Στις 3 Νοεμβρίου 2020 οι Αμερικανοί πολίτες προσήλθαν στις κάλπες για την εκλογή του 46 ου Προέδρου των ΗΠΑ. Στις 14 Δεκεμβρίου εξελέγη και, επίσημα, νέος Πρόεδρος της χώρας, ο υποψήφιος με τους Δημοκρατικούς, Τζο Μπάιντεν, καθώς η νίκη του επικυρώθηκε από το σώμα των 538 εκλεκτόρων, όπως αυτοί εκπροσωπούν τις 50 αμερικανικές πολιτείες και την Ουάσινγκτον.
Σε λίγες ημέρες, στις 20 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, θα πραγματοποιηθεί η ορκωμοσία του νέου Προέδρου των ΗΠΑ. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να αναλύσει την πολιτική γραμμή που θα ακολουθήσει ο Τζο Μπάιντεν, πώς αυτή θα επηρεάσει την Ελλάδα και φυσικά, πώς θα διαχειριστεί ο ίδιος την κληρονομιά που του άφησε ο προκάτοχος του Ντ. Τραμπ.
Πιο συγκεκριμένα, από την ημέρα, που διεξήχθησαν οι εκλογές, μέχρι και την ημέρα που επικυρώθηκε το αποτέλεσμα των εκλογών από τους εκλέκτορες, ο, μέχρι πρότινος, Πρόεδρος Ντ. Τραμπ προχώρησε σε δικαστικές προσφυγές για επιπλέον έλεγχο των αποτελεσμάτων σε αρκετές πολιτείες, προκειμένου να αποτραπεί η καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων.
Ταυτόχρονα ζήτησε την επανακαταμέτρηση των ψήφων σε πολιτείες, όπως το Ουισκόνσιν και η Τζόρτζια, και συγκεκριμένα σε κομητείες που αποτελούν παραδοσιακά «οχυρά» του Δημοκρατικού κόμματος. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί το προδάβισμα του Μπάιντεν κατά μερικές χιλιάδες ψήφους, μένοντας ο Τραμπ να κοιτά το σχέδιο του να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Ενώ, ακόμα, δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί την θέση ρεπουμπλικάνων μελών στα τοπικά συμβούλια κομητειών του Μίσιγκαν και της Πενσιλβάνια, όπου ζήτησε την παύση της καταμέτρησης και την επανακαταμέτρηση
των ψήφων με το τελικό αποτέλεσμα να δείχνει υπέρ του. Οι προσπάθειες του ήταν μάταιες, καθώς στις 6 Ιανουαρίου 2021, και, παρά την προσωρινή κατάληψη του Καπιτωλίου από ομάδα εξτρεμιστών, πραγματοποιήθηκε η τελική επικύρωση του αποτελέσματος από το Κονγκρέσο. Ο Τζο Μπάιντεν επικράτησε με 306 εκλεκτορικές ψήφους, έναντι 232 του Τραμπ.
Η γενναιόδωρη κληρονομιά, που άφησε ο απερχόμενος Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος, μετρά πληγές στο αμερικανικό εποικοδόμημα. Ο πλανήτης μουδιασμένος συνειδητοποιεί, ότι η «Σπουδαία» Αμερική του Τραμπ βάλλεται από παντού, παρακαλώντας για ριζική αναδιάρθρωση και θεσμική μεταρρύθμιση στον πυρήνα
της. Ο Τραμπ, αν και αντισυστημικός, ανέδειξε τις δυσλειτουργίες των βασικών θεσμών της Αμερικής, όμως, αντί να συνδράμει στην διόρθωση τους, τις εκμεταλλεύτηκε για το δικό του πολιτικό όφελος στο εσωτερικό.
Αυτό, που πέτυχε, ήταν την όξυνση του ήδη υπάρχοντος προβλήματος, το οποίο όλα αυτά τα χρόνια ζυμώνεται σιωπηλά, από το 2000 και έπειτα, μέχρι και σήμερα, όπου έκανε αισθητή την ανάγκη για ουσιαστική αναδιάταξη της χάραξης των πολιτικών, αλλά και των ίδιων των κομμάτων. Αυτό, που καλούμαστε να περιγράψουμε στην δεδομένη περίπτωση, είναι μία δημοκρατία, που αδυνατεί να αφουγκραστεί την φωνή του πολίτη, μία δημοκρατία, που στηρίζεται σε ένα αρκετά περίπλοκο και απαρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο χρονολογείται πίσω στο 1787, μία δημοκρατία, της οποίας τα δύο μεγαλύτερα κόμματα υποθάλπουν χρόνια τώρα την οικονομική ανισότητα, που μεγαλώνει ολοένα και πιο πολύ, μέσα από τις φυλετικές διακρίσεις και τις διαφορετικές ταυτότητες. Σύμφωνα, με τον Πέτρο Βαμβακά, Αναπληρωτή Καθηγητή
Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Ιδρύματος Ανατολικής Μεσογείου, η αδυναμία των κομμάτων και οι δημαγωγικές καταστάσεις, οφείλονται στον προσωποκεντρισμό των κομματικών μηχανισμών. Αυτό καταδεικνύεται, τόσο από τις προσωπικότητες που ανέρχονται, όσο, και από την τακτική των ακρωνύμων, με τα οποία χαρακτηρίζονται πολλές πολιτικές περσόνες, όπως είδαμε να συμβαίνει με την RBG (Ruth Bader Ginsburg), την Bernie Sanders, την AOC (Alexandria Ocasio Cortez) κλπ. Τέλος, αναφέρει, ότι, ενώ οι πολιτικοί αρχηγοί των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων, Μπάρακ Ομπάμα και Ντ. Τραμπ, χαρακτηρίζονται, ως κάτι καινούριο, διαφορετικό και «εκτός πλαισίου» κυρίως για τον δεύτερο, η εκλογή Μπάιντεν είναι σα να πηγαίνουμε προς τα πίσω, για να πάμε μπροστά. Ίσως, πρόκειται για την λύση, που δίνει η θεωρία των παιγνίων, σύμφωνα με την οποία σκοπός των αντιπάλων δεν είναι η νίκη, αλλά το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Ίσως και η εκλογή Μπάιντεν να ήταν αυτό που λέει η λαϊκή ρήση «το μη χείρον βέλτιστον», αν σκεφτεί κανείς, ότι άνθρωποι, όπως ο Michael Bloomberg, ήταν διατεθειμένοι να χρηματοδοτήσουν τους Δημοκρατικούς, μόνο και μόνο για να διώξουν τον Τραμπ από την προεδρεία. Η κληρονομιά, λοιπόν, που αφήνει πίσω του ο τελευταίος, είναι η σπασμένη έως τσακισμένη κοινωνική συνοχή, η σχετική εξαθλίωση του μέσου Αμερικανού πολίτη, ένα Καπιτώλιο (υποτίθεται το πιο ασφαλές θεσμικό κτήριο και πυλώνας της δημοκρατίας) γεμάτο οπλισμένους στρατιώτες, μία μπαρουτιασμένη ατμόσφαιρα γεμάτη ανησυχία για το, τί μέλει γενέσθαι, στις 20 Ιανουαρίου, ημέρα της ορκωμοσίας, αλλά, και, μέχρι, τότε η ανησυχία για το, πώς αλλιώς μπορεί να ξεσπάσουν οι καταπιεσμένες ομάδες, που βρήκαν πάτημα σε αυτόν τον διχασμό και την δημοκρατική κρίση, και φυσικά η εξαθλίωση των θεσμών. Παρ’όλα αυτά, ο Μπάιντεν φαίνεται να έχει πάρει τον χρησμό από τον Ομπάμα θέλοντας να συνεχίσει την πολιτική γραμμή, που άφησε στην μέση το 2016. Ίσως δούμε την τρίτη θητεία του στο πρόσωπο του Μπάιντεν.
Σίγουρα, οι θεσμοί χρειάζονται εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο ακόμα και σε κανονικές συνθήκες, πόσο μάλλον σε καιρό μιας παγκόσμιας πανδημίας. Φαίνεται, ότι κύριο μέλημα του είναι η αποκατάσταση της δημοκρατίας, της αξιοπρέπειας και του κράτους δικαίου. Άμεση προτεραιότητα της ομάδας Μπάιντεν είναι η εκπόνηση συνολικού πακέτου μέτρων οικονομικής στήριξης, ενώ, θα προωθήσει και νομοσχέδια για την περιβαλλοντικά υπεύθυνη ανάπτυξη, την βελτίωση των μεταφορών, την ενίσχυση των υγειονομικών υποδομών και της παιδείας, που σύμφωνα με πηγές θα χρηματοδοτηθούν χάρη σε αύξηση της φορολογίας του μεγάλου πλούτου και των επιχειρήσεων. Ακόμα, βασικό του μέλημα και κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική του ατζέντα φαίνεται, ότι θα διαδραματίσει το πρόβλημα του μεταναστευτικού, το οποίο θα διευθετήσει σε συνεργασία με αντίστοιχες οργανώσεις.
Φυσικά, σε όλο αυτό το έργο θα είναι περισσότερο ευνοημένος από, ότι ο προκάτοχός του. Κι αυτό, διότι, ύστερα από τα πρόσφατα γεγονότα, που εκτυλίχθηκαν στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, πολλοί Ρεπουμπλικάνοι νομοθέτες στράφηκαν υπέρ του Μπάιντεν, με αποτέλεσμα την προσωρινή συνεννόηση των δύο κομμάτων και την ευκαιρία για την νέα Κυβέρνηση, να εξασφαλίσει διακομματική συναίνεση για κάποια κρίσιμα νομοσχέδια. Να σημειωθεί εδώ, ότι συνήθως είθισται τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου, να απαρτίζονται από πλειοψηφίες και των δύο κομμάτων. Αυτή τη φορά, οι Δημοκρατικοί έχουν υπό τον έλεγχο τους όλο το Κογκρέσο.
Αυτό σημαίνει, ότι πλειοψηφούν σε Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο Μπάιντεν θα μπορεί να διορίσει εξ ολοκλήρου ανθρώπους της επιλογής τους, ενώ, παράλληλα, θα έχει λιγότερο επιθετική επίβλεψη από τα δύο σώματα κατά την διακυβέρνηση του. Τέλος, όσον αφορά τις διμερείς σχέσεις Αμερικής-Τουρκίας, πρέπει να σημειωθεί, ότι, όσο ο Τραμπ ήταν στην προεδρεία, ο Τούρκος Πρόεδρος ωφελήθηκε αρκετά, μέχρι σε βαθμό χάριτος. Φαίνεται, ότι για τον Ερντογάν πέρασαν ανεπιστρεπτί οι ημέρες που μπορούσε να «μπαινοβγαίνει» με ευκολία από την «πίσω πόρτα» του Λευκού Οίκου και πολλές φορές να ασκεί επιρροή στην αμερικανική κυβέρνηση. Και, ενώ, ο Τραμπ παρενέβη αρκετά στο έργο της δικαιοσύνης, προκειμένου να μην υπάρξουν κυρώσεις σε βάρος της τουρκίας για το σκάνδαλο της Haltbank, ο Μπάιντεν φαίνεται, ότι δεν θα προβεί σε τέτοιου είδους ενέργειες. Ακόμα, παρά τις συνεχόμενες προκλήσεις της γείτονος, τόσο στην Μέση Ανατολή (βλ. Συρία, Κουρδιστάν κλπ), όσο και στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, οι απειλές του τέως προέδρου Τραμπ δεν γίνονταν ποτέ πράξη βοηθώντας πάντοτε την Τουρκία με την υπόσχεση κάποιου ανταλλάγματος.
Ωστόσο, η προεδρεία Μπάιντεν φαίνεται, πως δεν έχει την ίδια όρεξη για στενές επαφές με τον Σουλτάνο. Αυτό φάνηκε και από την απροθυμία του Μπάιντεν να μην ανταποκριθεί στο αίτημα του Ερντογάν για τηλεφωνική συνομιλία. Ενώ, ακόμα, είχε καταστήσει σαφές και στο παρελθόν, ότι είναι υπέρ της τουρκικής αντιπολίτευσης θεωρώντας τον Ερντογάν αυταρχικό και κατακρίνοντας την γραμμή της Ουάσιγκτον σχετικά με την «θερμή» της προσέγγιση προς τον τελευταίο. Μένει να δούμε, πώς θα εξελιχθούν οι επαφές των δύο χωρών μετά την ορκωμοσία του νέου Προέδρου.
Όσον αφορά, την Ελλάδα, σίγουρα η εκλογή του Μπάιντεν θα είναι πιο συμφέρουσα σε σχέση με τα προβλήματα με την Τουρκία, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο πράγματα. Πρώτον, οι Αμερικανοί έχουν μία κεντρική γραμμή εξωτερικής πολιτικής, η οποία δεν αλλάζει κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά σίγουρα μπορεί να διαφοροποιηθεί, όπως είδαμε με Μπάιντεν-Τραμπ. Δεύτερον, οι μέτριες σχέσεις μεταξύ Ερντογάν-Μπάιντεν δεν θα πρέπει να μας κάνει εντύπωση, αν αλλάξουν προς το καλύτερο μελλοντικά. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Ελλάδα οφείλει να μην βασίζει τις δυνάμεις της στον εκάστοτε πολιτικό αρχηγό των ΗΠΑ, αλλά να θέσει τα θεμέλια δυνατών στρατηγικών αποφάσεων με όραμα για τις ελληνικές διεκδικήσεις.
Μία νέα εποχή ξεκινά και σίγουρα θα περιλαμβάνει μετασχηματισμούς σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αλλαγή του Αμερικανού Προέδρου θα φέρει κραδασμούς, αλλά και μετατοπίσεις σε επίπεδο διεκδικήσεων και συμφερόντων. Ας είναι αυτή η ευκαιρία για να τεθούν από την αρχή οι βάσεις για μία πιο ανθεκτική δημοκρατία, τόσο στο εσωτερικό, αλλά και σε επίπεδο συμμαχιών και θεσμών.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram