Είναι γυναικοκτονία κι όχι ανθρωποκτονία – 17 εγκλήματα το 2021
Στην Ελλάδα του 2022 και παρά τον πρωτοφανή αριθμό δολοφονιών γυναικών λόγω του φύλου τους, η δημόσια συζήτηση για το αν πρόκειται για γυναικοκτονίες ή ανθρωποκτονίες καλά κρατεί.
Πολλοί εξακολουθούν να εξεγείρονται για τον όρο «γυναικοκτονία» με το επιχείρημα πως η γυναίκα είναι άνθρωπος, άρα καλύπτεται από τον όρο – «ομπρέλα» της ανθρωποκτονίας.
Αν, ωστόσο, εξετάσει κανείς την αφετηρία και το προφίλ των εγκλημάτων αυτών, γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί είναι απαραίτητη η διαφοροποίηση, η αναγνώριση και η ένταξη του όρου «γυναικοκτονία» στο ελληνικό δικαιικό σύστημα.
Το 2021 ήταν θλιβερό από πολλές απόψεις, αλλά τραγικότερο όσον αφορά τις επιπτώσεις της έμφυλης βίας. 18 γυναίκες. Γυναίκες λίγων δεκαετιών, γυναίκες μητέρες, σύντροφοι, ερωμένες δολοφονήθηκαν από συζύγους και συντρόφους, κτητικούς, ζηλόφθονους και βίαιους, ίσως κάποιες φορές υπεράνω υποψίας. Και δεν ήταν μόνο η μαζικότητα, αλλά και ο φρικώδης τρόπος θανάτου των γυναικών που έπεσαν θύματα ανθρώπων που αγαπούσαν κι εμπιστεύονταν.
Κάθε φορά που ακόμη ένα θύμα προστίθετο στη μακάβρια λίστα του 2021, τα ερωτήματα γίνονταν και πιο επιτακτικά. Μόνο φέτος; Γιατί φέτος; Υπήρχαν και τα περασμένα χρόνια γυναικοκτονίες σε τέτοια συχνότητα; Ή μήπως οι καιροί πολιτικής ορθότητας επιβάλλουν πλέον την ορατότητα των θυμάτων και κυρίως των θυτών τους;
«Το ζήτημα της νομικής αναγνώρισης του όρου γυναικοκτονία είναι πολλαπλώς σημαντικό και αναγκαίο. Ανεξάρτητα από τη διαφοροποίηση που μπορεί να επιφέρει κατά την επιμέτρηση της ποινής του εκάστοτε δράστη, υπάρχει μία αδιαμφισβήτητη αυταξία στη σύμπνοια του δικαίου με την πραγματικότητα: εν προκειμένω στην ακριβή καταγραφή στον νόμο του φαινομένου κατά το οποίο μία γυναίκα ή ένα κορίτσι δολοφονείται από πρόθεση επειδή είναι γυναίκα» αναφέρει, μεταξύ άλλων πολλών, η Μαρίνα Φαρμακίδη, δικηγόρος της εννεαμελούς Νομικής Υπηρεσίας του Κέντρου «Διοτίμα».
O όρος γυναικοκτονία είναι ένας όρος που προέρχεται από τις κοινωνικές επιστήμες, η αναγκαιότητα χρήσης του οποίου, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος σε θεσμικό και νομοθετικό επίπεδο τόσο σε διεθνείς οργανισμούς, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Κοινωνία των Πολιτών.
Το 2012 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υιοθέτησε τον όρο γυναικοκτονία, ορίζοντάς τον ως εξής: «Γυναικοκτονία είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση γυναικών επειδή είναι γυναίκες – με ευρύτερους ορισμούς να περιλαμβάνουν κάθε ανθρωποκτονία γυναίκας ή κοριτσιού. Η γυναικοκτονία συνήθως διαπράττεται από άντρες αλλά κάποιες φορές συνεργούν και γυναίκες, συνήθως μέλη της ίδιας οικογένειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις την γυναικοκτονία διαπράττει ο σύντροφος ή πρώην σύντροφος που συνήθως είχε και μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, απειλούσε, κακοποιούσε ή/και εκφόβιζε τη γυναίκα, η οποία πολύ συχνά βρίσκεται σε θέση φυσικής ή/και οικονομικής αδυναμίας σε σχέση με αυτόν».
