Πως η ανάγκη γίνεται Ιστορία | του Κωστή Ε. Μαυρικάκη
Ψυχοφελές σατιρικόν δράμα της τοπικής αυτοδιοίκησης εν τη νήσω Κρήτη

Όχι ο δήμαρχος δεν ήταν ελαφρύς. Δεν ήταν ευκολόπιστος και σίγουρος περί του δημαρχιακού του θώκου αλλά καχύποπτος και ανασφαλής. Και έμπλεος αλαφροΐσκιωτου μεγαλοϊδεατισμού. Κάποιος του είχε πει ότι αν άκουγε παράπονα από το πόπολο και από τους κοντινούς συνεργάτες του που φλέρταραν του οφικίου του, έπρεπε να πατάει συνεχόμενα cancel. Το πλήκτρο Esc πάνω αριστερά στο πληκτρολόγιό του, και τότε ο δήμος θα επανερχόταν στην κανονικότητα που εκείνος είχε στο μυαλό του γι’ αυτόν. Όπως ακριβώς τον έβλεπε στα τρισδιάστατα μοντέλα του laptop του, στα ραβδογράμματα, στις πίτες και στους πίνακες που έκανε με τους εξ απορρήτων συνεργάτες του.
Ο εικονικός κόσμος των οργανικών οντοτήτων των δημοτών και ψηφοφόρων, ήταν ισοδύναμος με τα μαθηματικά μοντέλα των ανόργανων οντοτήτων της τεχνητής νοημοσύνης και των εφαρμογών διατήρησης της φήμης. Οι αριθμοί του άρεσε που τους έβλεπε να ευημερούν σαν τα άνυδρα αλλά καρπερά μποστάνια κοντά στη θάλασσα του δήμου του. Παρότι δεν ήταν των θετικών σπουδών, είχε τα θάρρη του σ’ αυτούς τους αριθμούς. Κάπου-κάπου ήξερε ότι μπορείς να κάνεις φακιρικά με τους αριθμούς και να ξεγελάς το πόπολο. Άλλωστε και οι αριθμοί να μην του έβγαιναν, είχε τα θάρρη του στον Ύψιστο. Τετάρτη και Παρασκευή δεν έβαζε «λεριά» στο στόμα του και για να δώσει το σχετικό θρησκόληπτο στίγμα στο δήμο, κατέφθαναν συνεχώς νταλίκες με μπαστούνια από μακεδονικό χαλβά για εκείνον και τους άμεσους συνεργάτες του. Διακαής πόθος του, ήταν να μετονόμαζε το Χωλ αναμονής του Δημαρχείου σε «Αρχονταρίκι» όπως στα μοναστήρια.
Ταίριαζε εξάλλου και η ρίζα της λέξης με το ουσιαστικό εκείνο με το οποίο πίστευε ότι σχετίζονταν από γεννησιμιού του: Εκείνο της αρχοντιάς. Όταν ήταν μικρός μαθητής στην έκθεση που έβαζε η δασκάλα «τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω» εκείνος δεν έγραφε ότι θα ήθελε να γίνει δήμαρχος, αλλά επειδή ήταν πολύ μετριόφρων έγραφε ότι του άρεσε να σκύβει και να κολλάει το αυτί του στο έδαφος για να ακούει τα βήματα της Ιστορίας. «Θα κάνω κυρία αυτό που θα με καλέσει η ίδια η Ιστορία» έλεγε στη δασκάλα, κοιτάζοντας την με ταπεινή αφυψηλότητα και παίρνοντας ύφος Ναπολέοντα. Μπορεί να μην ακούγονταν η μυρωδιά του λιβανιού στο Δημαρχείο αλλά αν μπορούσε θα έβαζε την τοπική εκκλησία ex officio συγκυβερνήτη.
Στο γραφείο του πάνω ήταν μονίμως τρία βιβλία: Η Αγία Γραφή, η «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής και η βιογραφία του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού που τον είχε ως ίνδαλμά του. Του άρεσε και τον ζήλευε που μέσα από την εκκλησιαστική εξουσία του φίλου του Πατριάρχη Κοσμά, μπορούσε να νομιμοποιήσει και τις πιο αξιοθρήνητες πολιτικές αποφάσεις του. Σκεφτόταν να εισηγούνταν στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή της ΚΕΔ οι τοπικοί Επίσκοποι να επικυρώνουν τις αποφάσεις των Δήμων, αλλά φοβόταν τον πανελλήνιο καταιγισμό εύφημης μνείας που θα απολάμβανε αν το αποτολμούσε. Του έφτανε αυτή που είχε αποκτήσει μέχρι τώρα στον τόπο του. Άλλωστε σκεφτόταν, έως πρότινος κανένας δεν τον ήξερε, ούτε κατά πρόσωπο ούτε κατά το βαθυστόχαστο δημόσιο λόγο του. Και επειδή μετερχόταν πολύ της βυζαντινής γραμματείας, ήξερε να σκαμπάζει απέξω και ανακατωτά για το τι εστί μηχανορραφία και παγίδες από τους ιδίους τους παλατιανούς Βρούτους, φρόντιζε να βασίζεται μόνο στα δικά του μάτια και τα αυτιά όταν βρισκόταν με τους συνεργάτες του. Είχε μάθει να σκανάρει τις κόρες των ματιών τους και τις συσπάσεις των μυών του προσώπου τους και να διαγιγνώσκει de profundis, τις παγίδες που του σκάρωναν. Πολλές φορές μόνος του, για να είναι προετοιμασμένος, τα βράδια στο σπίτι του, έκανε ασκήσεις ακοής από αερικά που φαντάζονταν στη σιγαλιά και ασκήσεις όρασης στο σκοτάδι.
Και όταν κάποιοι από τους θαλαμηπόλους του και τους κουβικουλάριους του ανακτοβουλίου, του έλεγαν ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα με το πόπολο, εκείνος δεν τους έλεγε σαν την Μαρία Αντουανέτα «ας φάνε παντεσπάνι», αφού τηρούσε την Αγία Γραφή που απαγόρευε την ειρωνεία. Άνοιγε αμέσως το laptop του και πατούσε δαιμονιωδώς το πλήκτρο με το Esc για να αυταπατηθεί με την εικονική πραγματικότητα των αριθμών και για να τους αποδείξει ότι όσο η πραγματικότητα δεν συμφωνούσε μαζί του, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν.
Σκέφτονταν να εισηγηθεί οι συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου να άρχιζαν και να τέλειωναν με την ανάγνωση του Συμβόλου της Πίστεως, αλλά μόλις το έμαθαν κάτι γκρουπούσκουλα αριστεριστές του περιθωρίου και μέλη του οργάνου, τον απείλησαν ότι αν το τολμήσει θα του προσβάλουν την απόφαση στην Αποκεντρωμένη και έτσι θέλοντας και μη, ανέκρουσε πρύμνα στις απειλές της πτέρυγας των μπολσεβίκων (επάνω Δούμας) του Δήμου. Οι ίδιοι του αντιπρότειναν στις κλητικές του προσφωνήσεις και στα μεγαλυνάρια των επισήμων τελετών να αποκαλείται ο «πατερούλης Δήμαρχος» αλλά αυτός, πονηρός ων, επειδή δεν ήθελε να πέσει στην παγίδα τους, που του θύμιζε την προσφώνηση του Στάλιν, τους αντιπρότεινε στις επίσημες τελετές να του απονέμεται η κλητική προσφώνηση «του πατρός Δημάρχου» που ταίριαζε πιο πολύ στα βυζαντινά τελετουργικά που ορέγονταν. Την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη τότε η μπολσεβικική πτέρυγα του Συμβουλίου, επειδή δεν της χαλούσε χατίρι στα προσωπικά ρουσφετολογικά της αιτήματα, δέχτηκε να αποκαλείται ο δήμαρχος με αυτή την κλητική προσφώνηση στα επίσημα μεγαλυνάρια.
Κάποτε, σκέφτηκε να αποδράσει από τον κόσμο και την οπτική που τον έβλεπε στα ραβδογράμματα και στις πίτες των αριθμών των στατιστικών που ευημερούσαν, και είπε να δει στο ανακτοβούλιο ιδίοις όμμασι τους ανθρώπους εκπροσώπους του πόπολου της επαρχίας του που δυστυχούσαν. Τους είδε συνοφρυωμένους, έτοιμους να ξερνοβολήσουν αστραπόβροντα κατηγορώντας τον ότι είναι ξεχασμένοι και κανένα έργο υποδομής δεν γίνεται στις περιοχές τους. «Θα ζητήσουμε να αποσχιστούμε, όπως οι Τσετσένοι αυτονομιστές, όπως η Κορσική…» του διαμήνυσαν με μια φωνή γεμάτη οργή και αγανάκτηση. Ήταν οι πρώτες μέρες της άνοιξης και από τα παράθυρα του ανακτοβουλίου μπαίνανε οι μεθυστικές μυρωδιές της κρητικής γης. Ο νότος στροβίλιζε κάτι ξερά φύλλα έξω στον κήπο και ξαφνικά έριξε κάτω από το γραφείο αρκετά χαρτιά, ενόσω οι αγανακτισμένοι τον ράπιζαν. Έσκυψε και μάζεψε μια στοίβα από αυτά. Στην πρώτη σελίδα ξεχώρισε κάποιους στίχους που του φάνηκαν γνωστοί:
«…Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω…»
Το αίμα του πάγωσε. Κάποιος από τους άμεσους συνεργάτες του τον προειδοποιούσε με ένα σκονάκι πάνω στο γραφείο του με τους «Ειδούς του Μαρτίου». Και ήθελε τόσο πολύ, από παιδί κιόλας, να υπηρετήσει την Ιστορία που τον κάλεσε. Σε τι λοιπόν τους πείραξε ο μεγαλοϊδεατισμός του;
(*) Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο: «Ο Ναπολέων διασχίζει τις Άλπεις» Jacques-Louis David (1801).
Ο κ. Κωστής Ε. Μαυρικάκης είναι Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή πράγματα είναι εντελώς συμπτωματική.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram

