Βιόκοσμος και αγάπη | του Κώστα Θεολόγου
Είναι δύσκολο να σκεφτόμαστε την πνευματική ανέλιξη μας ως άτομα υπό αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες της πραγματικής ζωής, την οποία ο Χάμπερμας ονομάζει βιόκοσμο, δηλαδή σκληρή καθημερινότητα, που την διαχειρίζονται ταχυδακτυλουργικά εις βάρος μας τα συστήματα της οικονομίας και της ψευδεπίγραφης δημοκρατίας, δηλαδή οι τράπεζες και η αδικία. Κάνω αυτήν τη δυστοπική σκέψη έχοντας μόλις επιστρέψει από την Ακολουθία του Ιερού Ευχελαίου, χρισμένος και ήρεμος. Ωστόσο, η ανησυχία ήταν διάχυτη μέσα και έξω από τον ναό. Κόσμος βιαστικός, άνθρωποι ανάγωγοι απέναντι στον διπλανό ή σε όσους προηγούνται…
Προτείνω να είμαστε άπιστοι σε ό,τι νομίζουμε για τον εαυτό μας, αν δεν μπορούμε σαν τον Θωμά να ψηλαφίσουμε μέσω της στάσης μας το τεκμήριο της πεποίθησης που έχουμε περί το άτομό μας. Είναι, άραγε, η ευγένεια ή η αγάπη που αδυνατούμε να ψηλαφίσουμε ως τεκμήρια ποιότητας στη συμπεριφορά μας; Αν δεν μπορούμε να αγγίξουμε εμπράκτως τον εσώτερο εαυτό μας, δηλαδή να μετασχηματίσουμε σε καθημερινή πράξη αυτό που νομίζουμε πως είμαστε, δήθεν ευγενικοί και με μέριμνες για τους συνανθρώπους, αν δεν μπορούμε να σιωπήσουμε μπροστά στον άξεστο, να παραχωρήσουμε τη θέση μας στον αγενή, στον βιαστικό, στον κοινωνικά ασυνείδητο, πώς θα φερθούμε ευγενικά σε όποιον έχει ανάγκη από τη συμπεριφορική υπόκλισή μας;
Κι αν θαρρούμε πως είμαστε μορφωμένοι και πολιτισμένοι και λαλούμε τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχουμε αγάπη και ευγένεια, που εκφράζονται κοινωνικά με την υπεροχή της υποχώρησης και με το μεγαλείο της παραχώρησης, τότε έχουμε μετασχηματιστεί απλώς σε άψυχα χάλκινα πνευστά που σαλπίζουν πολεμοχαρώς ή σε κύμβαλα που κροταλίζουν ανόητα και εκκωφαντικά. Βλέπω την κοινωνία συσκοτισμένη, ανθρώπους περιχαρακωμένους στα νιτερέσα τους, μουδιασμένους ή έτοιμους να κομπάσουν για το επίτευγμα ενός τίποτα, επιθετικούς, χωρίς συνείδηση της ανάγκης για συμβίωση· πόσο λείπει ο κοινός νους και η βαθύτερη αίσθηση της σχεσιακής ύπαρξης που μας κάνει ανθρώπους εν κοινωνία και όχι τομάρια. Νομίζω, λοιπόν, ότι στη συμπεριφορά μας αδυνατούμε να ψηλαφίσουμε την ευγένεια και την αγάπη. Αν όμως ασκηθούμε σε γυμνάσματα κοινωνικής «συγ-χώρεσης», δηλαδή συνύπαρξης στον ίδιο χώρο με συνανθρώπους, θα καταφέρουμε σταδιακά να εξελιχθούμε προσωπικώς και να προοδεύσουμε συλλογικώς, έστω και ως καπάτσοι νεοέλληνες ή ως δυτικοτραφέντες κοσμοπολίτες.
Με δυναμώνει ο Απόστολος Παύλος με την επιστολή του Προς Κορινθίους Α’ 13, για να πω κι εγώ ότι η τρυφερή, και όχι η αλαζονική, αγάπη μάς αλλοιώνει νόστιμα και όμορφα, δηλαδή μας κάνει εύγευστους και συμπαθητικούς· η αγάπη μέσα μας είναι πανοπλία αντοχής, μακροθυμεί, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, μας απονευρώνει τη ζήλια και τον φθόνο, προσγειώνει την κομπορρημοσύνη μας, ου περπερεύεται, δηλαδή δεν κομπάζει ούτε ασχημονεί, δεν κολακεύει μικροπρεπώς, ου φυσιούται, δεν φουσκώνει από ματαιότητα, δεν μας αφήνει να παροξυνόμαστε ούτε να σκεφτόμαστε το κακό για τους άλλους· δεν χαίρεται, όταν κάποιος αδικείται, αλλά όταν επικρατεί η αλήθεια· η αγάπη όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει και ουδέποτε εκπίπτει. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας καλά τα λαλάει πολιτικά, αλλά ο απόστολος Παύλος είναι πρωταθλητής στο ηθικό παγκράτιο. Ας αναστήσουμε, λοιπόν, την αγάπη και την ευγενική συνύπαρξη, όχι νοερώς, αλλά με την καθημερινή πράξη μας!
Ο Κώστας Θεολόγου είναι Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού στο ΕΜΠ και Β’ Διευθυντής του Προγράμματος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός στο ΕΑΠ