Αιώνιο πρόβλημα, το οποίο παραμένει ανεπίλυτο, μέχρι και σήμερα, αποτελεί το γνωστό σε όλους «Κυπριακό». Με αφορμή την άτυπη πενταμερή διάσκεψη, που έλαβε χώρα στην Γενεύη στις 27-29/04, θα αναλυθεί περαιτέρω το, πώς διαμορφώθηκε μέχρι και σήμερα το τεράστιο αυτό ζήτημα, τί πραγματικά συνέβη στην Γενεύη, ποια ήταν η στάση της Ελλάδος απέναντι στην Κύπρο και πόσο ευνοήθηκε τελικά η Τουρκία από αυτές τις διαβουλεύσεις.
Πιο συγκεκριμένα, το 1878 η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρεί την Κύπρο στην Βρετανική Αυτοκρατορία, με αντάλλαγμα την υποστήριξη των τουρκικών θέσεων στον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Το 1914, αναγνωρίζεται στην Λοζάνη από την Τουρκία η προσάρτηση της Κύπρου στη Μ. Βρετανία, ενώ το 1925 η Μεγαλόνησος ανακηρύσσεται επισήμως αποικία του βρετανικού στέμματος. Ήδη από το 1878 ο κυπριακός λαός επιθυμούσε την ελευθερία του και την ένωση με την Ελλάδα, χωρίς, όμως, μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα, θα λέγαμε, ότι, από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έως, και την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Μ. Βρετανία χρησιμοποιούσε κατά το δοκούν στην φαρέτρα της το πολύτιμο «χαρτί» της Κύπρου. Είχε αποφασίσει να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, εάν, και, εφόσον, η τελευταία εμπλεκόταν στον πόλεμο το 1915 στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη. Το 1941 επιχειρείται δεύτερη προσπάθεια εκ μέρους της ελληνικής μεριάς για προσχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα με ανάλογη αποτυχία, καθώς η Μ. Βρετανία παρέπεμψε το ζήτημα για το τέλος του Πολέμου με φανερή την απροθυμία της για παράδοση του νησιού. Το 1950 διενεργείται δημοψήφισμα στην Κύπρο με συντριπτικό αποτέλεσμα (95%) υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, οργανώνονται συλλαλητήρια και διαμαρτυρίες από τους Ελληνοκυπρίους για ανεξαρτησία, ενώ, δεν έλειψαν και οι πρώτες προσφυγές στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων.
Το 1955 συστήνεται η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.) με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα, ο οποίος είχε την απόλυτη συναίνεση του Μακαρίου. Έτσι, ξεκίνησε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου έναντι του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος. Ως αποτέλεσμα αυτού, ήταν οι έντονες αντιδράσεις της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας με τα τραγικά γεγονότα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης (1955) με βιαιοπραγίες κατά της ομογένειας. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν πλέον στο ναδίρ με αποκορύφωμα την απειλή της γείτονος για πόλεμο σε περίπτωση ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Το 1960 η Κύπρος κηρύσσεται ανεξάρτητη με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, ενώ Ελλάδα και Τουρκία είχαν το δικαίωμα να διατηρούν εκεί μικρές μονάδες στρατού. Να σημειωθεί, ότι ήδη από το 1957 έχουμε και την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Κυπριακό, όταν, σε αμερικανοβρετανικές συνομιλίες, συμφωνήθηκε το ζήτημα της Κύπρου να αντιμετωπίζεται στο εξής στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ουσιαστικά, επιδίωκαν να πάψει το Κυπριακό να είναι διεθνές ζήτημα και να υπάρξει πλέον συμφωνία μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας. Από το 1960 έως και την ανατροπή του Μακαρίου από την ελληνική Χούντα το 1974, ξεσπούν συνεχώς ταραχές μεταξύ τουρκοκυπρίων – ελληνοκυπρίων, καθώς η μειοψηφία των τούρκων στο νησί ζητούσε όλο και περισσότερα προνόμια. Με τις πρώτες σοβαρές διακοινοτικές ταραχές χαράσσεται στη Λευκωσία η «πράσινη γραμμή», που διαιρεί μέχρι και σήμερα την πρωτεύουσα στη μέση, μετά από συμφωνία Ελλήνων, Τούρκων και Άγγλων. Το 1967 ανακαλείται η ελληνική μεραρχία που είχε σταλεί στο νησί και αναπόφευκτα οι σχέσεις του Μακαρίου με τους δικτάτορες επιδεινώνονται. Το 1974 ακολουθεί το ελληνικό πραξικόπημα στην Κύπρο και με το πρόσχημα της προστασίας της τουρκικής μειονότητας, κλασικής πολιτικής της γείτονος, τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στο νησί και καταλαμβάνουν το βόρειο τμήμα του (σχέδιο Αττίλας). Οι Τούρκοι κατέλαβαν το 37% της Κύπρου εκδιώκοντας 192.000 Ελληνοκυπρίους. Στα εδάφη που κυρίευσαν, σχημάτισαν ένα τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, το οποίο, όμως, ανακηρύχθηκε μονομερώς και δεν αναγνωρίστηκε από την διεθνή κοινότητα.
Από τότε μέχρι και σήμερα, έχει πραγματοποιηθεί πληθώρα διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με βασικό στόχο την επίλυση του Κυπριακού. Η πρώτη συμφωνία υπεγράφη το 1977 και ήταν αυτή που έθεσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τις μετέπειτα διαπραγματεύσεις. Η δεύτερη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου πραγματοποιήθηκε το 1979, ενώ, οι συνομιλίες, που έλαβαν χώρα το 1944 στην Ν. Υόρκη, δεν τελεσφόρησαν, λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας. Από τον Δεκέμβριο του 1999 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2000 πραγματοποιήθηκαν πέντε γύροι συνομιλιών χωρίς ούτε και αυτή τη φορά να υπάρξει πρόοδος λόγω της εμμονής του Τουρκοκύπριου ηγέτη να αναγνωριστεί το παράνομο μόρφωμα των κατεχομένων ως ξεχωριστό, κυρίαρχο κράτος. Τον Νοέμβριο του 2002, παρουσιάζεται το σχέδιο Κόφι Ανάν για την συνολική διευθέτηση του ζητήματος. Σε δημοψήφισμα, που τέθηκε στον Κυπριακό λαό, το 75,8% των Ελληνοκυπρίων το απέρριψε. Τα χρόνια 2005, 2006, 2008 και 2014 ακολούθησαν διαπραγματεύσεις διερευνητικού χαρακτήρα και μη. Μία νέα θετική δυναμική για επίλυση του προβλήματος ακολούθησε τα επόμενα τρία χρόνια από το 2014 μέχρι και το 2017. Η πιο πρόσφατη Διάσκεψη πριν την τελευταία πενταμερή που έγινε στην Γενεύη, έλαβε χώρα στο Κρανς Μοντανά το 2017 στην Ελβετία. Στην Διάσκεψη έλαβαν μέρος η Κυπριακή Δημοκρατία, η τουρκοκυπριακή πλευρά και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο και η Ε.Ε. ως παρατηρητής. Η Διάσκεψη κατέληξε σε αδιέξοδο λόγω της επιμονής της Τουρκίας για μόνιμη παρουσία στρατευμάτων στην Κύπρο και για διατήρηση των επεμβατικών της δικαιωμάτων.
Στο πιο πρόσφατο παρόν, στην άτυπη πενταμερή, που έλαβε χώρα στην Γενεύη στις 27-29/04, συμμετείχαν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία) και οι δύο άμεσα εμπλεκόμενοι (Ελληνοκύπριοι – Τουρκοκύπριοι), χωρίς, όμως, την ΕΕ να είναι παρούσα αυτή τη φορά, λόγω τουρκικού βέτο. Η θέση της ελληνοκυπριακής μεριάς και της Ελλάδος, η οποία υποστηρίζεται ευρέως σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο από ΕΕ, ΗΠΑ και Ρωσία, έρχεται σε σύγκρουση με την θέση της τουρκοκυπριακής πλευράς και κατ’επέκταση της Τουρκίας. Η ελληνοκυπριακή μεριά υποστηρίζει την λύση μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα. Πιο συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει, ότι οι βασικές εξουσίες θα ασκούνται από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, ενώ το Κράτος θα έχει μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια. Η δικοινοτικότητα σημαίνει, πως οι δύο κοινότητες θα συμμετέχουν εξ ίσου στα όργανα και στις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας. Ενώ, με την διζωνικότητα η κάθε κοινότητα θα διοικείται αυτόνομα και θα καθορίζει μόνη της τα ζητήματα που προκύπτουν στο εσωτερικό. Από την άλλη, η θέση της τουρκικής πλευράς υποστηρίζει την λύση των δύο κρατών στα πλαίσια της συνομοσπονδίας με κυριαρχική ισότητα, αντί πολιτικής ισότητας. Αυτό σημαίνει, ότι, θα υπάρχουν δύο κράτη, τα οποία υπό την «ομπρέλα» της συνομοσπονδίας θα εκχωρούν εθελοντικά εξουσία στην κεντρική Κυβέρνηση, κυρίως θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, ενώ, όλες οι άλλες εξουσίες και αρμοδιότητες θα παραμένουν στα κράτη. Το σημαντικό εδώ είναι, ότι όποιο κράτος αποφασίσει μπορεί να αποσχιστεί από την ένωση, σε αντίθεση με την λύση της ομοσπονδίας, στην οποία οι δύο κοινότητες δεν αποτελούν ανεξάρτητα κράτη και συνεπώς δεν υπάρχει ζήτημα απόσχισης και μονομερούς κυριαρχίας. Και αυτή τη φορά, οι συνομιλίες έφθασαν σε ναυάγιο, λόγω της τουρκικής πλευράς, η οποία εμμένει σε μια διαδικασία επίλυσης στη βάση του ψευδοκράτους και της διχοτόμησης. Να σημειωθεί, πως η άτυπη πενταμερής έγινε στα πλαίσια ιχνηλάτησης του, κατά πόσο, μπορεί να βρεθεί κοινό έδαφος, ώστε να ακολουθήσει και επίσημη διαπραγμάτευση. Παρ’όλα αυτά, ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες πρότεινε νέα πενταμερή, παρά την μη αποδεκτή λύση των δύο κρατών, περί τα τέλη Ιουνίου, με στόχο να συμπέσει με τα ευρω-τουρκικά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 24 Ιουνίου. Στο σημείο αυτό, παρατηρείται προσπάθεια από την τουρκική πλευρά να πάρει παράταση, χωρίς κυρώσεις, μέχρι τις 24 Ιουνίου. Φυσικά, η «κερδισμένη» Τουρκία, για πολλοστή φορά, σε συνδυασμό με, το γεγονός, ότι ο κ. Γκουτέρες αποφεύγει να επιρρίψει ευθύνες ευθέως στην τουρκοκυπριακή πλευρά και την Άγκυρα για το αδιέξοδο των συνομιλιών, προκαλεί προβληματισμό σε Αθήνα και Λευκωσία.
Δυστυχώς, όπως φαίνεται, το κυπριακό θα συνεχίσει να διαιωνίζεται και να διατηρεί την υπεροψία, όσων οραματίζονται μια νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρ’όλα αυτά, ένα μεγάλο ποσοστό, τόσο τουρκοκυπρίων, όσο και ελληνοκυπρίων, επιθυμεί λύση στο πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Μία τέτοια συμφωνία σίγουρα θα αποτελούσε ελπιδοφόρο στοιχείο σε αυτόν τον ατέρμονο κύκλο αδιέξοδων διαπραγματεύσεων.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram