Μπορώ να φανταστώ τις ενστάσεις σας. Το ψέμα στην πολιτική δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Πουθενά στον κόσμο η πολιτική δεν είναι το προνομιακό πεδίο ανάδειξης της αλήθειας. Αντίθετα, από την αρχαιότητα ακόμη, η επιδίωξη πολιτικής ισχύος ταυτίστηκε με φαινόμενα δημαγωγίας και συνειδητής εξαπάτησης των πολιτών. Ο ίδιος ο Βίσμαρκ έλεγε, εξάλλου, πως οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα, όσα μετά το κυνήγι, στη διάρκεια του πολέμου και πριν από εκλογές.
Ισως θεωρήσετε επίσης πως «τσουβαλιάζω» ως ψεύτες, συλλήβδην, όλους τους Ελληνες πολιτικούς, και πως αν υπήρχε πρωτάθλημα ψέματος είναι βέβαιο πως κάποιοι (που όλοι έχουμε στον νου μας) θα ανέβαιναν στο βάθρο του νικητή, κερδίζοντας τους αντιπάλους τους με άνεση. Δεν διαφωνώ ούτε με την πρώτη ούτε με τη δεύτερη παρατήρηση. Σε όλες τις χώρες υπάρχουν άνθρωποι που πολιτεύονται με τα ψέματα και τη δημαγωγία, και άλλοι που αισθάνονται την ανάγκη να διαμορφώσουν μια σχέση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης με τους ψηφοφόρους τους όχι πάντα χωρίς κόστος για την καριέρα τους.
Πιστεύω πως συμφωνούμε, ωστόσο, ότι στη χώρα μας το φαινόμενο του ψεύτη πολιτικού είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο. Ηδη από τον 19ο αιώνα, διανοούμενοι, επιφυλλιδογράφοι, σκιτσογράφοι και σεναριογράφοι θεατρικών και κινηματογραφικών έργων άσκησαν κριτική ή σατίρισαν τη συνήθεια των πολιτικών να εξαπατούν τους εκλογείς. Ανήκω στη γενιά των Ελλήνων που είδαν τόσες φορές την ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο» (με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα ως υπουργό), που κάθε φορά που εντοπίζω έναν πολιτικό να λέει ξεδιάντροπα ψέματα, μου έρχεται αυτόματα στο μυαλό ο τίτλος της παραπάνω ταινίας. Πρόσφατα με το «greek kolotoumba» φροντίσαμε να επιδείξουμε διεθνώς τις «ικανότητές» μας αυτές. Γενικότερα, τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια, οι ξένοι θα αντιλήφθηκαν καλύτερα πως η πολιτική τάξη στην Ελλάδα, προκειμένου να επωφεληθεί πολιτικά, δεν διστάζει να πει τη μεγαλύτερη ανοησία, το πιο ακραίο ψέμα.
Γιατί όμως οι Ελληνες πολιτικοί λένε τόσα ψέματα; Είναι αλήθεια πως κάποιοι εξ αυτών διακρίνονται για την έλλειψη ηθικών φραγμών. Αλλοι υποτιμούν τόσο πολύ τη νοημοσύνη των συμπολιτών τους, που θεωρούν ότι η αλήθεια είναι προνόμιο μόνο όσων μπορούν να παίρνουν μέρος σε κλειστές συσκέψεις. Επιπλέον, φαίνεται πως ως κοινωνία δεν έχουμε καλή σχέση με την ανάληψη της ευθύνης και από μικροί κοινωνικοποιούμαστε στα ψέματα για να αποφύγουμε τις συνέπειες των πράξεών μας.
Μπορεί τα παραπάνω να ισχύουν, αλλά δεν ερμηνεύουν ένα τόσο διαδεδομένο φαινόμενο. Η εξήγηση, λοιπόν, πρέπει να αναζητηθεί σε ορθολογικά αίτια (στη σχέση κόστους-οφέλους, στην αποτελεσματικότητα της στρατηγικής) και όχι σε ψυχολογικές ή πολιτισμικές θεωρίες. Με άλλα λόγια, οι Ελληνες πολιτικοί λένε ψέματα γιατί όχι μόνο δεν τους κοστίζει, αλλά γιατί είναι το πιο αποδοτικό μέσο στην ακραία ανταγωνιστική πολιτική αρένα. Αν δεν πουν ψέματα, υστερούν έναντι των ανταγωνιστών τους, που θα πουν. Βασιζόμενη στα ψέματα, η αντιπολίτευση υπονομεύει ευκολότερα την κυβέρνηση. Χάρη στα ψέματα, ο πολιτικός μπορεί να παρουσιάζει το κενό ως πολιτικό πρόγραμμα, την παράνοια ως λογική διαδρομή, τον πελατειασμό ως κοινωνική πολιτική, το λάθος ως ορθό. Εντέλει, στην ελληνική πολιτική αγορά, τα ψέματα είναι ο συντομότερος, απλούστερος και αποδοτικότερος τρόπος για να πείσεις τους καταναλωτές να αγοράσουν το προϊόν σου.
Γιατί όμως οι πολίτες «αγοράζουν» τα ψέματα; Είναι αφελείς, απληροφόρητοι και εξαπατώνται; Συχνά ναι, καθώς οι πολιτικοί βρίσκονται σε θέση υπεροχής, όπως ο έμπορος έναντι του δυνητικού αγοραστή. Αλλά, νομίζω, πως τις περισσότερες φορές οι πολίτες αγοράζουν συνειδητά τα ψέματα με την κυνική σκέψη πως είναι καλύτερα να ελπίζεις σε κάτι από το να μην ελπίζεις σε τίποτε. Εξάλλου, η ψήφος είναι ένα φθηνό εμπόρευμα και δεν μας κοστίζει πολλά να την πετάξουμε. Οπως όταν αγοράζουμε πράγματα από παράνομους υπαίθριους μικροπωλητές: αν και έχουμε γνώση πως το προϊόν θα είναι, πιθανότατα, «σκάρτο» και πως ταυτόχρονα με την αγορά του κάνουμε ζημία στην οικονομία και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, η πολύ χαμηλή τιμή στην οποία μας προσφέρεται το συγκεκριμένο αγαθό, μας δελεάζει να το αγοράσουμε. Βεβαίως, η κυριαρχία της στρατηγικής του ψέματος συνιστά ένα είδος αθέμιτου ανταγωνισμού, όπου αυτός που παραβαίνει τους κανόνες κερδίζει έναντι του έντιμου. Και όσο παραβαίνει τόσο περισσότερο κερδίζει. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, είναι να βλάπτεται το συνολικό κοινωνικό συμφέρον.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η παθογένεια θα πρέπει, αφενός, οι θεσμοί να περιορίζουν τους πολιτικούς να λένε ξεδιάντροπα ψέματα και, αφετέρου, οι πολιτικοί να αντιληφθούν ότι αυτή η κατάσταση αθέμιτου ανταγωνισμού που γεννά έλλειψη συναίνεσης εκμαυλίζει τη χώρα και μακροπρόθεσμα φθείρει τους ίδιους.
Δυστυχώς, μέχρι τώρα οι βασικοί παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού δεν ήθελαν να συμφωνήσουν σε έντιμους κανόνες πολιτικής αντιπαράθεσης. Προτιμούσαν η πολιτική να είναι ένας αγώνας χωρίς όρους και όρια, γιατί κέρδιζαν από αυτήν την κατάσταση. Ολοι; Οχι ακριβώς! Η χώρα μας έχασε τόσα πολλά.
Νίκος Μαραντζίδης
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram