Στον κυκεώνα των διερευνητικών… λίγο πριν τον δεύτερο γύρο Ελλάδας – Τουρκίας! | της Σοφίας Κουνενού
Όπως είναι γνωστό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία, περίπου, 40 χρόνια βρίσκονται σε μία συνεχή ρήξη, η οποία πολλάκις έχει ακουμπήσει τα όρια ενός θερμού επεισοδίου. Όσο, και, αν είχε μετριαστεί αυτή η συγκρουσιακή σχέση, ανάμεσα στις δύο χώρες, με την πραγματοποίηση διερευνητικών επαφών, ήδη, από το 2002 και για μια σειρά 14 ετών, το 2016 ήρθε η διακοπή αυτών των επαφών, δίνοντας την θέση τους σε ένα ανελέητο μπαράζ προκλήσεων εκ μέρους της γείτονος. Το χάσμα μεταξύ Αθήνας-Άγκυρας, αυτά τα 4 χρόνια, ήρθε να γεφυρώσει ο 61ος γύρος διερευνητικών επαφών, που πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιανουαρίου, στην Κωνσταντινούπολη.
Τί είναι, όμως, στην πραγματικότητα οι Διερευνητικές επαφές και τί αποκόμισε η Ελλάδα από την επανέναρξη τους? Πού στοχεύει ο δεύτερος γύρος των Διερευνητικών και πού οφείλεται η μεταστροφή της Τουρκίας στο «καλό παιδί» της ΕΕ?
Πιο συγκεκριμένα, οι διερευνητικές επαφές αποτελούν ένα είδος «προθέρμανσης» ή, ακόμα, και «ϊχνηλάτισης», καθώς πρόκειται για ένα είδος προκαταρκτικών θεμάτων, που προηγούνται της διαπραγμάτευσης. Στόχο έχουν την αναζήτηση κοινού εδάφους και τυχόν δυνατότητα σύγκλισης μεταξύ των δύο κρατών. Πρόκειται για μία άτυπη διαδικασία, όπου οι δύο χώρες συζητούν σε επίπεδο διπλωματών, χωρίς, όμως, να προβαίνουν σε καμία διαπραγμάτευση. Να τονιστεί, ότι το βασικό αντικείμενο συζήτησης των επαφών, μέσα στην εικοσαετία, έχει μετατοπιστεί, πέρα, από την επίλυση της νομικής διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και σε άλλα θέματα, που δεν περιλαμβάνονταν μέχρι πρότινος στην ατζέντα της Τουρκίας. Γνώστες των συζητήσεων των προηγούμενων εξήντα γύρων υποστηρίζουν, ότι το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των δύο πλευρών ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό και παρά το, ότι δεν υπήρξε ποτέ συμφωνία, πλησίασαν αρκετά ο ένας την θέση του άλλου. Η Τουρκία τότε είχε ανοίξει τους διαύλους επικοινωνίας της για μια προοπτική ένταξης στην ΕΕ, όπως, αντίστοιχα και η Ελλάδα προσπαθούσε για μία αντίστοιχη ένταξη της Κύπρου, όπερ και εγένετο το 2003. Και, ενώ, η επικοινωνιακή προσπάθεια της Τουρκίας να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια παραμένει στο τραπέζι, το κλίμα που επικρατεί σήμερα είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με τότε. Οι τουρκικές διεκδικήσεις εκτείνονται πλέον και πέρα από το Αιγαίο, όπως θέλει να ισχυρίζεται η ίδια, και συγκεκριμένα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθώς, πλέον υπάρχει ένα Τουρκο-λιβυκό Σύμφωνο και η Συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου, ενώ, πιο πολύ από ποτέ κυριαρχεί το ζήτημα επίλυσης του Κυπριακού.
Όμως, τί, αλήθεια, αποκόμισε η Ελλάδα από τον πρώτο γύρο των διερευνητικών συζητήσεων και κατά πόσο προάγει αυτή η διαδικασία τα δικά μας συμφέροντα και όχι των ευρωπαίων εταίρων και συνεπώς της γείτονος? Η ελληνική πλευρά ως μοναδικά σημεία συζήτησης έθεσε την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα, ένα ζήτημα που η Ελλάδα συζητάει, αλλά δεν διαπραγματεύεται είναι εκείνο της οριοθέτησης των χωρικών υδάτων, το οποίο αποτελεί προκριματικό στάδιο για τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Σε περίπτωση, που δεν υπάρξει σύγκλιση απόψεων, το ζήτημα θα παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όμως, η Τουρκία δεν δέχεται τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, καθώς δεν έχει υπογράψει καμία από τις δύο συμβάσεις για το δίκαιο της θάλασσας, σύμφωνα με, τις οποίες, η διεύρυνση των υδάτων αποτελεί μονομερές δικαίωμα. Ταυτόχρονα εμμένει στην διαχρονική απειλή του «casus belli» σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών μας υδάτων και χρήση του κυριαρχικού μας δικαιώματος. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό, ότι είναι σχεδόν αδύνατη μία σύγκλιση απόψεων στην οριοθέτηση τόσο υφαλοκρηπίδας, όσο και ΑΟΖ και αυτομάτως θα οδηγηθεί η χώρα μας στην τελική λύση της Χάγης, η οποία μόνο συμφέρουσα δεν είναι για την Ελλάδα. Καταλήγουμε στο, ότι οι διερευνητικές καθιστούν παιχνίδι και συμφέρον τόσο των ευρωπαίων εταίρων, για τους οποίους διακυβεύονται σημαντικά οικονομικά συμφέροντα με την Τουρκία, όσο και για την τελευταία, η οποία πέρα από τις οικονομικές διασυνδέσεις επιθυμεί την ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, το, ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε στην κατεύθυνση της επανέναρξης των διερευνητικών αμέσως μετά την Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, όπου είχαν πέσει στο τραπέζι σημαντικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, λόγω των συνεχόμενων παραβιάσεων και προκλήσεων της.
Αντίστοιχα, παρατηρείται η ίδια μελετημένη τοποθέτηση των ημερομηνιών κατά το δοκούν. Αν σκεφτεί κανείς, ότι ο δεύτερος γύρος των διερευνητικών Ελλάδας- Τουρκίας έχει προγραμματιστεί τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου στην Αθήνα, δηλαδή λίγες ημέρες πριν την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, που θα πραγματοποιηθεί στα μέσα Μαρτίου και κατά την οποία θα κριθεί, τόσο η ευρωπαϊκή συμπεριφορά της Τουρκίας, αλλά και η απομάκρυνση οποιασδήποτε απειλής επιβολής κυρώσεων κατά της Άγκυρας. Ακόμη, να σημειωθεί, ότι μέσα στον Μάρτιο θα πραγματοποιηθεί και η Πενταμερής Σύνοδος για το Κυπριακό. Όσον αφορά, τις διερευνητικές του Μαρτίου, η Αθήνα πάλι λειτούργησε καθοδηγούμενη από τις δυτικοευρωπαϊκές συμμαχίες δείχνοντας ταυτόχρονα μια φοβική και σε καμία περίπτωση κυριαρχική στάση, χωρίς την ύπαρξη ουσιαστικής στρατηγικής προς όφελος του ελληνικού έθνους. Κι αυτό, διότι, αποφάσισε να συνεχίσει τις συζητήσεις, χωρίς την επιβολή προϋποθέσεων, πέρα από την απομάκρυνση του Όρους Ρέιτς από το Ανατολικό Αιγαίο. Στον ελληνοτουρκικό διάλογο δεν έγινε καμία νύξη για τις προκλήσεις της γείτονος και φυσικά, δεν έχει καταστεί σαφές στους ευρωπαίους εταίρους, ότι η ένταξη της Τουρκίας και η επιβολή κυρώσεων ή μη σε αυτήν, έχει να κάνει με την συμπεριφορά της γείτονος απέναντι σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ (Ελλάδα-Κύπρος) και, πως τα Ελληνοτουρκικά μαζί με το Κυπριακό δεν αποτελούν ξένο σώμα.
Όσον αφορά, την μεταστροφή της τουρκικής στάσης, που από κακό παιδί της Μεσογείου, ο Ερντογάν μετατρέπεται σε καλό παιδί και Ευρωπαίο, σχετίζεται, τόσο με την επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, αλλά κυρίως με την εκλογή Μπάιντεν και την αλλαγή πλεύσης του Αμερικανού Προέδρου. Η στόχευση της Τουρκίας είναι διττή. Ειδικότερα, δεν διεκδικεί πλέον μόνο την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ελλάδα, ούτε την αμφισβήτηση και αποστρατικοποίηση των 22 νησιών στο Αιγαίο, αλλά διεκδικεί, αρχικά το μεγάλο κομμάτι της Κύπρου και, κατά δεύτερον, ένα νέο πακέτο για το μεταναστευτικό μαζί με ριζική τροποποίηση της τελωνειακής ένωσης. Ο Ερντογάν θα απαιτήσει την νομιμοποίηση της Β. Κύπρου και, κατ’επέκταση, ένα δεύτερο πακτωλό χρημάτων περί τα 30 δις. από την Ευρώπη, πουλώντας ως αντάλλαγμα την πολυπόθητη ηρεμία με την Ελλάδα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Κλείνοντας, πρέπει να κατανοήσουμε, ότι δεν υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι σε αυτό το πρόβλημα. Δεν υπάρχει ο μονόδρομος της Χάγης, ή ο μονόδρομος της σύγκρουσης και του πολέμου. Υπάρχει και ο δρόμος της «Αποτροπής», και ο οποίος θα μπορέσει να επιτευχθεί μόνο, όταν αποκτήσουμε ένα στρατηγικό πλάνο, ένα όραμα για αυτή την χώρα, μία εθνική ενότητα και μία διπλωματία σε οικονομικό, αμυντικό και διεθνές επίπεδο. Προσπαθούμε να γίνουμε υπολογίσιμη δύναμη κλείνοντας ασυνείδητα αμυντικές συμφωνίες, οι οποίες θα χαθούν κι αυτές στον χρόνο, αν δεν θεσπίσουμε στοχευμένο πρόγραμμα τί θα τις κάνουμε και πώς θα τις χρησιμοποιήσουμε προς το συμφέρον μας. Οι δισταγμοί και η πολιτική της αβεβαιότητας θα βοηθήσουν μονάχα στο να παραμείνουμε μία φινλανδοποιημένη Ελλάδα.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram