Το πουρμπουάρ | του Κώστα Θεολόγου
Είχα την τύχη να δουλέψω από πολύ μικρός. Το καλοκαίρι πριν από το Γυμνάσιο στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, στο ζαχαροπλαστείο «Γαρδένια», μοίραζα νερά πάνω σε μεγάλο δίσκο.
Έτρωγαν οι καθήμενοι λουκουμάδες φρέσκους, ζεστούς λαχταριστούς με μέλι και κανέλλα, παγωτά με σαντιγί, σιρόπι τσέρι και μπισκοτάκια… Δίψαγαν. Χαιρόμουν που έβλεπα τους πελάτες να αγαλλιάζουν καθώς πλησίαζα με το παγωμένο ποτήρι νερό· και με πόση ευχαρίστηση απολάμβαναν τη δροσιά του! Έμαθα από μικρός, ασύνειδα τότε ίσως, ότι η προσφορά δίνει χαρά στον συνάνθρωπο μας. Η απόλαυσή τους ενίοτε μεταφραζόταν και σε κάποιο κέρμα πάνω στον βρεγμένο δίσκο μου, δραχμούλα, δίδραχμο, τάλιρο.
Η ένδειξη ευχαριστίας μεταξύ μας είναι σπουδαία εκδήλωση αναγνώρισης του ψυχικού και κοινωνικού δεσμού μας. Ακόμη και το απλό «ευχαριστώ» στον σερβιτόρο είναι μια ευγενική υπόκλιση στο επάγγελμά του, στη διακονία του. Λέω διακονία και θυμάμαι αγρυπνίες στο Άγιον Όρος, στη Σταυρονικήτα, όπου μου άρεσε να μοιράζω με χαρά στους προσκυνητές καφέδες, λουκουμάκια και κουλουράκια σε δίσκους. Ο π. Γαβριήλ, που τώρα βρίσκεται σε μοναστήρι στην Κρήτη, είχε διαμαρτυρηθεί: «Θα μας πάρεις τη δουλειά, Κώστα;»
Πηγαίνω με σχετικά ευκατάστατους (εννοώ οικονομικά πιο άνετους από μένα) φίλους ή συνεργάτες σε εστιατόρια και αφού κεράσω, είθισται, αφήνω ένα πεντάευρο στο τραπέζι και ξαφνιάζονται, απορούν με το χουβαρνταλίκι. Είχα την τύχη, πάλι από μικρός, όταν ακόμη σπούδαζα, να συναναστραφώ με εύπορους (οικονομικά άνετους) και ευγενείς διανοούμενους, οι οποίοι άφηναν πάντοτε φιλοδώρημα στο τραπέζι. Εικοσάχρονος έμαθα περί το ποσοστό του φιλοδωρήματος: 10%. Στη βόρειο Αμερική δεν περιλαμβάνεται και πρέπει να το περιλάβεις στη χρέωση της κάρτας σου ή να το δώσεις ανά χείρας στο γκαρσόνι. Στην Ευρώπη, στα παρισινά καφέ, έβλεπα στον τιμοκατάλογο TTC (tout tax compris) ότι περιλαμβάνονται δηλαδή φόροι και φιλοδώρημα. Παρόλα αυτά το μισό φράγκο ήταν μεγάλο πουρμπουάρ, εφόσον ακόμη και τα λίγα σαντίμ (centimes, σεντς) άφηναν χαμόγελο ευχαρίστησης στα γκαρσόνια του Deux Magots ή του De Flore… Ναι, σε αυτά πήγαινα! Και τι είναι φιλοδώρημα γαλλιστί; Είναι πουρμπουάρ, pourboire, για να πιει κάτι και το γκαρσόνι, που μπορεί να δουλεύει με ποσοστά. Θυμάμαι τον αείμνηστο Μάνο Χατζηδάκι να μου βάζει στο χέρι πουρμπουάρ πέντε χιλιάδες δραχμές, ολόκληρο μεροκάματο τότε, το 1984, στο γαστρονομικό εστιατόριο της Θεσσαλονίκης, όπου εργαζόμουν πριν φύγω για το Παρίσι!
Προς τι, λοιπόν, η επίδειξη μικροψυχίας και μιζέριας απέναντι στον διάκονο μεταφορέα του φαγητού και του ποτού μας; Τώρα, μάλιστα, που ο διάκονος έρχεται στην πόρτα μας ως ντελιβεράς, είναι καλό, είναι ανθρώπινο και πολύ θεάρεστο να δίνουμε ένα και δύο ευρώ, ανεξαρτήτως μικροποσού της παραγγελίας μας. Αν όχι 10% δηλαδή 1€ ευρώ για κάθε 10€ της παραγγελίας, σκεφτείτε τις συνθήκες που εργάζονται αυτά τα παιδιά, οι πιο ώριμοι άντρες, αλλά και γυναίκες, που έχω αρχίσει να βλέπω ως διανομείς. Και δώστε γενναιόδωρα ένα και, αν μπορείτε, δύο ευρώ!
Θέλω να καταγγείλω αυτές τις ξινισμένες μουτράκλες των ομοτράπεζων συνδαιτυμόνων μας, που βλέπουν το ελάχιστο πουρμπουάρ ως πράξη σπατάλης και αφροσύνης, ενώ η δική τους μιζέρια προδίδει τις παραισθήσεις τους για ανύπαρκτα καβούρια στην τσέπη τους και τη στεγνή και άραχλη καρδιά τους.
Κώστας Θεολόγου
cstheol@mail.ntua.gr
Ο Κώστας Θεολόγου διδάσκει στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