Απομεσήμερο, και στου Κατσούλη το πηγάδι η συμμορία της κάτω γειτονιάς σχεδίαζε ακόμη μια “εκστρατεία”. Αρχηγού απόντος, όμως, πώς μπορούσε να ξεκινήσει;
Ήταν το πρώτο απόγευμα -εδώ και δεκαπέντε μέρες που κατέβηκε απ’ τον Πειραιά για διακοπές στις σχολες του Αυγούστου – που ο Μάνος καθυστερούσε. Η αγωνία τους παρατάθηκε για λίγη ώρα μέχρι που αποφασίστηκε να σταλεί τριμελής επιτροπή στο μπακάλικο του Λουκομανωλη του παππού του για να τον αναζητήσει. Προχωρώντας προς τα κάτω καφενεία δεξιά , τα τρία αμουστακα αντικρυσαν την μπλέ ξύλινη πόρτα κλειστή. Περίεργο μίας και ο ιδιοκτήτης συνήθιζε να κλείνει το μαγαζάκι του μόνο για καμιά ωρίτσα το μεσημέρι, για το καθιερωμένο ραχάτι κάτω από τη λεμονιά, που οι καρποί της μοσχομυριζαν σε όλο το ντουκιάνι.
Όμως, εκείνη τη μέρα μια μικρή σκανδαλιά του εγγονού του επηρέασε τις ώρες λειτουργίας του καταστήματος. Στο τελείωμα της τσιμεντενιας σκάλας που οδηγούσε στην ταράτσα και στις ταΪστρες των κουνελιών, κάτι περίεργο λαμποκόπουσε. Ένα μπλε καθρεφτάκι που η παιδική φαντασία το χρησιμοποίησε ως μέσο αποστολής ερωτικών σινιάλων στο Ρηνιώ της κυρά – Λενης στο διπλανό στενό. Μάταια η γιαγιά Λουκακαινα το αναζητούσε από το πίσω μέρος της πόρτας που ήταν η θέση του. Πού να φανταζόταν ότι το πολυκαιρισμένο τζαμάκι του θα γινόταν η αιτία πρόκλησης μικρής εστίας φωτιάς;; Η μικρή κουζινουλα μοσχομύριζε το αγαπημένο φαγητό των εγγονών – μπάμιες με κοτόπουλο – όταν ξαφνικά άκουστηκε η φωνή του Μάνου….
Φωτιά, φωτιά…Σκωθηκε πάνω ο Λουκομανωλης και με δύο δρασκελιές ανέβηκε στην ταράτσα κρατώντας το πράσινο λάστιχο νερού… Ευτυχώς, μόνο η άκρη της κουνελιάστρας άρπαξε λιγουλάκι, όμως η ψυχή του Μάνου πήγε στην Κούλουρη. Για χάρη του έρωτα παρολίγον να χαθούν τα αγαπημένα του κουνέλια που με περίσσια αγάπη και φροντίδα τα περιποιούνταν. Ποιος ξέρει τι τιμωρία τον περίμενε;;; Αντίθετα, ο Λουκομανωλης -ο παλιός στρατιώτης του Αλβανικού- αποδείχτηκε ακόμη μια φορά μοντέρνος και μπροστά για την εποχή του. “Έλα επαε, αντράκι μου. Δε σε μαλώνω γω κοπέλι μου, μόνο πε μου, ήντα βαλες στο νου σου να κάμεις;” Και έτσι απλά το αμουστακο αποκάλυψε το πρώτο του ερωτικό σκίρτημα για το Ρηνιώ. Συνένοχος το μπλε καθρεφτάκι, που το’ χε φαίνεται η μοίρα του να μπλέκεται σε ερωτικές περιπέτειες. Αγορασμένο από το χονδρεμπορο στα Ηρακλειωτικα, ο Μανώλης το φύλαγε για την καλύτερη πελάτισσα του μαγαζιού του, τη Μαρία από τη Φουρνη.
Άσπρο δέρμα στο πρόσωπο και ένα “κατακόκκινο ρόδο” στο λαιμό, σημάδι εκ γενητόντας, που μάγεψε τα γαλανά του μάθια. Της το χάρισε στο πρώτο τους φιλί, τσι ευκαλύπτους δίπλα στον ποταμό και από τότε πρωί και βράδυ εκειά χτενιζόταν. Ίσως να άλλαξε λιγάκι το πρόσωπο, μα η σπίθα στα μάθια ήταν ίδια. Την ίδια σπίθα που ο Μάνος είχε στα μάτια του, κάθε φορά που προσπαθούσε να ξεκρεμάσει το καθρεφτάκι, μίας και το μπόι του δεν τον βοηθούσε ακόμα και αναγκαζόταν να σταθεί στις μύτες… Ακόμα ακούει την απαλή φωνή της γιαγιάς του..
“Σιγά σιγά…Δεν είναι η ώρα ακόμα… Κάποτε θα σταθείς ορθός μπροστά στα άδικα του κόσμου τούτου “….
ΥΓ: τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι φανταστικές… ή μήπως όχι;;;
*Ιωάννα Κρητσωτάκη – Δρακωνάκη, θεολόγος, πιστοποιημένη εκπαιδευτικός στη «Διαπολιτισμική και Συμπεριληπτική Εκπαίδευση» από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στη “Διοίκηση και Οργάνωση Εκπαιδευτικών μονάδων” μεταπτυχιακή φοιτήτρια ΕΚΠΑ με ειδίκευση στη «Σχολική Θρησκευτική Αγωγή».
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram