ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΛΑΝΗ

Από τον ομηρικό Οδυσσέα στον σύγχρονο πλάνητα (homo viator) – του Κ. Θεολόγου

Παρόλο που χρησιμοποιούμε τις λέξεις «πρόσωπο» και «άτομο» σχεδόν χωρίς εννοιολογική διάκριση μεταξύ τους, εντούτοις υπάρχει σημαντική εννοιολογική διαφορά ανάμεσά τους. Συχνά οι άνθρωποι αναφέρονται σε κάποιο πρόσωπο ως άτομο και σε κάποιο άτομο ως πρόσωπο.

Η κρατούσα τάση είναι να εκλαμβάνουμε αυτούς τους όρους ως συνώνυμους και μάλιστα στην ίδια παράγραφο μπορεί να χρησιμοποιούνται αδιακρίτως χωρίς να σημαίνουν το ίδιο και ταυτό. Ένα πρόσωπο έχει μάλλον τις ιδιότητες του ανθρώπινου όντος που σκέπτεται και βαδίζει. Ένα άτομο είναι ένα πρόσωπο που υπάρχει μέσα στο πλήθος και διαθέτει μοναδικά ατομικά χαρακτηριστικά. Το άτομο μάλλον υπονοεί «ατομοκρατία» και ιδιότητες, που είναι μοναδικές για κάθε πρόσωπο. Με το επιχείρημά μου, λοιπόν, ισχυρίζομαι ότι η έννοια του προσώπου έχει διερευνηθεί και μελετηθεί συστηματικά από τους πατέρες και τους διανοητές της ορθόδοξης χριστιανικής σκέψης, όπως λόγου χάρη, οι Βασίλειος Γοντικάκης, Βασίλειος Θερμός, Κάλλιστος Ware, Χρήστος Γιανναράς, κ.ά.

Η λέξη «πρόσωπο» είναι σύνθετη και προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά, το ρήμα ορώ (=βλέπω) [<αρχ. πρόσωπον < πρός + ὤψ – ὠπός, από θέμα του ὁράω-ῶ] και σημαίνει τον προς όψιν στραμμένο άνθρωπο. Ήδη από αυτή την ετυμολογική παραγωγή διαπιστώνουμε την απόλυτη ετερότητα του προσώπου, που διαφοροποιείται από οτιδήποτε συλλαμβάνεται με τη νόηση ως ον καθεαυτό και ως κοινότητα γνωρισμάτων. Το ιδιάζον του προσώπου, λέει ο Γιανναράς, και η ετερότητά του δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί παρά μόνο να βιωθεί ως γεγονός, δηλαδή ως μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη «σχέση». Οι αγγλομαθείς θεωρούν πολύ συχνά, αλλά εσφαλμένα, ότι η λέξη πρόσωπο προέρχεται από τη λέξη προσωπείο (λατ. persona) αναφερόμενοι στη μάσκα του υποκριτή (δηλαδή του ηθοποιού στο αρχαίο ελληνικό θέατρο), επειδή συνηθιζόταν οι ίδιοι ηθοποιοί (υποκριτές) να παίζουν περισσότερους από έναν ρόλους, αλλά και τους γυναικείους. Η λατινική λέξη persona ενσωματώθηκε στην αγγλική γλώσσα και δημιούργησε τις παράγωγες λέξεις προσωπικότητα (personality) και πρόσωπο (person). Η έννοια του προσώπου είναι ακόμη πιο παλιά από τις έννοιες του νου και του σώματος. Το πρόσωπο είναι μια οντότητα που περπατά και σκέπτεται και δεν είναι ο νους που σκέπτεται ή το σώμα που περπατά. Συνεπώς, το πρόσωπο προϋποθέτει δυο απαραίτητα χαρακτηριστικά ώστε να θεωρηθεί συγκροτημένο: α) είναι μια ζωντανή οντότητα και β) δεν μπορεί να υπάρξει ως άτομο, δηλαδή ως άνθρωπος μόνος. Κοντολογίς, απαιτείται η ένταξή του σε μια κοινωνία ανθρώπων, ζη εν κοινωνία και επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους. Επίσης, διακατέχεται από συναισθήματα που μοιράζεται με συνανθρώπους. Σε αυτή τη σύλληψη υπεισέρχεται η έννοια του ατόμου. Σε μια κοινωνία προσώπων υπάρχουν άτομα με διάφορα και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ένα πλήθος απαρτίζεται από άτομα, αλλά κάθε άτομο είναι επίσης και ένα πρόσωπο. Η λέξη άτομο, λοιπόν, χρησιμοποιείται με μια έννοια που αποδίδει μοναδικά χαρακτηριστικά σε ένα πρόσωπο.

Οι οπαδοί του υπαρξισμού διακήρυξαν ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Με αυτό εννοούσαν, αντίθετα προς τις απόψεις των περισσότερων προγενέστερων φιλοσόφων, ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση ούτε εγγενής ουσία. Κατ’ αρχάς οι άνθρωποι υπάρχουν. Βρίσκουν τους εαυτούς τους απλώς εγκαταλελειμμένους, ριγμένους σε ένα σύμπαν χωρίς νόημα και εντέλει συνωστισμένο. Κατόπιν, μέσω των δικών τους ελευθέρων επιλογών και δημιουργικής δράσης, οι άνθρωποι δημιουργούν τους εαυτούς τους, τις αξίες τους και τα νοήματα αυτού του κόσμου. Τα όντα καθεαυτά συνιστούν απλώς μια σύνθεση του εαυτού τους με τον εαυτό τους, όπως λέει ο Σαρτρ. Σε ολόκληρο το βιβλίο Το είναι και το μηδέν (1943) ο Σαρτρ πραγματεύεται αυτή την ανάλυση. Στην ίδια γραμμή σκέψης ο Χούσερλ υποστήριξε ότι η συνείδηση είναι πάντοτε συνείδηση τινός, κάποιου πράγματος, δηλαδή, προϋποθέτοντας ότι η λειτουργία της συνείδησης είναι οπωσδήποτε αναφορική, συνιστά λειτουργία σχέσης. Εφόσον δεν υπάρχει συνείδηση χωρίς αναφορά σε κάποιο περιεχόμενο ταυτίζοντας την σημασία της με μιαν a priori σχέση προς τα αντικείμενα, μπορούμε να πούμε ότι η συνείδηση είναι μια προσωπική ιδιότητα.

Σε μια απόπειρα μεταγραφής και ερμηνείας της βιβλικής και πατερικής θεολογίας σε όρους κατανοητούς από τον σύγχρονο άνθρωπο, δηλαδή τον άνθρωπο όπως έχει διαμορφωθεί από τη νεοτερικότητα και από τα διαφωτιστικά προτάγματα περί καλλιέργειας της ιδιωτικότητας και της ατομικότητας, ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ επιχειρεί να διαυγάσει το μυστήριο του ανθρωπίνου προσώπου. Το επιχειρεί αναλύοντας το πρόσωπο σε τέσσερα πεδία στα οποία αποδίδει εκείνος εξαιρετική σπουδαιότητα και έτσι αναφέρεται στην ικανότητα για ελευθερία, στην ευχαριστία, στην κοινωνία και στην ανάπτυξη. Το επιχείρημά του περιλαμβάνει ή μάλλον προϋποθέτει την πρόσληψη του ανθρωπίνου βίου ως διαρκούς ταξιδίου, κάτι που καθιστά τον άνθρωπο καθεαυτόν homo viator, άνθρωπο ταξιδευτή. Βέβαια, ο Γουέαρ αντιλαμβάνεται όλη την εκκλησιαστική ζωή ως ένα ταξιδιωτικό συνεχές, ένα continuum, που ξεκινάει με τη γέννηση, αποκτάει πνευματική υπόσταση με τη βάπτιση και το χρίσμα, διέρχεται από κάποιους σταθμούς και κλείνει με τον θάνατο, που αποτελεί την αφετηρία της πορείας προς το άγνωστο πεδίο των πνευμάτων. Όλη η πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης στον πλανήτη αποτελεί μιαν εξελικτική πορεία προς τα εμπρός, όλη η ιστορία του τεχνολογικού πολιτισμού, των θεσμών και της πνευματικής ζωής συνιστούν μια πρόοδο και μιαν πορεία εμπρός. Αντιστοίχως, ο Κάλλιστος Γουέαρ εκκινώντας από την υπόσταση του ανθρώπου, επικεντρώνεται στο εγγενές (intrinsic) χαρακτηριστικό του, δηλαδή στην θηρευόμενη επιδίωξη της συνεχούς κίνησης προς τα εμπρός, δηλαδή της προόδου και της εξέλιξης, ή της αναζήτησης, θα λέγαμε προσφυέστερα, εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι κάτι στατικό ούτε αύταρκες, αλλά ούτε και ον που μπορεί να εγκλεισθεί σε μια πορεία κλειστής τροχιάς, επαναφοράς στην αρχική θέση και ανακύκλησης, όπως ισχυρίζεται ο Φλωρόφσκι ότι αντιλαμβάνονταν τον άνθρωπο και την ιστορία οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο άνθρωπος ενσαρκώνει μέσα από το ταξίδι του βίου του, που προϋποθέτει αφετηριακό δυναμισμό, την δυνατότητα για εκπλήρωση του εαυτού του ωθούμενος προς τα εμπρός, σαν ένας μικρός εν σαρκί περιπολών θεός. Προσπαθεί ή επιδιώκει έτσι την ομοίωσή του όχι απλώς κατ’ εικόνα με τον Θεό του, αλλά και ως σχέση εν κοινωνία. Τούτο το επιτυγχάνει δυνητικά ως homo viator, πορευόμενος δια βίου ταξιδιώτης από την εικόνα προς την ομοίωση.

Η πορεία του ταξιδευτή ανθρώπου είναι μια αέναη διαδικασία σχέσεων, δηλαδή ενός δια-προσωπικού τρόπου ύπαρξης στο πλαίσιο μιας κοινωνίας προσώπων και όχι μιας κοινωνίας ατόμων, εξατομικευμένων οντοτήτων ή δρώντων υποκειμένων. Κατανοώντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο ως μια ισόβια πορεία-ροή με «φερτά υλικά», που διευρύνουν την αυτογνωσία, ανιχνεύουμε και τη διαφορά του από τη στατική ατομικότητα. Δεν μπορούμε να ορίσουμε τα όντα καθεαυτά σε ταυτότητα με τον εαυτό τους χωρίς αναφορική σχέση με αυτόν που τα ορίζει. Τα όντα υπάρχουν μόνον ως αντικείμενα, (δηλαδή κείμενα αντί) και δείχνουν αυτό που είναι (την υπόστασή τους) μόνο σε κάποια αναφορική σχέση με το πρόσωπο. Αυτή η αναφορά ορίζει τον υπαρκτικό χαρακτήρα των όντων ως φαινομένων, δηλαδή φανερωμένων όντων, που φαίνονται ως αυτό που είναι. Μια τέτοια ερμηνεία του προσώπου ενδεχομένως να συνιστά και την ουσιαστική λειτουργία των ανθρώπων ως εν κοινωνία πολιτών, με αναπτυγμένη τη συνείδηση της κοινωνικής συνύπαρξης και των σχέσεων που προϋποθέτουν ή μάλλον διαμορφώνουν ως «δίκτυο» την κοινωνία καθεαυτή, την πολιτεία και τους θεσμούς της. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί ο σύγχρονος άνθρωπος και να εννοείται αεί ως πρόσωπο «κοινωνικώς δικτυωμένο».

Γιατί ο Οδυσσέας είναι πρόσωπο; Είναι πρόσωπο διότι το άτομο και η καλλιέργεια της ιδιωτικότητας είναι γέννημα της νεοτερικότητας και των φιλοσόφων του Διαφωτισμού. Ο πολύτροπος Οδυσσεύς είναι διαρκώς ενταγμένος στην ολιγάριθμη ομάδα των συνταξιδιωτών του, είναι μέλος μιας εκκλησιαστικής κοινότητας άλλων προσώπων και προς όψιν στραμμένος σύντροφος, που λογοδοτεί για την αποφάσεις ή τις επιλογές του. Ο ομηρικός Οδυσσέας συμβολίζει την αναζήτηση μιας εστίας για την ανθρωπότητα και η εφέστια άφιξη του ανθρώπου ταξιδευτή είναι η ένταξή του στην ευρύτερη εκκλησιαστική κοινότητα του βασιλείου της Ιθάκης. Υπό τον προσδιορισμό εκκλησιαστική κοινότητα δεν περικλείω ασφαλώς τον ιερό ναό μιας ενορίας ενός ιδεολογικού μηχανισμού μιας συγκεκριμένης θρησκείας και μιας συγκεκριμένης δομής Εκκλησίας: εννοώ την ένταξη του ανθρώπου ως προσώπου πλέον σε σχέσεις στις οποίες ελεύθερα θα επιλέξει να είναι υπόλογος, να λογοδοτεί, να αναφέρεται, να αυτοδεσμεύεται, να υπάρχει ως προς όψιν του άλλου στραμμένος άνθρωπος.

Ο σύγχρονος homo viator- άνθρωπος ταξιδευτής- μπορεί να συγκροτηθεί σε αξιακό πρόσωπο μόνον μέσα από την πολυποίκιλη βιωματική εμπειρία του και τη συνάντησή του με τον Άλλο ή το συλλογικό άλλο. Νομίζω ότι η διεύρυνση των ορίων της ζώνης ασφαλείας του ατόμου, η υπέρβασή τους και η διαρκής αναζήτηση βιώματος εμβαθύνει την ενσυναίσθηση (empathy) και την αυτογνωσία, που είναι ένας μείζων σκοπός του ανθρωπίνου βίου. Το ταξίδι, δηλαδή η μετάβαση, από το καθεστώς του ατόμου στην υπόσταση του προσώπου διέρχεται από την συνάντηση με τον Άλλο, και περιλαμβάνει τη συνειδητοποίηση ότι η μόνη επιλογή για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η σχεσιακή πραγμάτωση και ολοκλήρωση του εαυτού μας.

Για να ενισχύσω την επιχειρηματολογία μου, θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα από τη σύγχρονη κοινωνιολογική πραγματικότητα της τεχνολογίας των κοινωνικών δικτύων. Τα κοινωνικά δίκτυα τα δημιουργεί η ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία στο χώρο, και λόγω της διάχυσης της τεχνολογίας δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια διαφυγής μας, καθώς όλοι μας είμαστε μέρος του κοινωνικού συνόλου. Όντες μέρος ενός κοινωνικού συνόλου αναπόδραστα οι ιδέες, οι δράσεις, οι συμπεριφορές, οι επιλογές και τα συναισθήματά μας σχετίζονται, δηλαδή επηρεάζονται και διαμορφώνονται με τις ιδέες, τις δράσεις, τις συμπεριφορές κα τις επιλογές μιας ακόμη πιο ευρείας ομάδας ανθρώπων. Κοντολογίς, αποκτούν συλλογικό χαρακτήρα και διαμορφώνουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ανάλογα με το κοινωνικό δίκτυο στο οποίο είμαστε ενταγμένοι και λειτουργούμε. Ακόμη και τα συναισθήματα, όπως η ευτυχία και η δυστυχία, είναι μεταδοτικά σαν ιός. Σε τούτη την εποχή της πληροφορικής, όλοι οι άνθρωποι είμαστε μέλη κάποιας κοινωνίας εν δικτύω, ενωμένοι σε έναν οιονεί ιστό αράχνης, όπως αντιλαμβανόμαστε τα κοινωνικά δίκτυα (social networks, social media), που προάγουν και διαμορφώνουν τους όρους μιας παγκοσμιοποίησης, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Τα κοινωνικά δίκτυα μάς προσφέρουν αρκετά θετικά στοιχεία, περισσότερα από τα αρνητικά, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την επικοινωνιακή γονιμότητα των ζωντανών διαπροσωπικών σχέσεων. Τα κοινωνικά δίκτυα της πραγματικής ζωής διαφέρουν από εκείνα που σχηματίζονται και εξαπλώνονται με την ίδια ταχύτητα στον δυνητικά παγκοσμιοποιημένο κόσμο του Διαδικτύου.

Το ανθρώπινο πρόσωπο στην εποχή της τεχνολογίας και του διαδικτύου είναι αποδέκτης της επιρροής όλων των άλλων χρηστών, όλων των άλλων κινδύνων της αποπλάνησης, της λαγνείας, της υποταγής, της μεταμόρφωσης, της υποδούλωσης…

Αυτή η επιρροή είναι δεδομένη, αλλά ποτέ δεν μπορεί να αγγίξει την μεταδοτικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων της αληθινής ζωής. Οι διαπροσωπικές σχέσεις, που συνιστούν το ανθρώπινο κεφάλαιο με τις συνδέσεις του, μέσα από την κινητικότητα των ιδεών, των συμπεριφορών και των δεξιοτήτων συνεισφέρουν (όπως οι φερτές ύλες που ανέφερα προηγουμένως) μια συλλογική αξία στη ζωή όλων μας. Οι homines viatores, εμείς δηλαδή, αναζητούμε ομοίως τη νοηματοδότηση της ύπαρξής μας και τον αξιακό κώδικά μας, όπως ακριβώς πορεύεται και ο Οδυσσεύς προς την εστία του, που εγκιβωτίζει τις δικές του αξίες.

Κώστας Θεολόγου

Ο Κώστας Θεολόγου είναι Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού και Διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου (AKEΔ) στη Σχολή ΕΜΦΕ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1960 και αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Νομικά και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Paris-I, Pantheon Sorbonne) στην Κοινωνική Ιστορία και Κοινωνική Θεωρία με τον Jean-Marie Vincent, εισηγητή της Σχολής της Φρανκφούρτης στη Γαλλία. Το διδακτορικό δίπλωμά του από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ (2006) εστιάζει στις συλλογικές ταυτότητες και στην Κοινωνιολογία του Πολιτισμού σε πολυεθνικά αστικά περιβάλλοντα. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο ΕΜΠ και σε άλλα πανεπιστήμια. Είναι Συντονιστής της Θεματικής Ενότητας ΕΠΟ41 (Κοινωνική Θεωρία και Νεωτερικότητα) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ). Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια ιδιωτική και στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση και έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, μεταφράσεις, συγγράμματα και έχει επιμεληθεί σημειώσεις μαθημάτων για διδακτικές ανάγκες. Έχουν δημοσιευθεί ή βρίσκονται υπό έκδοση εργασίες του (άρθρα ή κεφάλαια) σε ξενόγλωσσα και ελληνικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους. Κριτικά σχόλιά του για νέες εκδόσεις έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Διαβάζω, Το Δέντρο, Οδός Πανός κ.α. Κείμενά του βρίσκονται επίσης στα περιοδικά Αντί, Μουσική, Άρδην, Νέμεσις και στις εφημερίδες Μακεδονία, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Τα Νέα κ.α. Δύο πρόσφατα βιβλία του είναι το «Φιλοσοφία και Τεχνολογία» (Δεκέμβριος 2023) και «Κριτικές Συναντήσεις: Άνθρωποι Βιβλία Τέχνες» (Μάρτιος 2024).

Σχετικά άρθρα

Back to top button