Η μουσική ως καλή αλλοίωση (του Κώστα Θεολόγου)
Η ταχύτητα του βίου, την οποία πολύ εύστοχα διέγνωσε λογοτεχνικά ο Μίλαν Κούντερα (La lenteur, 1995), επιβάλλει αποσπασματική αντίληψη και συναίσθηση όσων συμβαίνουν γύρω μας. Η βραδύτητα είναι ο ρυθμός της απόλαυσης και της μνήμης, ενώ η ταχύτητα ρυθμός της ατελούς ικανοποίησης και της λήθης.
Νοσταλγώ την περίοδο της δεκαετίας του ’80 που σουλατσάριζα στο Παρίσι και άκουγα απροσδόκητα και αναπάντεχα στα πεζοδρόμια και στις αλέες έξοχους μουσικούς και εξαίσιες μελωδίες. Νοσταλγώ πολύ τη μοναχική εποχή της ζωής μου, όταν ξυπνούσα, έπινα καφέ, διάβαζα λογοτεχνία και άκουγα σονατίνες του Νικολό Παγκανίνι. Η μουσική του ξεχυνόταν και με πλημμύριζε σαν έρωτας, σαν συνταρακτικό συναίσθημα, όχι σαν πετάρισμα στο φυλλοκάρδι μου.
Παρήλθαν δεκαετίες και μουσική ακούω ταξιδεύοντας οδικώς -με τον γιο μου έχω ακούσει πολύ χέβι μέταλ- και ακούω συχνά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή με τους περιορισμούς που καθορίζει το ψηφιακό πολυ-εργαλείο μου… Συμμορφώθηκα στη νέα κατάσταση της αποσπασματικότητας, την οποία μου επιβάλλει ο αμείλικτος ερπυστριοφόρος βίος. Γράφω, βλέπω, σκέφτομαι, ακούω και, συνεπώς, επί της ουσίας, συγκεντρώνομαι περισσότερο σε κάποια από όλες τις δραστηριότητες και υποτιμώ κατ’ ανάγκην τις λοιπές.
Η πολυτέλεια – πλέον- να ακούς μουσική έχει συρρικνωθεί σε σημεία, στις ακροάσεις συναυλιών στα μέγαρα και στις στέγες της πρωτεύουσας και, ίσως, σε κάποιο πρωινό Κυριακής, όταν αφήνουμε προσώρας τις έγνοιες κατά μέρος -χωρίς να είναι βέβαιο ότι εντέλει το καταφέρνουμε- κατασκευάζοντας μια ψευδαίσθηση ποιοτικού ελεύθερου χρόνου.
Η μουσική είναι πλούτος, που τον έχουμε λησμονήσει, καθώς ακούμε ραδιόφωνο οδηγώντας στην κυκλοφοριακή αστική υπερένταση. Έτσι, χάνουμε τη γοητεία της ησυχίας, που οφείλει να τη συνοδεύει ως προϋπόθεση. Η μουσική δεν είναι όχημα ευωχίας, όπως «τα τραγούδια της παρέας», αλλά αυτοσυγκέντρωση που μας θέτει σε διάλογο μαζί της, εν σιωπή, με σκοπό τον στοχασμό και την αυτογνωσία μας. Όσοι την αντιμετωπίζουμε μονάχα ως διασκέδαση και ψυχαγωγία χάνουμε πολλά από τα πολύτιμα συστατικά της. Αν ήταν δίαιτα, θα ήταν μια πλούσια και υγιεινή διατροφή. Όπως προσέχουμε τους σωματικούς δείκτες για λόγους υγείας, αντιστοίχως οφείλουμε να εξελίξουμε τον εαυτό μας ως προς τους πολιτιστικούς και τους πνευματικούς δείκτες του μέσα από την τέχνη. Η μουσική, άλλωστε, είναι πολύ προσιτή, διότι βρίσκεται στο σπίτι και στους χώρους της καθημερινότητας. Δεν απαιτεί απαραιτήτως εισιτήριο ούτε μετάβαση σε ειδικούς χώρους, μολονότι οφείλουμε να την τιμούμε ιδιαίτερα και να καταβάλλουμε προσήκον αντίτιμο προσερχόμενοι σε αίθουσες συναυλιών.
Έστω κι αν ακούμε μιαν «άλλη» μουσική, εννοώ άλλου είδους -λαϊκού ή έντεχνου- κάποτε οφείλουμε να δοκιμάσουμε να ακούσουμε την κλασική μουσική των μεγάλων δημιουργών ή την μεγαλειώδη μουσική άλλων κλασικών συνθετών. Η μουσική συμβάλλει βαθιά στην «καλή αλλοίωσή» μας, που λένε οι πατέρες του Ορθόδοξου στοχασμού, και ίσως μας εξημερώνει κιόλας, σε εποχή κρίσης και έντασης, που ευνοεί τις ρήξεις και τους τσακωμούς. Η μουσική καλλιεργεί την αισθητική παιδεία μας και προκαλεί ως ένζυμο την πνευματική ανάταση και διεύρυνση. Ως τέτοια, οφείλουμε να τη σεβόμαστε και να προσπαθούμε να γνωριστούμε, να συνομιλήσουμε και, εντέλει, να συνευρεθούμε μαζί της.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 23-6-2020