Το ζήτημα της νομικής αναγνώρισης του όρου γυναικοκτονία είναι πολλαπλώς σημαντικό και αναγκαίο. Ανεξάρτητα από τη διαφοροποίηση που μπορεί να επιφέρει κατά την επιμέτρηση της ποινής του εκάστοτε δράστη, υπάρχει μία αδιαμφισβήτητη αυταξία στη σύμπνοια του δικαίου με την πραγματικότητα: εν προκειμένω στην ακριβή καταγραφή στον νόμο του φαινομένου κατά το οποίο μία γυναίκα ή ένα κορίτσι δολοφονείται από πρόθεση επειδή είναι γυναίκα.
Είτε δεχθούμε ότι η νομοθεσία πηγάζει από την ηθική της ορθότητα ή τη λογική της αναγκαιότητα είτε δεχθούμε ότι το δίκαιο αντιστοιχεί στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, ο όρος γυναικοκτονία παρίσταται ηθικά, λογικά και πραγματικά-πραγματολογικά ορθό να εισαχθεί στο δίκαιό μας.
Εξάλλου, η έννοια της έμφυλης βίας αποτυπώνεται ήδη σε πολλά διεθνή νομικά κείμενα, με προεξάρχουσα τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, την οποία έχει κυρώσει η Ελλάδα, και υπ’ αυτή την έννοια η εκ δόλου δολοφονία μίας γυναίκας λόγω του φύλου της δεν συνιστά παρά την με έμφυλο πρόσημο κορύφωση μίας σειράς άλλων έμφυλων βίαιων πράξεων εις βάρος της.
Η επιστήμη του δικαίου αναζητά την αλήθεια σε σχέση με το τι, το πώς και το γιατί, δομείται πάνω στην αναζήτηση αυτήν και δεν μπορεί να εθελοτυφλεί μπροστά στο «γιατί» των δολοφονιών των γυναικών, το οποίο έγκειται στο ότι τελούνται για να πλήξουν την ανθρώπινη υπόσταση και αξιοπρέπεια της γυναίκας. Είναι εμφανές και αδιαμφισβήτητο από την εκτίμηση των περιστάσεων όλων ανεξαιρέτως αυτών των εγκλημάτων ότι τα κίνητρά τους είναι έμφυλα. Εξάλλου, επειδή ακριβώς η αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων των δύο φύλων διαπνέει το δίκαιό μας σε πολλές άλλες εκφάνσεις του, η επιφυλακτικότητά του να εντάξει στο εννοιολογικό του οπλοστάσιο την εντονότερη σε απαξία εκδήλωση της κατάλυσης της ισότητας των δύο φύλων, τη γυναικοκτονία, είναι τυπική και όχι ουσιαστική.
Τέλος, ο νόμος πρέπει να περιγράφει, λαμβάνοντας μία όσο το δυνατόν πιο κυριολεκτική, απέναντι στην κρατούσα γλώσσα και πραγματικότητα, διάσταση αλλά και να συμβολίζει, λαμβάνοντας μία όσο το δυνατόν πιο σημαίνουσα διάσταση απέναντι στα επιμέρους σημαινόμενα κοινωνικά φαινόμενα. Είναι λοιπόν και αυτές οι δύο λειτουργίες του που τον καλούν να μην απέχει πλέον από την υιοθέτηση του όρου γυναικοκτονία.
