Η Κικίτσα από τις φτωχογειτονιές της Θεσσαλονίκης έγινε Μαρινέλλα από ένα τσιγγάνικο τραγούδι, ξεκίνησε από τα μπουλούκια, τραγούδησε ακόμη και για τον Σάχη της Περσίας και με την κρυστάλλινη φωνή της εξελίχθηκε στην εκρηκτική ερμηνεύτρια που λάτρεψαν από τον Σινάτρα και την Μπέργκμαν μέχρι τον σημερινό πρωθυπουργό και τον απλό κόσμο.
Οι γάμοι της με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Τόλη Βοσκόπουλο. Η ατιθάσευτη πρωταγωνίστρια των μπουλουκιών που αγάπησε τη σκηνή όσο την αγάπησε κι αυτή, η κρυστάλλινη φωνή που μάγεψε ακόμα και τον Φρανκ Σινάτρα, η ατιθάσευτη σύντροφος του Στέλιου Καζαντζίδη και του Τόλη Βοσκόπουλου, η μούσα αμέτρητων Ελλήνων που έφτασαν να την κάνουν ακόμα και τατουάζ, το μεγάλο όνομα που έχει γράψει χρυσή ιστορία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα είναι μια γυναίκα που δεν ξέχασε ποτέ ότι ξεκίνησε από το μηδέν, από τις φτωχογειτονιές της Θεσσαλονίκης, και κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο με ένα τεράστιο όπλο: τη φωνή της. Ενδεχομένως, να είναι από τις λίγες ερμηνεύτριες που παραμένουν ανελλιπώς στην πρώτη γραμμή εδώ και δεκαετίες και τις οποίες ο κόσμος φωνάζει πάντα με το μικρό τους όνομα: Μαρινέλλα.
Η βιογραφία
Δεν είναι τυχαίο ότι το κέντρο όπου εμφανίζεται η σπουδαία τραγουδίστρια, το «Nox», επέλεξε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε μία από τις σπάνιες βραδινές εμφανίσεις του βγάζοντας και αναμνηστικές φωτογραφίες, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μαρέβα Γκραμπόφσκι και ομολογώντας ότι η διάσημη ερμηνεύτρια είναι από τις αγαπημένες όλης της οικογένειας. Με άλλα λόγια, η Μαρινέλλα είναι η ερμηνεύτρια όλων, πέρα από καταγωγές και ταυτότητες, από τον πρωθυπουργό μέχρι τον πιο απλό πολίτη. Το όνομά της δεν δεσπόζει τυχαία στον τίτλο της συμπυκνωμένης βιογραφίας που έγραψε ο Γιάννης Ξανθούλης και κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Μαρινέλλα – Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια» από τις εκδόσεις Διόπτρα. Ο αγαπημένος συγγραφέας και η διάσημη ερμηνεύτρια μοιράζονταν ως φίλοι αμέτρητες στιγμές και κυρίως μεσημέρια, απ’ όπου αφορμάται και ο τίτλος του βιβλίου, συζητώντας πάνω από λαδερά, φασολάκια μαγειρεμένα από τον συγγραφέα ή φακές και ποτήρια με ωραία κρασιά, ανταλλάσσοντας αναμνήσεις και αμοιβαίες εξομολογήσεις.
Δεν θα μπορούσε, επομένως, να υπάρξει περισσότερο έμπιστος να αφηγηθεί τη ζωή της η διάσημη τραγουδίστρια από τον Γιάννη Ξανθούλη, γνώστη ουσιαστικό των περασμένων εποχών που περνάνε από τα μάτια του σαν κινηματογραφική ταινία, με τον ίδιο να συναντάται νοερά με τη διάσημη ερμηνεύτρια, εκτός από τις κοινές τους συνεργασίες, όπως στο «Υστερα ήρθαν οι μέλισσες», 24 χρόνια πριν, σε διάφορες γωνιές του αγαπημένου τους κέντρου της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, σε απαράμιλλα ενσταντανέ της Ελληνικής Ιστορίας. «Είναι πραγματικά περίεργο συναίσθημα να κλείνεις τη ζωή σου σε ένα βιβλίο. Να γίνεται η καθημερινότητα τόσων δεκαετιών ανάγνωσμα. Αποκτάς συνείδηση αναγνώστη και θεατή και απορείς, όσο κι αν φαίνεται αστείο, για τις αντοχές σου», δηλώνει μιλώντας αποκλειστικά στο «ΘΕΜΑ» η Μαρινέλλα. «Στις “Νύχτες που έγιναν μεσημέρια” το καλό ήταν ότι είχαμε μια κουβεντιαστή παρέλαση της ζωής μου. Βρίσκαμε κοινούς τόπους με τον Γιάννη, πιανόμασταν από λεπτομέρειες για να επισημάνουμε τα σημαντικά, ξεστρατίζαμε δηλαδή από μια απλή ή έστω λογοτεχνική παράθεση βιογραφικών στοιχείων σε κάτι άλλο που μας έδινε την αίσθηση του μυθιστορήματος. Ενός μυθιστορήματος αληθινού… Αυτό ένιωσα. Σαν να κρυφοκοίταζα την περιπέτεια μιας γυναίκας με το όνομα Μαρινέλλα».
Το «αγρίμι»
Ο εκδότης του βιβλίου κρατάει, αναφορικά με τη Μαρινέλλα, την περιγραφή του αγριμιού που δεν κατάφερε να δαμάσει ποτέ κανείς, για την οποία η ίδια σχολιάζει: «Εγώ δεν ξέρω τι σόι αγρίμι κουβαλούσα, πάντως το ένιωθα να βρυχάται». Πρωταγωνίστρια των ατελείωτων επιτυχιών και των ιστορικών εμφανίσεων, η ανήμερη μορφή της Μαρινέλλας, πάντα οπλισμένη με αστείρευτη ενέργεια και ορμή, είναι άμεσα συνδεδεμένη με μεγάλα γεγονότα και την αντίστροφη ιστορία της Ελλάδας. Από τα θρυλικά πρόσωπα -Θεοδωράκη, Κούνδουρο, Ελλη Παππά, Αλίκη Βουγιουκλάκη- με τα οποία ανέπτυξε φιλικούς δεσμούς έως κορυφαίους ηγέτες, όπως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος είχε σπεύσει να την τιμήσει με την παρουσία του, και κραταιούς παράγοντες σαν τον Ωνάση, στον οποίο εκείνη είχε αρνηθεί να τραγουδήσει στον Σκορπιό στον γάμο του με την Τζάκι Κένεντι, γιατί, όπως είχε το θάρρος να του πει, εκείνη τη μέρα ήταν το ρεπό της. Δεν αρνήθηκε ωστόσο την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας, γνωστού για τις απαράμιλλες υπερβολές του στη διασκέδαση, να τη φιλοξενήσει στο Ιράν και να ζήσει το δικό της παραμύθι, βγαλμένο από σκηνικό από τις «Χίλιες και μια Νύχτες» λίγα χρόνια προτού η χώρα παραδοθεί τις βουλές των μουτζαχεντίν και του Χομεϊνί. Ανάμεσα στις προσωπικότητες που την τίμησαν με κάθε τρόπο συμπεριλαμβάνεται και η σπουδαία ηθοποιός Ινγκριντ Μπέργκμαν, η οποία δεν ξέχασε να της στείλει ένα ευχαριστήριο γράμμα και φωτογραφίες αναφερόμενη στην αξέχαστη εκείνη βραδιά.
Ξεπερνώντας, λοιπόν, την πρώτη φάση της καριέρας της ως σεκόντο στο πλευρό του Καζαντζίδη, η Μαρινέλλα πολύ σύντομα εξελίχθηκε στην ασυμβίβαστη ερμηνεύτρια και στην προσωπικότητα που ζούσε τα πάντα «My Way», όπως έλεγε το τραγούδι ενός ακόμα θαυμαστή της. Δεν τα έβαλε κάτω ακόμα και όταν βρέθηκε να περιοδεύει χωρίς χρήματα και άρρωστη με πνευμονία στη σοβιετική Ρωσία, χωρισμένη μόλις με τον Καζαντζίδη και σε γενικότερη δυσμένεια ή στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια όταν ήξερε ότι πρέπει να αυτοσχεδιάζει για να επιβιώσει μαζί με την οικογένειά της, την οποία πάντοτε φρόντιζε. Γενικότερα, ποτέ δεν ξέχασε ούτε τους ανθρώπους που τη βοήθησαν: στις συζητήσεις με τον Ξανθούλη μνημονεύει διαρκώς τον Κατσαρό που της συμπαραστάθηκε στις δυσκολίες, αλλά και τους πρώην συντρόφους της, όπως τον ευγενικής καταγωγής πρωταθλητή στην ιππασία Φρέντυ Σερπιέρη, με τον οποίο απέκτησαν την κόρη της Τζωρτζίνα, αλλά και τον άνδρα που της έμαθε να είναι η αριστοκρατική ντίβα της πίστας, που την απελευθέρωσε στυλιστικά και συναισθηματικά φροντίζοντας κάθε της κίνηση και επιθυμία – και που η ίδια επιθυμεί μιλώντας στον Ξανθούλη να παραμείνει ανώνυμος.
Τα πρώτα χρόνια
«Σαν αστραπή. Γεννήθηκε στη Σαλονίκη το 1938, παραμονές του μεγάλου μακελειού. Παιδική ηλικία μες στα τραύματα που ακόμη δεν πολυκαταλάβαινε, μες τη φτώχεια που πότε γινόταν πανηγύρι και πότε αβάσταχτη πίκρα κι όμως. Πολλά τα “κι όμως”. Ολη η ζωή της “κι όμως”. Κι όμως, επέζησε σε κείνους τους χωματένιους δρόμους που λάσπωναν στο πρώτο ψιχάλισμα. Δρόμοι της μεταπολεμικής πολιτείας, με τον Μυροβλήτη Αϊ-Δημήτρη παρήγορη σκιά των επιζώντων με τις απουσίες των Εβραίων, που συνεχίζουν να στοιχειώνουν με τύψεις τη “νυφούλα του Θερμαϊκού”, όπως καυχιόνταν να την ονοματίζουν. Και φυσικά φτωχομάνα. Φτωχομάνα μεγάλης διάρκειας, όπως την τραγούδησε αργότερα η ίδια: Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα, εσύ που βγάζεις τα καλύτερα παιδιά», γράφει με ποιητική ακρίβεια στην εισαγωγή του βιβλίου η όμορφη πένα του Ξανθούλη βάζοντας το πλαίσιο όπου μεγάλωσε η Κική Παπαδοπούλου, στερνοπούλι μιας πολύτεκνης οικογένειας, με τον τίμιο ψαρά πατέρα Γιώργο Παπαδόπουλο να κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Ηταν εκείνος που δεχόταν μεν τα τρόφιμα που τους έδινε ο Γερμανός αξιωματικός των SS στην Κατοχή με αντάλλαγμα φρέσκα ψάρια, αλλά που αρνήθηκε το πολύτιμο τότε «δώρο» του, που ήταν ένα κουτί με φάρμακα, τα οποία πέταξε στη θάλασσα. Ηταν πάλι αυτός που δεν έφερε αντίρρηση στην κόρη του να ακολουθήσει τα παιδικά της όνειρα παραχωρώντας της μια σπάνια, για την εποχή, ελευθερία και ίσως να μην είναι τυχαίο που τον θάνατό του δεν τον ξεπέρασε ποτέ. Είναι και πάλι ο πατέρας της που έκρυβε στο υπόγειο τα εβραιόπουλα από το μένος των ναζί κατακτητών. Κι αυτός είναι που τόνωνε ψυχολογικά το μικρό πολυτάλαντο κορίτσι ώστε να εκπληρώσει τα όνειρά της, όταν ξεκίνησε από το παιδικό θέατρο παίζοντας και τραγουδώντας -μια μικρή Θεσσαλονικιά Σίρλεϊ Τεμπλ-περνώντας τη μια οντισιόν μετά την άλλη, ακόμα και από τον Αλκη Στέα.
Μεγαλώνοντας βρέθηκε να ακολουθεί τη μοίρα των καλλιτεχνών της εποχής, περιοδεύοντας μαζί με τα λεγόμενα μπουλούκια στην ελληνική επαρχία. Είναι συγκινητικές οι περιγραφές του Ξανθούλη γι’ αυτές τις ξεχωριστές ομάδες της εποχής που έμαθαν να παίζουν σε άγριες συνθήκες, λιποθυμώντας επί σκηνής από την πείνα ή κάνοντας υπαίθριο μπάνιο και μένοντας όπου βρουν. Οσο για το όνομα «Μαρινέλλα», η ίδια εξηγεί ότι προέκυψε από ένα τσιγγάνικο τραγούδι στην αναζήτηση ενός ψευδώνυμου για το πολύ κοινότοπο Κική Παπαδοπούλου, όταν βρέθηκε να τραγουδάει σε εξοχικό κέντρο στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Πολύ σύντομα, όμως, η τραγουδίστρια με το επιβλητικό όνομα Μαρινέλλα, αντί για το χαριτωμένο Κικίτσα, θα βρεθεί να παίζει καίριο ρόλο στο πλευρό, στα κέντρα αλλά και στη ζωή του Καζαντζίδη, ο οποίος θα τη φλερτάρει ζητώντας της να ανοιχτούν στη θάλασσα με τη βάρκα του πατέρα της. Ωστόσο, ποτέ η σχέση της με τον Καζαντζίδη δεν ήταν εύκολη ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται να υποστηρίζει στις συζητήσεις με τον Ξανθούλη, φροντίζοντας παράλληλα να προστατέψει, με όποιον τρόπο μπορεί, τη φήμη του αξέχαστου μουσουργού και αποσιωπώντας τις άσχημες στιγμές, απόρροια της παράφορης ζήλιας και του δύσκολου χαρακτήρα του αξέχαστου θρύλου.
Ακόμα και οι συγκρούσεις που είχε με την πεθερά της Γεσθημανή, η οποία δεν την αποδέχτηκε παρά μόνο λίγο πριν το τέλος της, αφού η Μαρινέλλα ήταν η μόνη που έσπευσε στο πλευρό της, δεν αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια, καθώς τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Το τεράστιο μενταγιόν με τη φωτογραφία του γιου της μαρτυρά, για παράδειγμα, την άρρωστη σχέση που είχε η κυρά Γεσθημανή με τον Καζαντζίδη, όπως αντίστοιχα δηλωτική είναι η πρώτη άσχημη γνωριμία με τη νύφη της, ακόμα πιο άσχημη και από εκείνη που είχε η Μαρινέλλα με τη μητέρα του πατέρα του παιδιού της Σερπιέρη, η οποία μίλησε επαινετικά μόνο για το ωραίο χαμόγελο της παρ’ ολίγον νύφης της.
Ο μοιραίος γάμος με τον Καζαντζίδη
Παρότι η Μαρινέλλα δεν υπήρξε ποτέ θερμή υποστηρίκτρια του γάμου, οι συνθήκες τής επέβαλλαν και στις δύο περιπτώσεις το στεφάνι. Τα πρώτα χρόνια με τον Καζαντζίδη, ομολογεί, ήταν εξαιρετικά δύσκολα από κάθε άποψη, καθώς ήταν αναγκασμένη να μένει μαζί με την πεθερά της στη Νέα Ιωνία και κατόπιν σε ένα ύποπτο ξενοδοχείο στον Σταθμό Λαρίσης. Οι τσακωμοί συχνοί, όπως και οι χωρισμοί, αλλά αντίστοιχα συχνές και οι επανενώσεις. «Στο μεταξύ τα τραγούδια του ζεύγους Καζαντζίδη -Μαρινέλλας είχαν μεγάλο σουξέ, ενώ το πάντα φιλόξενο στους λαϊκούς τραγουδιστές “Ντομινό” αφιέρωνε σπαραξικάρδια ρεπορτάζ στην “ιστορική” επανένωσή τους. Δεν συζητιέται ότι η μερίδα του λέοντος σε όλα αυτά ανήκε στον Στέλιο, που βρισκόταν στην ακμή της καριέρας του. Η αποδοχή ήταν τεράστια. Ομως και η Μαρινέλλα βλέπει για πρώτη φορά το καλλιτεχνικό της όνομα στον παρθενικό της δίσκο, που είναι πολυτραγουδισμένο “Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ, εγώ σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ”. Συνθέτης ο Γιώργος Μητσάκης».
