Η τύχη των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Βουλγαρίας συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη του Μακεδονικού ζητήματος και τους αγώνες για την επιβίωση του ελληνισμού της Μακεδονίας.
Στα τέλη του 13ου αιώνα, μετά τις καταλυτικές για το Βυζάντιο επιπτώσεις της φραγκικής παρουσίας, ο ελληνισμός εγκαταστάθηκε και πάλι στα παλιά του όρια από τον Αίμο και τα Σκόπια μέχρι το Δυρράχιο. Η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, η Βερόη, η Φιλιππούπολη και ο Στενήμαχος ήταν ελληνικά κέντρα.
Η Ανατολική Ρωμυλία (εμφανίζεται και ως Ρουμελία στις πηγές) ή Βόρεια Θράκη είναι το θρακικό τμήμα που περιλαμβάνεται μεταξύ των οροσειρών του Αίμου βόρεια και της Ροδόπης νότια. Ανατολικά τα όριά της φτάνουν ως το όρος Μικρός Αίμος (Στράντζα) ενώ στη Δύση χωρίζεται από τη Μακεδονία από το όρος Όρβηλος. Ανάμεσα στα βουνά σχηματίζεται μια μεγάλη καταπράσινη κοιλάδα. Ο Έβρος, ο Άρδας και ο Τούνζας ποτίζουν τη μεγάλη θρακική κεντρική πεδιάδα πριν ενωθούν έξω από την Αδριανούπολη.
Η ονομασία της Ανατολικής Ρωμυλίας (γνωστή κατά τον Μεσαίωνα ως ‘’Ρωμανία’’ και από τους Βούλγαρους ως Romanja) προέκυψε από το Roumelie Orientale του Συνεδρίου του Βερολίνου(1878), χωρίς να υπάρχει καμία σχέση με το όνομα Ρωμύλος, όπως εσφαλμένα υποστηρίχθηκε.
Από τη συνθήκη του Βερολίνου στην προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας-Ο Ελληνισμός στη Βόρεια Θράκη
Όπως έχουμε δει και σε προηγούμενα άρθρα, κομβικό σημείο για τη σύγχρονη Βουλγαρία είναι το Συνέδριο του Αγίου Στεφάνου (1878). Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878 με την υπογραφή της Συνθήκης αυτής (3 Μαρτίου 1878) δημιουργήθηκε μια μεγάλη Βουλγαρία. Η Μ. Βρετανία και η Αυστροουγγαρία, βλέποντας την ανατροπή της ενδοβαλκανικής ισορροπίας και την αλλαγή των δεδομένων σε ευρύτερη κλίμακα, απείλησαν τη Ρωσία με πόλεμο.
Η Ρωσία έχοντας κατοχυρώσει την προσάρτηση της Νότιας Βεσαραβίας, του Καρς, του Μπατούμ και του Αρδαχάν δέχτηκε την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Το αυτόνομο βουλγαρικό κράτος που ιδρύθηκε με το Συνέδριο του Βερολίνου αποτελούσε μια νέα παράμετρο στα βαλκανικά δεδομένα.
Οι Βούλγαροι θεωρούν τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου ως ‘’ιστορική αδικία’’. Η εμφάνιση της βουλγαρικής ηγεμονίας ως ρωσικού δορυφόρου έγινε αμέσως αισθητή στην Ελλάδα ως μια απειλή για τα ευρύτερα συμφέροντα του Ελληνισμού. Τρία ήταν τα βασικά θέματα που έπρεπε να γίνουν αντικείμενα διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας:
i) Η τύχη του ελληνισμού της βουλγαρικής ηγεμονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας
ii) Οι προϋποθέσεις άρσης του βουλγαρικού σχίσματος
iii) Η οροθέτηση των σφαιρών επιρροής στη Μακεδονία
Και τα τρία ζητήματα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα κατά τις εκτιμήσεις της ελληνικής διπλωματίας.
Φαίνεται ότι η Αθήνα θεωρούσε τον ελληνισμό της Ανατολικής Ρωμυλίας χαμένη υπόθεση και προσπαθούσε να παρατείνει την παρουσία του στην περιοχή για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως μέσο πίεσης για παραχωρήσεις από την βουλγαρική πλευρά στη Μακεδονία.
Ας δούμε όμως με περισσότερες λεπτομέρειες στοιχεία για την ελληνική παρουσία στην Ανατολική Ρωμυλία η αυτονομία της οποίας βρήκε το ελληνικό στοιχείο σε ακμαιότατη κατάσταση.
Οι περισσότερες ελληνικές κοινότητες της βόρειας Θράκης και της Βουλγαρίας ήταν πλουσιότατες σε φιλεκπαιδευτικές αδελφότητες και άλλους πολιτιστικούς συλλόγους, σε μεγαλοπρεπείς ναούς και σχολεία με εύρυθμη λειτουργία, σε δραστήριους κατοίκους (εμπόρους, ναυτικούς και γεωργούς, κυρίως αμπελουργούς) και σε ευαγή ιδρύματα.
Από τις παραλιακές πόλεις στον Εύξεινο Πόντο σημαντική ήταν η Βάρνα (η αρχαία Οδησσός) στις εκβολές του ποταμού Δέβνα. Το 1878, όταν ιδρύθηκε το βουλγαρικό κράτος, ζούσαν σ’ αυτή περίπου 4.000 οικογένειες. Οι μισές από αυτές ήταν ελληνικές και οι υπόλοιπες τουρκικές, εβραϊκές και μόνο 13 βουλγαρικές. Βόρεια της Βάρνας βρίσκονταν οι κωμοπόλεις Μπαλτζίκ, Καβάρνα και Παζαρτζίκ, στις οποίες κατοικούσαν κυρίως Γκαγκαούζοι, τουρκόφωνοι ορθόδοξοι δηλαδή, με ελληνικότατη συνείδηση, και δευτερευόντως Έλληνες ναυτικοί και έμποροι. Στη Βάρνα λειτουργούσαν 7 ελληνικά σχολεία σε ιδιόκτητα κτίρια με 1.200-1.500 μαθητές και μαθήτριες, αναγνωστήριο με 2.620 τόμους και νοσοκομείο. Παράλληλα εκδίδονταν δύο εφημερίδες ” Ο Εύξεινος” και ”Η Οδησσός” καθώς και το μηνιαίο φιλολογικό περιοδικό ”Η Πανδαισία”.
Βασικό κέντρο του ελληνισμού της περιοχής ήταν αναμφίβολα η Φιλιππούπολη. Καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς στις αρχές της δεκαετίας του 1470 και σύντομα έγινε το μεγαλύτερο αποικιακό κέντρο της Θράκης μετά την Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη. Σημαντική ήταν η συμβολή σε αυτό της γεωγραφικής της θέσης καθώς βρισκόταν πάνω σε μια σπουδαία βαλκανική- θρακική αρτηρία της εποχής (Βελιγραδίου- Νις- Σόφιας- Φιλιππούπολης- Ουζουντζόβας- Αδριανούπολης- Αρκαδιούπολης- Κωνσταντινούπολης).
Τον 17ο και τον 18ο αιώνα η Φιλιππούπολη υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα επίκεντρα μαζικών πληθυσμιακών μετακινήσεων στην οθωμανική αυτοκρατορία που έγινε με μαζικές Ελλήνων από τη Ρόδο, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία αλλά και Βούλγαροι αγρότες από τις γύρω περιοχές.
Η Φιλιππούπολη δεν έχασε ποτέ τον ελληνικό χαρακτήρα της στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Ο Άγγλος χρονογράφος Waulter Vinsauf περιέσωσε την παράδοση που κυκλοφορούσε στην Φιλιππούπολη, ότι ο Φίλιππος της Μακεδονίας ήταν ο πρώτος Χριστιανός βασιλιάς. Και άλλοι περιηγητές (Felix Petantii, 1522, Benedetto Ramberti, 1534, Gerlah, 1578) υπογραμμίζουν την ελληνικότητα της πόλης.
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Γάλλος γεωγράφος A. Viduesnel αναφέρει ότι στη Φιλιππούπολη υπήρχαν γύρω στα 8.000 σπίτια (3.000 τουρκικά, 2.000 ελληνικά, 1.400 βουλγαρικά, 700-800 αρμενικά, 200-300 ρωμαιοκαθολικά και 500 εβραϊκά) ενώ ο Γ. Τσουκαλάς αναφέρει ότι είχε 60.000 κατοίκους. Από αυτούς 25.000 ήταν χριστιανοί (κυρίως Έλληνες, Αρμένιοι και Βούλγαροι), 25.000 Τούρκοι και υπόλοιποι 10.000 εκπροσωπούσαν διάφορες θρησκείες και εθνότητες. Ο E. Spenser για την ίδια χρονική περίοδο επισημαίνει την κυριαρχία των Ελλήνων και των Βουλγάρων στη Φιλιππούπολη και αναφέρεται στο εμπορικό δαιμόνιο των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων. Από το 1873 όταν και συνδέθηκε σιδηροδρομικά με την Κωσταντινούπολη, την Αδριανούπολη και ουσιαστικά το Αιγαίο Πέλαγος, η Φιλιππούπολη καθιερώθηκε ως διεθνές εμπορικό κέντρο.
Ένα άλλο σημαντικό κέντρο του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν ο Πύργος. Η πόλη, σπουδαίο εμπορικό κέντρο, είχε το 1869 5.000 κατοίκους, κυρίως Έλληνες και Τούρκους και κατά δεύτερο λόγο, Βούλγαρους και Αρμένιους, 150 χριστιανικά σπίτια και 350 οθωμανικά, 2 τζαμιά, μία ελληνική εκκλησία, μία αρμενική και μία καθολική. Το εμπόριο του Πύργου βρισκόταν αποκλειστικά σχεδόν στα χέρια των Ελλήνων. Η σιδηροδρομική σύνδεση Σόφιας- Πύργου (1888-1889) είχε σαν αποτέλεσμα ο πληθυσμός της πόλης το 1906 να φτάσει τους 30.000 κατοίκους. Από αυτούς οι 10.000 ήταν Έλληνες, οι οποίοι ασχολούνταν βασικά με την αμπελουργία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο.
Η Αγχίαλος στα τέλη του 18ου αιώνα ήταν ένα μικρό χωριό με περιορισμένη οικονομική σημασία που παρήγαγε μόνο κάρβουνα. Γύρω στα 1830 η Αγχίαλος κατοικούνταν από 5.000-6.000 κυρίως Έλληνες και ελάχιστους Βούλγαρους.
Λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, η εκμετάλλευση των αλυκών απέφερε στην Αγχίαλο μεγάλα έσοδα. Ένας άλλος τομέας που ήταν αποδοτικός για την πόλη ήταν αυτός της αλιείας.
Ως τα τέλη του 18ου αιώνα, η Μεσημβρία μνημονευόταν ως “μικρός ελληνικό χωριό”. Το 1834, κατοικούσαν σ’ αυτή αποκλειστικά Έλληνες, περίπου 800.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η Μεσημβρία αναπτύχθηκε και έγινε ένα σημαντικό παρευξείνιο αστικό κέντρο. Υπήρχαν σ’ αυτή μια αστική σχολή αρρένων, ένα παρθεναγωγείο και ο μουσικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος “Ορφέας”, με 3.000 τόμους στη βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη καταστράφηκε από τους Βούλγαρους το 1906. Μέχρι τότε η Μεσημβρία είχε 1.000 ελληνικές οικογένειες.
Ένα άλλο σημαντικό κέντρο του ελληνισμού της περιοχής ήταν η Σωζόπολη (η αρχαία Απολλωνία). Είχε ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα ένα σημαντικό λιμάνι όπου προσορμίζονταν πολλά πλοία. Εκείνη την εποχή οι περισσότεροι κάτοικοί της ήταν Τούρκοι και λιγοστοί ήταν οι Έλληνες. Σταδιακά, το ελληνικό στοιχείο υπερίσχυσε.
Τη δεκαετία του 1830, κατοικούσαν στη Σωζόπολη πολλοί Έλληνες και λιγοστοί Βούλγαροι. Τότε ο πληθυσμός της έφτανε τις 3.000.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η Σωζόπολη είχε 350 σπίτια. Οι κάτοικοί της είχαν αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα στη ναυτιλία και το εξαγωγικό εμπόριο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Σωζόπολη και τα περίχωρά της (Άγιος Νικόλαος, Ζουναρίτα κλπ.) είχε 750 ελληνικές οικογένειες που συντηρούσαν πολυάριθμα εκπαιδευτικά ιδρύματα αρρένων και θηλέων καθώς και την “Πετρίνειο Βιβλιοθήκη”.
Η Στενήμαχος βρίσκεται περίπου 20 χλμ. νότια της Φιλιππούπολης. Στην εποχή των Αγγέλων και των Παλαιολόγων, έγινε πρωτεύουσα της βυζαντινής Ροδόπης. Το 1836, έπεσε στα χέρια των Οθωμανών, ενώ το 1878 απελευθερώθηκε από τον ρωσικό στρατό και καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους. Στην πόλη τότε κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος Albert Dumont που επισκέφθηκε την περιοχή το 1868, γράφει: “Το Στενήμαχο … αριθμεί 15.000 ψυχές, κατοικείται αποκλειστικά από Έλληνες”.
Μετά τη Συνθήκη του Νεϊγί (1919), οι περισσότεροι ελληνικής καταγωγής κάτοικοί της εγκαταστάθηκαν στη Δράμα. Σημαντική ήταν επίσης η ελληνική παρουσία στη Μήδεια, την Αγαθούπολη και το Βασιλικό όπου κατοικούσαν αποκλειστικά Έλληνες. Στο Βασιλικό και τα κοντινά χωριά του Προδίβου και του Κωστή, ζούσαν περισσότερες από 1.000 ελληνικές οικογένειες. Στην Αγαθούπολη και τις γύρω περιοχές ζούσαν περίπου 15.000 Έλληνες που διακρίνονταν για την αξιοσημείωτη ναυτιλιακή δραστηριότητά τους.
Στη Μήδεια μέχρι το 1920 υπήρχαν περίπου 400 ελληνικές οικογένειες. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με την αλιεία, την ανθρακοποιΐα και το εμπόριο. Το λιμάνι χρησίμευε ως εξαγωγικό κέντρο των λιθανθράκων της Στράντζας.
Γενικότερα, ο πληθυσμός της Ανατολικής Ρωμυλίας ανερχόταν σε 750.000 κατοίκους. Κατά τους υπολογισμούς του Παύλου Καρολίδη, ο αριθμός των Ελλήνων ξεπερνούσε τις 250.000. Σύμφωνα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο πληθυσμός της Ανατολικής Ρωμυλίας έφτανε τους 545.000 κατοίκους.
Από αυτούς 234.000 ήταν Βούλγαροι, 175.000 Τούρκοι, 78.000 Έλληνες και 58.000 από διάφορες άλλες εθνικότητες.
Ο Οργανικός Νόμος της Ανατολικής Ρωμυλίας και οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του
Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, το μέλλον του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας διαγραφόταν ιδιαίτερα δυσοίωνο. Οι διαρκείς παρεμβάσεις των Ρώσων στους διοικητικούς μηχανισμούς της επαρχίας προς όφελος των Βουλγάρων και σε βάρος των Ελλήνων καθώς και η συνειδητοποίηση από την Πύλη ότι η Ανατολική Ρωμυλία ήταν ουσιαστικά χαμένη για την οθωμανική αυτοκρατορία , συντέλεσαν στον ραγδαίο εκβουλγαρισμό της Βόρειας Θράκης.
Ο διπλωματικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Φιλιππούπολη, Αθανάσιος Ματάλας κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες για τη βελτίωση του πολιτικού καθεστώτος των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας. Βασικό του μέλημα ήταν να καθιερωθεί η ελληνική γλώσσα (παράλληλα με την τουρκική και τη βουλγαρική) ως επίσημη. Επίσης, η ρύθμιση της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας των Ελλήνων και των Βουλγάρων ιερέων και ο τρόπος καταρτισμού των διαφόρων δικαστηρίων και των διοικητικών συμβουλίων ήταν θέματα που τον απασχόλησαν ιδιαίτερα.
Στις 14/26 Απριλίου 1879, υπογράφτηκε ο Οργανικός Νόμος της Ανατολικής Ρωμυλίας που προέβλεπε τη δημιουργία Τοπαρχίας κάτω από την πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία του σουλτάνου. Η Τοπαρχία θα είχε πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη και θα διαιρούνταν σε 26 επαρχίες. Πρωτεύουσες των 6 νομών ορίζονταν η Φιλιππούπολη, το Τατάρ Παζαρτζίκ, το Χασκιοϊ, η Εσκί Ζαγρά, η Σήλυμνα και ο Πύργος.
Ο σουλτάνος θα διόριζε για 5 χρόνια τον, χριστιανό, γενικό διοικητή της Τοπαρχίας, έπειτα από έγκριση των μεγάλων δυνάμεων. Ο γενικός διοικητής θα αναλάμβανε στη συνέχεια, με δική του κρίση να στελεχώσει τους διοικητικούς μηχανισμούς της Τοπαρχίας .Πρώτος γενικός διοικητής της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν ο Αλέξανδρος Βογορίδης (Αλέκο πασάς) και διάδοχός του από το 1883 ως την πραξικοπηματική προσάρτηση της Βουλγαρία το 1885, ο Γαβριήλ Κρέστοβιτς. Κύριες γλώσσες ορίστηκαν η τουρκική, ελληνική και η βουλγαρική.
Από τον Μάιο του 1879, τότε δηλαδή που άρχισε ουσιαστικά η αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας και ανέλαβε τα καθήκοντα του ο γενικός διοικητής της Τοπαρχίας Αλέξανδρος Βογορίδης (βουλγαρικής καταγωγής), άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον ελληνισμό της περιοχής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τη μέρα της άφιξής του στη Φιλιππούπολη, τα επίσημα έγγραφα του διορισμού του διαβάστηκαν από τον ίδιο μόνο στα βουλγαρικά και τα τουρκικά, πράγμα που προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων.
Βαθμιαία άρχισε να εντείνεται η ανθελληνική στάση των βουλγαρικών κομιτάτων σε βάρος των ελληνικών κοινοτικών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1879, οι Βούλγαροι επιχείρησαν να καταλάβουν την ελληνική εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Φιλιππούπολη.
ι συνεχείς διαμαρτυρίες και τα υπομνήματα των Ελλήνων προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τις ελληνικές κυβερνήσεις και την Πύλη, δεν έφεραν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Αν και ο Οργανικός Νόμος καθόριζε ότι η ελληνική θα ήταν μία από τις επίσημες γλώσσες της Τοπαρχίας, επιμέρους διευκρινιστικές διατάξεις περιόριζαν τη χρήση της. Ενώ ελάχιστα τηρήθηκαν ως προς το ελληνικό στοιχείο οι φιλελεύθερες αρχές του Οργανικού Νόμου.
Το γεγονός ότι η Ανατολική Ρωμυλία ήταν τμήμα της Μεγάλης Βουλγαρίας με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αλλά αυτόνομη και αυτοδιοικούμενη επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, οδήγησε τους Βουλγάρους να υπονομεύουν το καθεστώς της.
Ήδη στη Φιλιππούπολη είχε σχηματιστεί από το 1878 μυστικό κομιτάτο για την προετοιμασία ένοπλης αντίστασης κατά της εγκατάστασης τουρκικών φρουρών. Στη Βουλγαρία και την υπόλοιπη Ανατολική Ρωμυλία δημιουργήθηκαν τα κομιτάτα Edinstvo (Ένωση) με σκοπό «την πραγματοποίηση της ενώσεως όλων των Βουλγάρων και την βελτίωσην της θέσεώς των».
Ο Ρώσος στρατηγός Στολίπιν ίδρυσε (1879) βουλγαρικές Γυμναστικές και Σκοπευτικές Εταιρείες «ίνα από το όνομα φιλανθρωπικών σκοπών εργάζονται προς την ένωσιν της Επαρχίας ταύτης μετά της Βουλγαρίας».
Αν και αυτές διαλύθηκαν το 1880, εξακολουθούσαν να δρουν για την επίτευξη των σκοπών τους.
Ο Βογορίδης εν τω μεταξύ (ο οποίος να σημειώσουμε δεν ήξερε βουλγαρικά αλλά μιλούσε άπταιστα ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά), φρόντισε να διορίσει στις δημόσιες θέσεις μόνο Βούλγαρους. Κανείς Έλληνας δεν διορίστηκε στα τελωνεία, την χωροφυλακή και τα δικαστήρια. Στις έντονες διαμαρτυρίες του Αθανασίου Ματάλα για μετάκληση Ελλήνων δικαστών, η “απάντηση” ήταν η μετάκληση Βοημών (!) δικαστών, μέσω του πανσλαβιστή Rieger που βρισκόταν στην Πράγα. Παράλληλα, στην απονομή της δικαιοσύνης και την είσπραξη φόρων, υπήρχε μεγάλη αυθαιρεσία, ενώ τα μυστικά βουλγαρικά κομιτάτα οργάνωσαν τον οικονομικό αποκλεισμό των Ελλήνων.
Ο Βογορίδης ο οποίος προσπαθούσε να πετύχει την απεμπλοκή από τη ρωσική επιρροή, έπεσε στη δυσμένεια των Ρώσων προξένων Τσερέτεφ και Κλεμπέρ.
Έτσι, την άνοιξη του 1884, αντικαταστάθηκε από τον, μέχρι τότε, Γενικό Γραμματέα της Τοπαρχίας Γαβριήλ Κρέστοβιτς, γνωστό ως Γαβριήλ πασά.
Μεταξύ 1881 και 1884, υπήρχαν οξύτατες ελληνοβουλγαρικές αντιπαραθέσεις σε διάφορες πόλεις της Ανατολικής Ρωμυλίας. Με την άνοδο στην εξουσία του Κρέστοβιτς, διαφάνηκαν ξεκάθαρα οι βουλγαρικοί στόχοι και οι προσπάθειες για την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας εντάθηκαν.
Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία.
Οι Βούλγαροι εξακολουθούσαν ως το 1885 την προσπάθεια εξόντωσης του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας. Τον Απρίλιο του 1885, ξέσπασαν ταραχές στη Φιλιππούπολη.
Αφορμή ήταν η απόφαση των Ελλήνων να γιορτάσουν πανηγυρικά την ονομαστική εορτή του βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιου Α’. Λίγες μέρες νωρίτερα οι Βούλγαροι γιόρτασαν τη χιλιετηρίδα των, Θεσσαλονικέων, αποστόλων των Σλάβων Κύριλλου και Μεθόδιου. Η αιτία ήταν, ότι στην απογραφή της 1ης Ιανουαρίου 1885, αρκετές χιλιάδες Έλληνες απογράφτηκαν ως Βούλγαροι, είτε γιατί ενέδωσαν σε πιέσεις που τους ασκήθηκαν, είτε γιατί μερικοί νόμιζαν ότι έτσι θα εξυπηρετούνταν καλύτερα τα οικονομικά τους συμφέροντα. Έτσι, στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου θέλησαν να δείξουν την πραγματική τους δύναμη.
Ο σημαιοστολισμός των ελληνικών σπιτιών ενόχλησε τους Βούλγαρους. Ξέσπασαν σοβαρά επεισόδια.
Οι Βούλγαροι έσκιζαν και κατέβαζαν τις ελληνικές σημαίες. Έφτασαν στο σημείο να πολιορκήσουν τη Μητρόπολη και να απειλούν τους Έλληνες με περίστροφα. Η χωροφυλακή και ο Στρατός συνέλαβαν πολλούς Έλληνες και τους οδήγησαν στις φυλακές. Δεν πιάστηκε όμως κανένας Βούλγαρος .Στις 6/18 Σεπτεμβρίου 1885 Βούλγαροι αξιωματικοί συνέλαβαν τον Γενικό Διοικητή Γαβριήλ Κρέστοβιτς και τον οδήγησαν στα σύνορα με την τουρκική Θράκη αφήνοντάς τον να πάει στην Κωνσταντινούπολη.
Παράλληλα, ξεδίπλωσαν βουλγαρικές σημαίες και ζήτησαν από τον Ηγεμόνα της Βουλγαρίας (και ανιψιό του τσάρου) Αλέξανδρο Μπάτεμπεργκ να πάει στην Ανατολική Ρωμυλία. Πραγματικά, ο Μπάτεμπεργκ πήγε στη Φιλιππούπολη από τη Σόφια και ανακηρύχθηκε “Ηγεμών των Δύο Βουλγαριών”. Για την τήρηση των προσχημάτων, αρχικά έγινε “προσωπική ένωση” (η υπό το στέμμα ενός βασιλιά τυχαία ένωση δύο ή περισσότερων κρατών, που έχουν κληρονομικό ανώτατο άρχοντα). Αυτή διήρκεσε 23 χρόνια και έληξε στις 24/9 (5/10) του 1908, όταν η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της καταργώντας την επικυριαρχία του σουλτάνου και την ονομασία Ανατολική Ρωμυλία. Η Ρωσία αντιτάχθηκε στην προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αντίθετα οι Βρετανοί την υποστήριξαν!Οι Γάλλοι αντέδρασαν χλιαρά, οι Γερμανοί παρέμειναν ουδέτεροι, ενώ οι Αυστριακοί υποκίνησαν τους Σέρβους να αντιδράσουν. Στον σερβοβουλγαρικό πόλεμο, η Βουλγαρία βρέθηκε μια ανάσα από το Βελιγράδι. Τελικά με παρέμβαση της Αυστροουγγαρίας ο πόλεμος έληξε με επιστροφή στα σύνορα που υπήρχαν πριν απ’ αυτόν.
Όμως η νίκη της Βουλγαρίας, σήμανε την ντε φάκτο αναγνώριση της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Στην Ελλάδα, από τις 19 Απριλίου 1885, βρισκόταν στην εξουσία η κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη, η οποία αιφνιδιάστηκε. Αρχικά, μαθαίνοντας ότι συγκεντρώθηκε ισχυρός τουρκικός στρατός στα σύνορα, εμφανίστηκε φιλειρηνική και πανηγύριζε γιατί κατάργησε το νόμο ”περί προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων”, το μονοπώλιο του τσιγαρόχαρτου και των σπίρτων και μείωσε τη φορολογία στον καπνό και το κρασί.
Ωστόσο στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, έγιναν μεγάλες διαδηλώσεις για τα γεγονότα στην Ανατολική Ρωμυλία. Ο Δηλιγιάννης, υπό την πίεση του λαού μετατράπηκε σε φιλοπόλεμο. Στις 12/9/1885 κήρυξε επιστράτευση η οποία διήρκησε οχτώ μήνες, ως τις 12/5/1886. Η περίοδος της επιστράτευσης ονομάστηκε ”ένοπλη επαιτεία” ή «ειρηνοπόλεμος». Ειρηνοπόλεμος ονομαζόταν και ο Δηλιγιάννης ο οποίος ξεπερνούσε κάθε όριο δημαγωγίας με τις, για το θεαθήναι, δηλώσεις του (έλεγε π.χ. ότι τόσο στρατό επιστρατευμένο είχε να δει η Ελλάδα από την εποχή της μάχης των Πλαταιών, το 479 π.χ.). Δυστυχώς και η κυβέρνηση Τρικούπη που διαδέχθηκε τον Δηλιγιάννη ακολούθησε την ίδια φιλοπόλεμη τακτική.
Στις 4/16 Ιουνίου 1886, επικυρώθηκε στη Σόφια η ένωση Βουλγαρίας και Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκαθάρισαν στην Ελλάδα ότι δεν θα γινόταν δεκτή οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια. Έτσι, τον Απρίλιο του 1886, πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, απέκλεισαν τα ελληνικά παράλια. Το 5ο Ευζωνικό Τάγμα που μπήκε στη Μακεδονία από τη Θεσσαλία, αιχμαλωτίστηκε. Τη σημαία του διέσωσε ο λοχίας Λύσανδρος, που έγινε λαϊκός ήρωας. Στην ελληνική κυβέρνηση, επιδόθηκε προειδοποιητική διακοίνωση από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ότι το θέμα της Ανατολικής Ρωμυλίας” θεωρείται λήξαν”.
Έχει γραφτεί, ότι η κυβέρνηση Δηλιγιάννη έπρεπε να κινηθεί προς την Ήπειρο και να δημιουργήσει εκεί τετελεσμένα με την κατάληψη εδαφών, προσβλέποντας σε στήριξη της Μ. Βρετανίας, η οποία όμως εκείνη την περίοδο υποστήριξε την οθωμανική αυτοκρατορία. Δυστυχώς, ο τολμηρός και άκρως ικανός πολιτικός που χρειαζόταν η χώρα μας τότε, δεν υπήρχε.
Η δε πολύμηνη επιστράτευση, στοίχισε οικονομικά πάρα πολύ και αποτέλεσε μια από τις αιτίες της χρεοκοπίας του 1893.
Επίλογος
Από τότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τον ελληνισμό της Ανατολικής Ρωμυλίας, ο οποίος είχε παρουσία αιώνων στην περιοχή. Οι Βούλγαροι μεθοδευμένα άρχισαν να εξοντώνουν το ελληνικό στοιχείο. Η ελληνική ήττα στον πόλεμο του 1897, ενέτεινε τις βουλγαρικές ενέργειες. Τα τραγικά γεγονότα του 1906 σε Φιλιππούπολη (θυμίζουν πολύ τα Σεπτεμβριανά του 1955 στην Κων/πολη), η πυρπόληση της Αγχιάλου τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου κλπ., με τα οποία θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας, έδωσαν την χαριστική βολή στους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, που αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, ιδρύοντας οικισμούς, που μόνο τα ονόματα τους θύμιζαν όσα άφησαν πίσω τους…
Πηγές: Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, ‘’Ιστορία του Θρακικού Ελληνισμού’’, Εκδόσεις Παπαζήση 2004.
Κων/νος Α. Βακαλόπουλος, ‘’ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ- ΘΡΑΚΗ’’, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη
2000, Σπυρίδων Σφέτας, ‘’Ελληνοβουλγαρικές Αναταράξεις 1880- 1908, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2008,
Κ.Α. Βακαλόπουλος,‘’Οι Έλληνες της Νότιας Βουλγαρίας και των Παραλιών των Εύξεινου Πόντου’’, Εκδοτικός Οίκος Α. Σταμούλη, 2007.
Δημήτρης Α. Μαυρίδης, «Από την Ιστορία της Θράκης,1875-1925»,ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΞΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ,2006.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram