Εγρήγορση, ησυχία και σιωπή | του Κώστα Θεολόγου
Δεν ζήλεψα, δεν ζηλεύω κάτι στη ζωή μου, ούτε σπίτια, ούτε αυτοκίνητα, ούτε ανθρώπους, ούτε χρήματα… Για μένα επίζηλος κατάσταση είναι η ησυχία· αποζητώ τη σιωπή. Ακόμη και ως εικοσιπεντάχρονος, αλωνίζοντας τις παραλίες της νότιας Κρήτης με το εντούρο του Γέροντα, αναζητούσα την ηρεμία της υπήνεμης παραλίας, τη σιωπή κάτω από το αλμυρίκι, τη νωχέλεια του τζίτζικα και τα μεσοδιαστήματα, κυρίως όταν σταματούσε αποκαμωμένος προσώρας να τραγουδάει «Ζει και ζει και ζει ….. ο βασιλιάς ο ήλιος ζει».
Κι όταν η θάλασσα φούσκωνε καμιά φορά από την όστρια κι έσκαγε στα βράχια, χαιρόμουν το φύσημα του νοτιά και διάβαζα ποιήματα ή απλώς έδενα τα χέρια πίσω από το κεφάλι με τα μάτια κλειστά και άδειαζα τις σκέψεις μου.
Μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας να διακρίνω τον κακομαθημένο, τον κακοπροαίρετο, τον ιδιότροπο, τον κακοήθη, τον δύστροπο, διαπιστώνω ότι αυτή η εμμονή μου στην ησυχία και στη σιωπή σχεδόν απαιτεί από τους άλλους να την αποδεχτούν πάση θυσία, ενώ θεωρώ με βεβαιότητα ότι την εκλαμβάνουν ως ελάττωμα. Μεγαλώνοντας αναγκάστηκα να μιλήσω πολύ· πάντως, όχι τόσο πολύ όσο έπρεπε. Αναπόφευκτα γινόμουν -και γίνομαι- δύστροπος, επειδή δεν αρέσκομαι στα πολλά λόγια. Σιωπούσα ή απομακρυνόμουν από μια συζήτηση, επειδή δεν είχα τη δέουσα υπομονή να επιχειρηματολογήσω με στόχο να εξηγήσω την πράξη μου, τη θέση μου ή την επιλογή μου. Έτσι, λοιπόν, ενίοτε σιωπώ, δεν συμμετέχω ή δεν εξηγώ, οπότε συνήθως παρεξηγούμαι λόγω αυτής της σιωπής, επειδή ακριβώς βαριέμαι να εξηγήσω γιατί επέλεξα να ενεργήσω έτσι κι όχι αλλιώς.
Παρεξηγημένος παραμένω και κλείνω τα μάτια, οσφραίνομαι τον αγέρα, αναγνωρίζω σαν θηρευτής το ιώδιο της θάλασσας· φτάνω να κολυμπήσω ως εκεί που δεν ακούγονται φωνές από την παραλία· θέλω αχινούς να τους γευτώ με λεμόνι κι ένα κουταλάκι, να ρουφήξω λίγες σταγόνες θάλασσα που τους μεγάλωσε. Ησυχάζω, πίνω κρύο νερό από την πηγή στον βράχο, ακούω το σύρσιμο του σκαθαριού στα πεσμένα φύλλα, μυρίζω τα σύκα που αρχίζουν να σκάνε, έχω αποκλείσει κάθε πηγή μελωδίας, λόγου ή μουσικής, πλην των ήχων της φύσης· καμιά φορά θέλω να βλέπω με μάτια κλειστά το υπερηχογράφημα του τοπίου πέρα μακριά, ολούθε γύρω. Θέλω να συνεννοούμαι μέσω της σιωπής, χωρίς λόγια, ούτε καν με το βλέμμα· θέλω να μετουσιωθώ σε σιωπή και, συνάμα, να αποκτήσω τα απαραίτητα εργαλεία ανάλυσης των γρήγορων κινήσεων της πεταλούδας και της μέλισσας, να τις καθιστώ βραδείες και αργές κατά το δοκούν, ώστε να τις κατανοήσω…
Αλλά αυτή η επιθυμία με εξοστρακίζει αλλεπάλληλα από την ιδεατή χώρα της ησυχίας και της σιωπής, καθώς αρχίζει η απορία να τρώει τα σωθικά του μυαλού μου, το κάθε παιδικό «γιατί» και οι κάθε λογής ερωτήσεις με ξεσηκώνουν· ανοίγω τα μάτια, παρατηρώ άγρυπνος ό,τι συμβαίνει, πασχίζω να καταλάβω το απερινόητο, το σύμπαν, τον άνθρωπο, τον θυμό, την αγάπη, τον Θεό, και μάλλον θα πεθάνω αν-ήσυχος, σε διαρκή εγρήγορση, όση επιτρέπουν τα γεράματα· μια εγρήγορση, όμως, την οποία πάντα θέλω να συζεύξω με την ησυχία και τη σιωπή… Κλείνω τα μάτια για τον απαραίτητο αναστοχασμό και τα πάντα καταρρέουν… Η σύζευξη είναι αδύνατη.