Άπωση για το ελληνικό καλοκαίρι | του Κώστα Θεολόγου
Πάει πολύς καιρός που ο φιλέλληνας Ζακ Λακαριέρ (1925-2005) δημοσίευσε το εμπνευσμένο για την εποχή του L’été grec : une Grèce quotidienne de 4000 ans (Plon, 1976) και στα ελληνικά: Το ελληνικό καλοκαίρι. Μία καθημερινή Ελλάδα 4.000 ετών (Χατζηνικολή, 1980). Ίσως ήταν ο καλύτερος κήρυκας του καλοκαιριού της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, τότε, όταν κάθε μέρα του θέρους γινόταν γιορτή, φιλόξενη, ηλιόλουστη, παραμυθένια, λόγω των μυθολογικών θησαυρών της.
Το καλοκαίρι, παρακείμενα στην ελληνική θάλασσα, λαμποκοπάνε τα αρχαία μας μάρμαρα· στην Πορτάρα της Νάξου, στη Φαιστό της Κρήτης, στην ιερή Δήλο, στο Ακρωτήρι στη Σαντορίνη, στα ανασκαμμένα χαλάσματα της πρώιμης Χαλκοκρατίας στον Σκάρκο στη Νιό και στο Παλαμάρι της Σκύρου. Βιώναμε μιαν Ελλάδα αυθεντική στα ανεμόεντα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, την Ικαρία, την Αμοργό, την Τήλο, την Κάσσο, τη Σκόπελο, τη Σαμοθράκη, τη Δονούσα, την Ανάφη, την Κίμωλο, αλλά και στα ευγενικά Επτάνησα, την Ιθάκη, την Κέρκυρα, τους εξωτικούς Αντίπαξους, τα κακοτράχαλα Κύθηρα· συνομιλούσαμε ήσυχα με τους φίλους μας και τους λιγοστούς χίπηδες τουρίστες στα χιώτικα Μαύρα Βόλια, στην Πρέβελη ή στη Σκάλα Καλλονής, πίνοντας μπίρες, ούζο ή ρακές και τοπικό κρασί σε καρτούτσο.
Κάποτε τη δεκαετία του ’80, σε ένα κολωνακιώτικο μπιστρό, ο αείμνηστος άρχοντας Ρούσος Ι. Κούνδουρος (1923-1990) έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και είπε «Μικρέ μου φίλε, στην Ελλάδα πρέπει να είσαι πλούσιος, με πολλά χρήματα ή να έχεις δίκτυο φίλων». Η έκφραση «δίκτυο φίλων» ξεφτιλίζει τα ανιδιοτελή χαρακτηριστικά της βιωμένης φιλίας· μου λείπουν οι ροκάδες φίλοι μου, που αλωνίζαμε μαζί τα νησιά με ένα μηχανάκι κι έναν υπνόσακο. Η πολυπόθητη ραγδαία ανάπτυξη εκείνης της δεκαετίας, όμως, «εξευρωπάισε» τον αυθεντικό ντόπιο ή τον κάτοικο της πόλης που αναζητούσε την πατριδογνωσία του με γνήσια περιέργεια. Οι νέοι έπαψαν να είναι μπατίρηδες του Πάνα και χαρούμενα ηλιοκαμένα φρικιά· έγιναν φλώροι της ψηφιακής εμπειρίας με χαρτζιλίκι, πίνουν φρέντο σε ξαπλώστρες και φοράνε αντηλιακό με δείκτη 50· δεν κρίνω, περιγράφω.
Μεγαλώσαμε τα παιδιά μας σε ταβέρνες με οχλαγωγία και χυδαία ευδαιμονική κατανάλωση· από την ανάπτυξη επιλέξαμε αγοραία στοιχεία της, όχι χαρακτηριστικά που εκπορεύονται από την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη και του αναπτυγμένου ευρωπαϊκού κράτους. Από τα εργαλεία της ανάπτυξης κρατήσαμε τελευταία όσα θα επέβαλαν να οργανώσουμε τον δημόσιο χώρο, να περιορίσουμε τη μαγκιά του γείτονα, του ασυνείδητου εμπρηστή και την ακόλαστη καπατσοσύνη του επιχειρηματία να μπαζώνει την παραλία ή να την κακοποιεί με νεόπλουτα ανάκλιντρα και άλλες ακαλαίσθητες επινοήσεις.
Κοντολογίς, δεν φτιάξαμε κτηματολόγιο και δασολόγιο, παρατήσαμε αχαρτογράφητες τις ακρογιαλιές, επιτρέψαμε να θεριέψει ατιμώρητο το επιχειρηματικό θράσος της καταπάτησης και της φοροδιαφυγής. Το κίνημα των πολιτών με τις πετσέτες και τις όψιμες ενέργειες ενός απολύτως πελατειακού κράτους, δήθεν να συμπαρασταθεί και να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, δεν περισώζουν την άθλια ριζωμένη νοοτροπία και τις συμπεριφορικές αξίες που τη συνοδεύουν. Πασχίζω μάταια να αγαπήσω ξανά το νεοελληνικό καλοκαίρι. Οι καπνοί από τις φλόγες στα δάση μαυρίζουν το μπλε που ξοδεύει ο θεός για να μην τον βλέπουμε. Η άπωσή μου για το σύγχρονο ελληνικό καλοκαίρι είναι μάλλον οριστική.
Ο Κώστας Θεολόγου διδάσκει στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ
cstheol@mail.ntua.gr