Οι συνθήκες όμως που τραγουδούσαν έμοιαζαν κυριολεκτικά, όπως περιγράφει ο Ξανθούλης, με γουέστερν, αφού πολλές ήταν οι παρεξηγήσεις με τους νταήδες της εποχής, οι οποίοι κράδαιναν απειλητικά, όλη τη βραδιά, τους σουγιάδες τους, τους οποίους κάρφωναν όταν έφτανε η Αστυνομία κάτω από τα τραπέζια, ενώ διαρκείς ήταν και οι τραυματισμοί από τα σπασμένα πιάτα. Ηταν τόσο επικίνδυνη η κατάσταση που εξαιτίας ενός σπασμένου ποτηριού, που παρ’ ολίγον να του κοστίσει τη ζωή, ο Καζαντζίδης αποφάσισε να τερματίσει πρόωρα την καριέρα του. Ο γάμος τους έγινε στις 7 Μαΐου του 1964 στην Αγία Βαρβάρα, στο Χαλάνδρι. «Είχαμε και αυτοκίνητο τώρα. Μια μεταχειρισμένη Μερσεντές 180, με χάλια ταπετσαρία. Ας είναι καλά η Λούλα, που μας έραψε καλύμματα. Εμπριμέ, παρακαλώ! Το πρώτο μας σπίτι βρισκόταν στους Αμπελόκηπους. Λίγο παραπέρα έμενε η Ρένα Βλαχοπούλου, που χρόνια μετά, επί Βοσκόπουλου, μας πούλησε το σπίτι της στην Κηφισιά. Μετά και μέχρι που χώρισα από τον Καζαντζίδη, ζήσαμε σε ένα διαμέρισμα στην οδό Κνωσού, κάθετο στην Πατησίων», λέει χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα. Μαζί ταξίδεψαν σε Γερμανία και Κωνσταντινούπολη, δούλευαν ασταμάτητα, ενώ εμφανίστηκαν και στους εξαιρετικούς «Αδίστακτους» του Ντίνου Κατσουρίδη μαζί με τον Νίκο Κούρκουλο και τη Μαίρη Χρονοπούλου.
Διαχρονικές επιτυχίες
Ο χωρισμός της, όμως, με τον Καζαντζίδη, παρά τις δυσκολίες που επεφύλασσε τα πρώτα χρόνια, είναι που τη μετέτρεψε στη μεγάλη τραγουδίστρια, σολίστ, πρωταγωνίστρια της νυχτερινής ζωής επανοριοθετώνττας τα δεδομένα της. Το δύσκολο και κάπως αναγκαστικό ταξίδι στη Σοβιετική Ενωση που έκανε άρρωστη και φτωχή αμέσως μετά τον χωρισμό, το 1966, πολύ σύντομα θα δώσει τη θέση του στα κινηματογραφικά πλατό, και η ίδια θα βρεθεί να τραγουδάει σε ταινίες του Δαλιανίδη και να κάνει την εκρηκτική επιτυχία με το «Ανοιξε πέτρα» που ερμήνευσε στο «Γοργόνες και Μάγκες». Αυτό ήταν· από μετρημένη συνοδός του Καζαντζίδη μεταμορφώθηκε στη δυναμική γυναίκα με το κοντό μαλλί, με την περισσή άνεση που δεν χρειαζόταν να κουνάει αμήχανα τα χέρια, καθισμένη στην καρέκλα, όπως έκαναν οι τραγουδίστριες της περασμένης δεκαετίας. Ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο στις γυναίκες ερμηνεύτριες, δίνοντας ένα άλλο αέρα στον όρο «εμφάνιση στην πίστα», εμπνευσμένη από τα σόου του εξωτερικού και τις θεατρικές εμφανίσεις που η ίδια πάντα αγαπούσε.
Εδωσε εν ολίγοις όχι μόνο ένα άλλο κοσμοπολίτικο χρώμα στις μουντές νύχτες της Ελλάδας, αλλά και στα μικροαστικά όνειρα που δεν τολμούσαν καν να σκεφτούν πολυτέλειες και γκραντιόζε εμφανίσεις. Τέρμα πια οι παρανομίες, τα σπασμένα πιάτα και το περιθώριο. Το νέο μοντέλο διασκέδασης έμοιαζε ακραιφνώς επαγγελματικό και σε αυτό βοήθησε και η προσωπική μεταμόρφωση της Μαρινέλλας: ένας μεγάλος έρωτας που δεν κατονομάζει την έμαθε να ντύνεται με ακριβά ρούχα που αγόραζαν μαζί από τα στούντιο των μεγάλων σχεδιαστών στο Παρίσι, να διαμορφώνει τη δική της γραμμή και εντέλει να κάνει ολόκληρο Σινάτρα που ήρθε να τη δει στο μαγαζί να δηλώσει πως: «Αν αυτή η γυναίκα διάλεγε να κάνει διεθνή καριέρα, δύο εβδομάδες θα ήταν αρκετές για να μιλάει γι’ αυτήν όλος ο κόσμος».
Αντί για νυφικό, τζιν!
Αυτός ο αέρας ελευθερίας την έκανε, επίσης, να μπορεί να διεκδικεί τον δικό της χώρο και τους δικούς της όρους, καθώς είναι η πρώτη που εξασφαλίζει, έστω και με μεγάλες δυσκολίες, αξιοπρεπή μεροκάματα, καλύτερες συνθήκες για τους μουσικούς και ημέρα ρεπό. Κάνει παιδί εκτός γάμου, κάτι αδιανόητο για την εποχή, ενώ εξακολουθεί να εμφανίζεται στο μαγαζί μέχρι τους 8 μήνες κύησης. Συνεργάζεται με κορυφαίους ερμηνευτές, όπως τον Γιώργο Νταλάρα, και καθιερώνει τη λογική των μεγάλων νυχτερινών κέντρων, όπως τη «Νεράιδα» και το αχανές, όπως το χαρακτηρίζει ο Ξανθούλης, «Stork». Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη: είναι τα χρόνια, επίσης, του πολύκροτου γάμου της με τον Βοσκόπουλο, τον οποίο παντρεύτηκε τον Νοέμβρη του 1973, λίγες μέρες πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Το σκηνικό του γάμου μαρτυρά πολλά για την ατμόσφαιρα της εποχής που είχε καταστήσει τους δύο τραγουδιστές, Βοσκόπουλο και Μαρινέλλα, απόλυτα είδωλα. Εναν χρόνο μετά, η ίδια θα εμφανιζόταν στη Eurovision με το θρυλικό πια «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου» στην πρώτη της δυναμική εμφάνιση στον θεσμό κατακτώντας την 11η θέση.
«Εχω μια ομίχλη από αυτή την περίοδο, όμως η μέρα του περίφημου γάμου μας είναι αλησμόνητη. Θα παντρευόμασταν μήνα Νοέμβρη, στον Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι. Ολα είχαν κανονιστεί απλά και όσο γινόταν μυστικά, γιατί ήδη είχε διαρρεύσει το νέο του επικείμενου γάμου και μας πολιορκούσαν δημοσιογράφοι, φωτογράφοι κι ό,τι φαντάζεσαι – που αποκλείεται να το φανταστείς! Για πότε το μυρίστηκε τόσος κόσμος, θαυμαστές και περίεργοι, κι είχαν κλείσει τους γύρω δρόμους. Χώρια τα μπαλκόνια. Μιλάμε για μιλιούνια… Ο Βοσκόπουλος κοιμόταν του καλού καιρού. Στο διαμέρισμά μου ήρθαν ο Κατσαρός που θα μας πάντρευε μαζί με τη Μιρέλλα, η Λένα Παμέλα και ο άνδρας της, ο Φρέντυ Γερμανός με την κυρία που είχε τότε δεσμό, η μάνα μου, που την είχα μαζί μου, η αδελφή μου, ο γαμπρός μου… Αντε τώρα να μετακινηθούμε. Εξω έπεφτε ξύλο. Οπότε τηλεφώνησα στην εκκλησία να ακυρωθεί το μυστήριο γιατί θα την γκρέμιζε το πλήθος. Καλύτερα ήταν να γίνει ο γάμος στο σπίτι. Να έρθει προσεχτικά -για να μην μπουκάρει ο κόσμος στην πολυκατοικία- ένας ιερέας. Κι από κει και πέρα θα βλέπαμε πώς θα διασωζόμασταν…
Εξω να γίνεται αλαλαγμός, κι εμείς μέσα να αγωνιούμε σαν να ήμασταν όμηροι. Τελικά ξύπνησε κι ο μελλόνυμφος και φορέσαμε τα μπλουτζίν. Γιατί έτσι παντρευτήκαμε. Εγώ με μακριά φούστα τζιν και ένα καρό πουκάμισο με γιλέκο, και ο Βοσκόπουλος με τζιν σύνολο. Μετά βασάνων και κόπων έφτασε και ο παπάς, που -τι να κάνει ο άνθρωπάκος…- επινόησε μια ελαφρά ψευτιά για να μπορέσει να διασχίσει το πλήθος. Είπε ότι πήγαινε να μεταλάβει έναν μελλοθάνατο στον τέταρτο όροφο ενώ εμείς μέναμε στον πρώτο. Νομίζω πως με στοιχειώδη φωτισμό ετελέσθη το μυστήριο, που ήταν εντελώς μυστήριο, και κατόπιν φυγαδευτήκαμε για το… γαμήλιο γλέντι», αφηγείται η ίδια στον Γιάννη Ξανθούλη αναφορικά με τον γάμο της. Η συνέχεια είναι γνωστή, αφού το διαζύγιο από τον Τόλη Βοσκόπουλο δεν στέρησε τίποτα από τη Μαρινέλλα, εκτός από μια ανοίκεια δέσμευση σε έναν θεσμό που, έτσι και αλλιώς, ποτέ δεν της ταίριαζε, χαρίζοντάς της απελευθέρωση από μια ανταγωνιστική σχέση.
Στα 85 της χρόνια -ποτέ δεν έκρυψε την ηλικία της- εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, να απολαμβάνει την επιτυχία της και να γεμίζει τόσο το Μέγαρο Μουσικής, όπου εμφανιζόταν τα τελευταία χρόνια, και ακόμα πιο πρόσφατα το «Παλλάς». Ποτέ δεν έπαψε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και να κατακτά με την παρουσία της όποιο θέατρο εμφανίζεται – ένα ελληνικό ρεκόρ Γκίνες που πρέπει πλέον να φέρει αποκλειστικά το όνομά της. Οπως λέει χαρακτηριστικά στον Ξανθούλη, μια φράση που επαναλαμβάνει στο τέλος του βιβλίου: «Τραγουδάω εξήντα τόσα χρόνια, αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι έκλεισα τον κύκλο μου και δεν είπα φτάνει. Οταν το αποφασίσω, θα είναι το πιο ήσυχο φευγιό που θα υπάρχει». Γιατί όλα πάντα γίνονταν και γίνονται αποκλειστικά με τους δικούς της όρους. Αλλιώς δεν θα ήταν η Μαρινέλλα.
- Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και όλο τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, με εγκυρότητα και αξιοπιστία, στο cna.gr
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Facebook
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Twitter
- Ακολουθήστε το cna.gr στο YouTube
- Ακολουθήστε το cna.gr στο Instagram