Επομένως το επιχείρημα ότι η ανθρωποκτονία τιμωρείται ήδη με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης στον Ποινικό μας Κώδικα και ότι παρέλκει η πρόβλεψη της γυναικτονίας είναι ψευδοεπιχείρημα και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στον νόμο τιμωρούνται διάφορα αδικήματα με παρεμφερείς τρόπους, όντας το ένα παραλλαγή ή διάκριση του άλλου χωρίς να απαιτείται να συγχωνευθούν αυτά τα αδικήματα σε ένα.
Μάλιστα υπό κάποιες συνθήκες τέλεσης ενός εγκλήματος (κατάχρηση εξουσίας ή σχέσης εμπιστοσύνης από την πλευρά του δράστη) επιβάλλεται η διαφορετική ποινική μεταχείρισή του. Γιατί να μη θεωρηθεί και η βαρύτερη τιμώρηση της γυναικοκτονίας επιβεβλημένη, όταν με αυτήν πλήττονται δύο προστατευόμενα έννομα αγαθά, της ζωής και του δικαιώματος των γυναικών να απολαμβάνουν μία ζωή χωρίς διακρίσεις και ταυτοχρόνως διασαλεύεται σε έναν απόλυτο βαθμό (γυναίκα που δολοφονείται μπροστά στα παιδιά της, γυναίκα που δολοφονείται έχοντας υποστεί χρόνια βία) η οικογενειακή και κοινωνική ζωή;
Άλλωστε, στην πράξη, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, τιμωρείται με μειωμένη ποινή λόγω των ελαφρυντικών περιστάσεων που αναγνωρίζονται από το δικαστήριο. Επομένως, ο δράστης συχνά τιμωρείται με μικρότερη ποινή, κάτι που καταδεικνύει την αναγκαιότητα εισαγωγής του εγκλήματος της γυναικοκτονίας.
Η εισαγωγή στον Π.Κ. αυστηρότερων ποινών σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών θα μπορούσε να γίνει με διαφόρους τρόπους. Η ένταξη αυτή θα μπορούσε να γίνει είτε προσθέτοντας ως βάση διακρίσεως στο άρθρο 81Α του Π.Κ. τη διάκριση λόγω φύλου, είτε εισάγοντας επιβαρυντική περίσταση απευθείας στο άρθρο 299 Π.Κ.
Από την άλλη, και στο υπάρχον πλαίσιο θα μπορούσε να αναπτυχθεί μία νομολογία η οποία θα ενέτασσε στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής –άρθρο 79 Π.Κ.– τον παράγοντα της έμφυλης βίας. Πέρα από τις πρακτικές συνέπειες ενός τέτοιου μέτρου, αναμφισβήτητα η εισαγωγή επιβαρυντικής περίστασης υποδηλώνει την αναγνώριση του φαινομένου και αποκτά και συμβολικό χαρακτήρα.
Σε ένα περαιτέρω πρακτικό επίπεδο, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την ισότητα των φύλων (EIGE), η έλλειψη αναγνώρισης της γυναικοκτονίας ως διακριτού αδικήματος στον ποινικό δίκαιο ενός κράτους, καθώς και η έλλειψη νομικού ορισμού της, συνεπάγονται τη μη ορθή αποτύπωση του μεγέθους αλλά και των μορφών της στα στατιστικά στοιχεία του κράτους αυτού.
Στη «Διοτίμα» προσπαθούμε να αναδείξουμε το θέμα αυτό και στο επίπεδο του δικαιακού μας συστήματος, ώστε να καταγράφονται επισήμως τέτοια περιστατικά ως γυναικοκτονίες, αλλά και να αντιμετωπίζονται αρμοδίως από τις δικαστικές Αρχές.
Οι αντιδράσεις είναι τυπικές και δεν σχετίζονται με την ουσία του προβλήματος. Θεωρείται ότι το άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα περί ανθρωποκτονίας καλύπτει όλο το φάσμα εκδήλωσης της πράξεως και είναι ικανό να οδηγήσει στην αναγκαία τιμώρηση του δράστη. Υπό την έννοια αυτή ο όρος γυναικοκτονία θα είναι περιττός. Το δίκαιο σε κάποιους τομείς του επιδιώκει να είναι μινιμαλιστικό, ενώ αντιθέτως σε κάποιους άλλους κατακλύζεται από άκρατη πολυνομία. Το ποινικό και το αστικό δίκαιο εισάγουν νέους όρους με πολλή φειδώ γιατί θέλουν να διαφυλάξουν τη διαχρονική εφαρμογή τους και επιδιώκουν εντός γενικότερων κανόνων να εντάσσουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και κοινωνικές συνθήκες ειδικότερες περιπτώσεις και περιστάσεις.
Δεν θέλω να πιστεύω ότι στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη του 2021 υπάρχει, ως απόρροια πατριαρχικών αντιλήψεων, συντεταγμένη άρνηση του νομοθέτη να λάβει σαφή καταδικαστική στάση απέναντι στα εγκλήματα των γυναικοκτονιών και να τις κατονομάσει. Αν θέλουμε να είμαστε καλόπιστοι, θεωρώ ότι ο νόμος επεξεργάζεται ακόμη το κοινωνικό αυτό φαινόμενο.
Ωστόσο, στην περίπτωση των γυναικοκτονιών, λόγω της ραγδαίας αύξησής τους τα τελευταία έτη, ο νομοθέτης δεν έχει στη διάθεσή του τον χρόνο που έχει συνήθως για να προσαρμοστεί στην κοινωνική πραγματικότητα. Καλείται επίσης να προβληματιστεί από τη συστηματική δημόσια συζήτηση που γίνεται στη χώρα μας και παγκοσμίως για το επιτακτικό ζήτημα της γυναικοκτονίας.
Τα προηγούμενα χρόνια δεν τελούνταν τόσες γυναικτονίες και με τέτοια συχνότητα στην Ελλάδα. Ακόμη και υπό τη βάσιμη εκδοχή ότι δεν δίδονταν από το κράτος στη δημοσιότητα επίσημα στατιστικά στοιχεία, και πάλι οι αριθμοί των γυναικτονιών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία έτη.
Ως κλιμάκωση μίας χρόνιας έμφυλης βίας, οι γυναικοκτονίες αυξήθηκαν σε ποσοστό ευθέως ανάλογο προς την ενδοοικογενειακή βία, κλιμάκωση της οποίας κατά κύριο λόγο αποτελούν, η οποία «κόχλασε» στην Ελλάδα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και εντάθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας.
Οπωσδήποτε η συνεχής δημοσιότητα, έμφαση και ανάλυση που αφιερώνεται τα τελευταία χρόνια στις γυναικοκτονίες από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αν και ενίοτε με αναπαραγωγή των θεαματικών γυναικοκτονιών, οδηγεί σε μία ανατροφοδότηση της έρευνας και των στατιστικών στοιχείων, μία άτυπη θεμελίωσή τους και αποτρέπει πλέον την απόκρυψή τους και τη μη περιβολή τους με την κοινωνική απαξία που τους αρμόζει.
Παρ’ όλα αυτά επίσημα στοιχεία εξιχνιασμένων υποθέσεων δεν δημοσιοποιούνται από τις αρχές ετησίως και αυτό συντελεί στη δυσκολία αποτύπωσης της διάστασης του φαινομένου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, περισσότερα από 8 από τα 10 θύματα ανθρωποκτονιών που διαπράχθηκαν από συντρόφους τους το 2019 ήταν γυναίκες. «Η βία από κάποιον σύντροφο συνεχίζει να έχει δυσανάλογα βαρύ τίμημα εις βάρος των γυναικών» αναφέρεται στην σχετική έκθεση του ΟΗΕ το 2019. Τα στατιστικά στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών συνοψίζουν τις διαπιστώσεις για το 2017, που βασίζονται σε πληροφορίες για ανθρωποκτονίες, τις οποίες παρείχαν κυβερνητικές πηγές.
Στην Ελλάδα η εκτίμηση των θυμάτων γυναικοκτονιών γίνεται μέσα από τη χρήση του άρθρου για την ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθ. 299 Π.Κ.) σε συνδυασμό με τον νόμο για την ενδοοικογενειακή βία (Ν.3500/2006). Η τήρηση των σχετικών στοιχείων και κυρίως η δημοσιοποίησή τους υπήρξε μέχρι πρόσφατα ελλιπής. Πλέον, υπό την επίδραση και της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης (σ.σ.: Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011, τέθηκε σε ισχύ το 2014 και υπογράφηκε από την Ε.Ε. το 2017, είναι το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο του είδους του που θέτει κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών), δημοσιοποιούνται ορισμένα στατιστικά στοιχεία από το Παρατηρητήριο της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων. Η ορθή τήρηση στατιστικών στοιχείων και η διάθεση αυτών στο κοινό αποτελεί σε κάθε περίπτωση τη βάση για την αναγνώριση του φαινομένου και τη χάραξη ορθής πολιτικής.
Στις 26 Νοεμβρίου του 2012, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών (στις 25 Νοεμβρίου κάθε χρόνο) υπογράφηκε στη Βιέννη η Διακήρυξη για τη Γυναικοκτονία, γνωστή ως Διακήρυξη της Βιέννης για τη Γυναικοκτονία. Στη Διακήρυξη αναγνωρίζεται η αύξηση των γυναικοκτονιών σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς και η ατιμωρησία των δολοφόνων – γεγονός που επιτείνει την υποταγή και την αδυναμία των γυναικών, διακινώντας το μήνυμα ότι η βία κατά των γυναικών είναι αποδεκτή και αναπόφευκτη.
Η Διακήρυξη προτρέπει τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της υποχρεωτικότητας και της δέουσας επιμέλειας να προστατεύουν τις γυναίκες καθώς και να προβλέψουν διώξεις για τη γυναικοκτονία, λαμβάνοντας μέτρα για την πρόληψη των εγκλημάτων αυτών και παράλληλα την παροχή νομικής προστασίας, διορθωτικών μέτρων και αποζημίωσης στις επιζήσασες, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται από τις διεθνείς συνθήκες. Επίσης, τα μέλη καλούνται να θεσπίσουν νομοθετικά μέτρα για τη δίωξη και τιμωρία των θυτών.
Ωστόσο, λίγες χώρες έχουν μέχρι και σήμερα αναγνωρίσει νομικά τον όρο «γυναικτονία». Η πλειοψηφία των χωρών της Λατινικής Αμερικής, ανάμεσά τους η Κολομβία, η Νικαράγουα, η Βολιβία, ο Παναμάς κ.ά., έχουν θεσπίσει ένα σύνολο μέτρων τα οποία δεν περιορίζονται στην ποινικοποίηση αυτών των εγκλημάτων αλλά εστιάζουν σε τομείς όπως η πρόληψη, η προστασία, η διερεύνηση και η αποκατάσταση των θυμάτων.
Ακόμη όμως και στις χώρες αυτές δεν παρατηρείται μέχρι σήμερα αισθητή μείωση των γυναικοκτονιών, γεγονός που οφείλεται στο ότι οι βαθιά εδραιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις και δομές θα πρέπει να αντιμετωπισθούν από το νομικό σύστημα των χωρών αυτών με συστηματικότητα και για καιρό προκειμένου να αναφανεί κάποιο απτό αποτέλεσμα, καθώς χρονολογούνται από τη συγκρότηση των κοινωνιών αυτών.
Μαρίνα Φαρμακίδη, δικηγόρος της εννεαμελούς Νομικής Υπηρεσίας του Κέντρου «Διοτίμα»
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram