτίστηκε σε βάμμα φαινολοφθαλεΐνης.

Και έχει πάλι δίκιο ο Δημήτρης Σεβαστάκης, αλλά και από την ανάποδη αυτή τη φορά, όταν αξιώνει ότι «αλλάζουν οι κώδικες και τα χαρακτηριστικά κάθε επιδερμικής ή εκβιασμένης ακεραιότητας, κάθε κόμματος που αποτελεί συγκόλληση συμφερόντων. Γιατί αυτοί οι τύποι …αναπτύχθηκαν στο ευνοϊκό πολιτικό υπόστρωμα των κομμάτων εξουσίας, διαστράφηκαν και διέστρεψαν οδηγώντας σε νοσηρή αμοιβαιότητα» (Αυγή, 29.11.2015).[2]

Οι επαγγελματίες της πολιτικής και οι έμμισθοι συνδικαλιστές -και κυρίως οι μετεγγραφέντες από άλλα κόμματα- μόνο συγκλίσεις με τους διευθυντές τους μπορεί να έχουν. Εν προκειμένω, οι «διευθυντές» τους είναι τα στελέχη των παγκόσμιων συσπειρώσεων του καπιταλισμού και οι ίδιοι έχουν ήδη αντιληφθεί –σε αυτό αριστεύουν άλλωστε- ότι εφόσον δεν μπορούν να τους νικήσουν, ας προσεταιρισθούν τις συντεταγμένες τους και τις υποδείξεις τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα μείζον εξάρτημα αυτής της παγκόσμιας και αντιλαϊκής συσπείρωσης του κεφαλαίου. Νομίζω ότι θα ενισχύεται, εφεξής, όποιος αντιπαλεύει αυτή τη συσπείρωση. Στον τρόπο που θα την αντιπαλεύει δεν χωρούν κουρασμένοι ή βολεμένοι αρχαιοσυνδικαλιστές ούτε καινοφανή οξύμωρα.

[1] Βλ. Σεβαστάκης Δ., «Το ανοικτό και αιματηρό τοπίο των συνεργασιών», Αυγή, 27.9.2015, διαθέσιμο στον ιστότοπο (7.12.2015)
 
[2] Βλ. ολόκληρο το κείμενο: Δ. Σεβαστάκης, «Η γεροντική παρθενία», Αυγή, 29.11.2015, διαθέσιμο στον ιστότοπο  (7.12.2015).

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου (AKEΔ) στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φρανκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις συλλογικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο ΕΜΠ και σε άλλα πανεπιστήμια. Είναι Συντονιστής της Θεματικής Ενότητας ΕΠΟ41 (Κοινωνική Θεωρία και Νεωτερικότητα) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ). Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση και έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α. Δύο πρόσφατα βιβλία του είναι το «Φιλοσοφία και Τεχνολογία» (Δεκέμβριος 2023) και «Κριτικές Συναντήσεις: Άνθρωποι Βιβλία Τέχνες» (Μάρτιος 2024).

Σχετικά άρθρα

Back to top button