Η Ευρωπαϊκή πόλη ως τόπος κατανάλωσης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Προσπαθούμε να αναδείξουμε την κυριαρχία που καλλιέργησε η κουλτούρα της ιδιωτικότητας εις βάρος του δημοσίου χώρου στη νεότερη Ελλάδα και προτείνει ως σημαντική παράμετρο αυτής της κυρίαρχης «υπεροχής» την διάχυση της καταναλωτικής κουλτούρας, που αποτυπώνεται στα κτήρια των εμπορικών συναλλαγών στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Στην αυγή της μοντέρνας εποχής, οι πόλεις ανθούσαν ως τόποι μιας διαπολιτισμικής γονιμοποίησης, αφού η παγκοσμιοποίηση των εμπορικών δικτύων είχε αυξήσει τους διαθέσιμους υλικούς πόρους και η απελευθέρωση των τιμών, η επέκταση και η εμπορευματοποίηση του αστικού χώρου είχαν διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών. Ο καταναλωτισμός διαδίδεται μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλα τα βιομηχανοποιημένα κράτη. Η μετάβαση από την εμπορική στοά στο πολυκατάστημα σηματοδοτεί μιαν αλλαγή που συντελείται στην κουλτούρα του πληθυσμού και οδηγεί στην κυριαρχία του ιδιωτικού επί του δημοσίου. Μέχρι τότε η εμπορική λειτουργία, άμεσα συνδεδεμένη με το δημόσιο χώρο, συντελούταν στο κέντρο της πόλης, στους δρόμους και στις πλατείες. Έτσι, αποτελούσε αφορμή για κοινωνική συνεύρεση και δημόσια συζήτηση. Ακόμα και στις πολυτελείς στοές ανιχνευόταν η αίσθηση ενότητας, επικοινωνίας και συνέχειας με το εξωτερικό περιβάλλον, καθώς τα διέτρεχε η «δημόσια» κίνηση.
Το πολυκατάστημα, αντίθετα, αποτελούν ένα χώρο κλειστό και υπό καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η συμπεριφορά του επισκέπτη είναι αυστηρά καθοδηγούμενη, εφόσον ο ρόλος του περιορίζεται σε καταναλωτή αγαθών. Η εργασία μας ανατρέxει σύντομα στην οικιστική ανάπτυξη και προαστικοποίηση της μεταπολεμικής περιόδου, στην εξέλιξη των εμπορικών στοών και στην ανάπτυξη των shopping malls. Επικεντρώνεται στην ανάδυση της ταυτοτικής κυριαρχίας του καταναλωτή κατοίκου της πόλης σε ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο εις βάρος των χαρακτηριστικών της ιδιότητας του πολίτη. Καταλήγει αφηγηματικά στο ιδιώδημον, έννοια την οποία εισηγείται η εργασία μας ως μια νεοελληνική ιδιαιτερότητα, που απηχεί την πραγματευόμενη υπεροχή του ιδιωτικού επί του δημοσίου.
1. ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΤΟΕΣ KAI ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Η διαδικασία της αστικοποίησης και ο αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας εδραίωσαν τον ρόλο της αγοράς ως προμηθευτή αγαθών. Οι εμπορικές και τεχνικές υποδομές ενίσχυσαν την επιρροή των αγορών. Η εισροή αγαθών στις πόλεις και η νέα κουλτούρα της κατανάλωσης που τη συνόδευσε επηρέασαν την αστική γεωγραφία, την αστική μορφολογία και το αστικό τοπίο. Οι μορφές του εμπορίου άλλαξαν βαθμιαία. Οι μεσαιωνικές εμποροπανήγυρεις, χαρακτηριστικές μιας αγροτικής οικονομίας χωρίς δίκτυα, παρήκμασαν ή άλλαξαν δραστικά μορφή (De Grazia, 2005). Σταδιακά οι αγορές των πόλεων έγιναν σταυροδρόμια στο εσωτερικό εμπορικών δικτύων που στηρίζονταν σε μια τοπικά εξειδικευμένη παραγωγή και στις νέες τεχνολογίες των μεταφορών (Disco, 2008: 23-4). Παράλληλα με τις αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας παλαιότερων μορφών εμπορίου που σημειώθηκαν κατά τον 19ο αιώνα, αναδύθηκαν και εντελώς νέοι χώροι εμπορίου και κατανάλωσης. Οι εμπορικές στοές αποτελούν το πρώτο ορατό σημάδι νέων καταναλωτικών πρακτικών και χώρων κατανάλωσης που απουσίαζαν από τη χαρακτηριστική πόλη της εποχής του ευρωπαϊκού ancien régime (Geist, 1969). Επρόκειτο για ιδιωτικούς χώρους ανοικτούς στο κοινό στους οποίους τα νέα οικοδομικά υλικά (γυαλί και σίδερο) και οι τεχνολογικές καινοτομίες (φωταέριο, ελκυστικές προθήκες και θέρμανση) δημιουργούσαν ένα περιβάλλον που συνδύαζε την κατανάλωση με την κοινωνική συναναστροφή. Κοντολογίς, εκπλήρωναν την αστική ονειροπόληση του Μπένγιαμιν. Ο ίδιος διέκρινε στις εμπορικές στοές ένα μέσο που θα απέδιδε ξανά στον κόσμο τη χαμένη μαγεία του (Capuzzo, 2008: 102). Η αισθητική διάσταση του κόσμου των εμπορικών αγαθών, η εμπορευματοποίηση της κοινωνικής ζωής και η γοητευτική εμπειρία της κατανάλωσης έρχονταν όλα να αμφισβητήσουν την κατά Μαξ Βέμπερ απομάγευση του κόσμου.
Πρωτεύουσα αυτής της αστικής κατανάλωσης υπήρξε το Παρίσι. Η εποχή ακμής των παρισινών στοών διαμόρφωσε το πρώτο μισό του 19ου αιώνα περίφημες εμπορικές στοές, που συγκροτούσαν έναν αστικό χώρο, όπου η κοινωνική ζωή συναντούσε την εμπορική κουλτούρα. Οι εμπορικές στοές, ως επενδύσεις ιδιωτικού κεφαλαίου που αποσκοπούσαν στην προώθηση της αγοράς, μαρτυρούσαν οπτικά και υλικά τον τρόπο με τον οποίο η κουλτούρα και η οικονομία της κατανάλωσης μεταμόρφωναν τη σύγχρονη πόλη και συγχρόνως άφηναν ένα απτό αποτύπωμα στην αστική μορφολογία (Capuzzo, 2008: 102).
Το πολυκατάστημα επέσπευσε καταλυτικά τη διαδικασία της αστικής μεταμόρφωσης και συνάμα αποτέλεσε και παράγωγό της. Συνεπώς, πρέπει να εξετάσει κανείς την εμφάνιση και εξέλιξή του στο πλαίσιο ενός γενικότερου αστικού μετασχηματισμού. Στην περίπτωση του Παρισιού, το ιδιωτικό κεφάλαιο επένδυσε στην αστική δομή με στόχο την προώθηση της εμπορευματοποίησης, των αστικών μεταφορών, των τουριστικών υποδομών, των εμπορικών θεσμών και μιας ευρύτερης ποικιλίας υπηρεσιών. Τα πολυκαταστήματα στο κέντρο της πόλης συνέβαλαν στη ραγδαία αύξηση των ενοικίων και αποτέλεσαν και παράγωγο αυτής της αύξησης. Τα πολυκαταστήματα, που λειτουργούσαν με χαμηλό περιθώριο κέρδους ανά μονάδα, αναγκάστηκαν να μεγιστοποιήσουν τον όγκο των πωλήσεων (Harvey, 1994). Αυτό, σε συνδυασμό με την αλματώδη άνοδο των αξιών της γης, σήμαινε πως οι χώροι των πολυκαταστημάτων έπρεπε να αναπτυχθούν σε ύψος, συμβάλλοντας τελικά στην καθετοποίηση της αστικής φόρμας, διαδικασία που είχε εντονότερα αποτελέσματα στην περίπτωση των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, οι πιέσεις της εμπορικής κοινότητας προς την κατεύθυνση της κάθετης αρχιτεκτονικής ανάπτυξης έγιναν τόσο ισχυρές, ώστε αμφισβήτησαν τους κανονισμούς που περιόριζαν το ύψος των οικοδομών μόλις τη δεκαετία του 1920 (Capuzzo, 2008: 106).
Αυτοί οι εμπορικοί χώροι μπορούν να ιδωθούν εννοιακά ως δημόσιος χώρος, εφόσον τέτοιοι χώροι δημόσιας πρόσβασης χαρακτηρίζουν σημαντικά κάθε δραστήριο και βιώσιμο αστικό περιβάλλον. Οι καλύτερες εκδοχές τέτοιων δημόσιων χώρων προσφέρονται για συζητήσεις και απρογραμμάτιστες αυθόρμητες συναντήσεις και επαφές μεταξύ πολιτών που έχουν διαφορετικές απόψεις για τον κόσμο (Blomley, 2001˙ Young, 1990, 2000). Πρόκειται για χώρους κοινωνικής διάδρασης και ενεργού πολιτότητας (citizenship), στο πλαίσιο της οποίας δομούνται ή κατασκευάζονται οι προσωπικές ταυτότητες μέσω αδιαμεσολάβητης ανθρώπινης επαφής, εκπαιδεύουν τον κάτοικο της πόλης στην ετερότητα και του διδάσκουν την πραγματική διάσταση των ευγενικών τρόπων (Rogers, 1998˙ Lofland, 2000). Κοντολογίς, σ’ αυτούς τους υλικούς χώρους εκτυλίσσονται οι ποικιλότροπες διαδράσεις και οι δημόσιες δραστηριότητες όλων των μελών της κοινότητας (Mitchell, 2003: 131).
Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα (mall) συνέχισαν την παράδοση του εμπορικού θεάματος, που είχε εγκαινιαστεί με τα πολυκαταστήματα, διευρύνοντας την κλίμακά της και αξιοποιώντας προηγμένο τεχνολογικό εξοπλισμό. Επιπλέον, επικεντρώθηκαν σε ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια των καταναλωτών και με αντιλήψεις που απέκτησαν συν τω χρόνω προβληματικό χαρακτήρα σε διάφορα παλαιότερα ιστορικά κέντρα πολλών πόλεων. Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα υπήρξαν συχνά και πεδία μιας ενεργού οικειοποίησης του εμπορικού χώρου για σαφώς μη εμπορικούς σκοπούς, όπως, για παράδειγμα, η κοινωνικοποίηση των νέων. Τα εκτός πόλεως εμπορικά κέντρα εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη στις δεκαετίες του 1970 και 1980 και η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν είχε τις ίδιες καταστροφικές συνέπειες με αυτές που υπέστησαν τα κέντρα ορισμένων αμερικανικών πόλεων. Ακόμα και στη Βρετανία, όπου τα μοντέλα αστικής ανάπτυξης συχνά παρουσιάζουν ομοιότητες με το αμερικανικό, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα τροποποίησαν τη χωρική οργάνωση της κατανάλωσης δίχως, όμως, να καταστρέψουν τους παραδοσιακούς πυρήνες των πόλεων (Gayler, 1984).
Η οικοδόμηση εμπορικών υποδομών σε καθ’ όλα νέους χώρους, που δεν έφεραν κανένα συμβολικό ή ιστορικό φορτίο, ήταν μια εντελώς διαφορετική υπόθεση. Σε αυτή την περίπτωση, οι καταναλωτικές κουλτούρες, απομονωμένες από το αστικό περιβάλλον, έτειναν να τυποποιούνται, ενώ ο χαρακτήρας ενός non-lieux, που υποτίθεται πως θα καθιστούσε τον εμπορικό χώρο βολικότερο, φαινόταν, με τον καιρό, ότι στερείται γοητείας (Augé, 1992). Από τη δεκαετία του 1980 κι εξής, τόσο οι πολίτες όσο και οι πολεοδόμοι δείχνουν να συνειδητοποιούν πόσο ζημιογόνος υπήρξε η παρακμή των παλιών, παραδοσιακών αστικών κέντρων. Νέες στρατηγικές για τον αστικό χώρο στοχεύουν στην αναγέννηση των αστικών κέντρων, ενώ νέες πολιτικές σχετικές με την αστική κινητικότητα αναθεωρούν πλέον τον ρόλο του αυτοκινήτου στο εσωτερικό της πόλης, επενδύουν στα μέσα μαζικής μεταφοράς και δημιουργούν περιοχές ειδικά για την κίνηση πεζών (Capuzzo, 2004). Έτσι, οι αγορές επανεντάχθηκαν στο σύνολο των κοινωνικών και μορφολογικών πόρων που προσφέρει το άστυ και τα εκτός πόλεως μεγάλα εμπορικά κέντρα και οι αστικές εμπορικές περιοχές συνυπήρχαν εκμεταλλευόμενα τα οικονομικά μοντέλα και τα διαφορετικά κοινωνικά πρότυπα κατανάλωσης
2. Ο ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΕΞΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η άλλοτε στενή σχέση μεταξύ εμπορικής κουλτούρας και άστεως άρχισε να φθίνει. Στις ΗΠΑ, ήδη από τη δεκαετία του 1930, παρατηρήθηκε ραγδαία ανάπτυξη των αγορών που δημιουργούνταν εκτός πόλεως. Η μαζική χρήση του αυτοκινήτου, η εξάπλωση του οικιστικού μοντέλου των προαστίων και η δημιουργία αυτοκινητοδρόμων συνέβαλαν στην άνθιση μεγάλων εμπορικών κέντρων (mall) στα περίχωρα των πόλεων. Οι νέες αυτές εμπορικές υποδομές μπορούσαν να ανταγωνιστούν, στο επίπεδο των τιμών, τα παραδοσιακά αστικά κέντρα του εμπορίου, χάρη στις χαμηλές αξίες της γης στις περιοχές, όπου δημιουργήθηκαν και τις οικονομίες κλίμακας που μπορούσαν να επιτύχουν. Στην Ευρώπη τα πράγματα ήταν διαφορετικά, επειδή η μαζική χρήση του αυτοκινήτου ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1960, γεγονός που καθυστέρησε την εμφάνιση ανάλογων εξελίξεων κατά μία ολόκληρη γενιά. Οι ευρωπαϊκές πόλεις εξακολούθησαν να αποτελούν δυνατό πόλο έλξης, χάρη στα ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους και στον τρόπο ζωής που επέτρεπαν (Capuzzo, 2008: 109-10).
Μετά το 1945 η Ευρώπη μοιάζει να ανακαλύπτει εκ νέου τη δημοκρατία, που απευθυνόταν εφεξής σε ένα πιο «σφαιρικό» εκλογικό σώμα, εφόσον οι γυναίκες μπορούσαν να συμμετέχουν στις εκλογές (Θεολόγου, 2008: 217). Η επιτυχία του καπιταλισμού είχε διαβρώσει τις ταξικές αντιπαλότητες και είχε αντικαταστήσει την επαναστατική ουτοπική μαζική πολιτική δράση της μεσοπολεμικής περιόδου με μιαν αναίμακτη πολιτική της κατανάλωσης και της διαχείρισης (Pizzorno, 1964˙ Mazower, 1999: 291). Οι ρίζες της καταναλωτικής ευρωπαϊκής κοινωνίας εντοπίζονται αρκετά πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν οι ΗΠΑ, δηλαδή, υπό τον Φορντ αποτελούσαν το πρότυπο, ακόμη και στο Μεσοπόλεμο μπορούμε να ανιχνεύσουμε τα πρώτα σημάδια ενός καταναλωτισμού στο επίπεδο της αλλαγής συμπεριφορών που θα γίνονταν πολύ εμφανείς στις δεκαετίες 1950 και 1960. Η ανάδυση των επιθυμιών προκάλεσε την προμήθεια αγαθών (Καρακούσης, 2006). Κοντολογίς, οι ΗΠΑ μέσω των προθηκών της αγοράς πρόβαλαν μορφές και τρόπους ζωής στις οποίες προσχωρούσαν εκούσες άκουσες οι ευρωπαϊκές χώρες. Στη δεκαετία του 1950 η ομογενοποίηση της καθημερινής ζωής πέρα από εθνικά κοινωνικά όρια έμοιαζε να σηματοδοτεί για το μεγάλο μέρος του κόσμου την απώλεια ταυτότητας και την εξέλιξη ενός τυπικά αμερικάνικου μοντέλου ζωής. Οι Ευρωπαίοι στη δεκαετία του 1950 περιφρονούσαν τα σνακ μπαρ, τα πολυκαταστήματα, τα σούπερ μάρκετ, τα στριπτιζάδικα και όλους όσοι επεδίωκαν την απόκτηση υλικών αγαθών. Μέχρι τα 1960, όμως, όλα τα παραπάνω είχαν κυριαρχήσει επιφέροντας τον αμετάκλητο εξαμερικανισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών (Mazower, 1999).
Τον 20ο αι. ο σχηματισμός της αμερικανικής πολιτικής και πολιτισμικής ταυτότητας είναι συνυφασμένος με την ανάπτυξη της μαζικής κατανάλωσης (Dussere, 2006). Το φαινόμενο έχει τη ρίζα του στην εποχή της μεσοπολεμικής ύφεσης, αλλά εμφανίστηκε πλήρως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήταν πλέον εφικτό να σκεφτούμε τους Αμερικανούς ως «πολίτες-καταναλωτές» (Cohen, 2003). Παράλληλα, ο εξαμερικανισμός αποτελούσε το στόχο των Αμερικανών πολιτικών, επειδή θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ προσέφεραν το πρότυπο επίλυσης των οικονομικών και κοινωνικών συγκρούσεων, που θα έπρεπε να εφαρμοστεί πιστά στην (Δυτική) Ευρώπη. Αυτή η πεποίθηση υπήρξε η αφετηρία για μια ορμητική παραγωγικότητα, για την προώθηση του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού και της ελεύθερης αγοράς, αλλά και της προάσπισης της νέας τεχνολογίας (π.χ. τηλεόραση) και του μάρκετινγκ (μάνατζμεντ, διαφήμιση) (Mazower, 1999).
Τα πολυκαταστήματα έδρασαν ως καταλύτες της νεοτερικότητας, εν μέρει επειδή χρησιμοποίησαν τις τεχνολογικές καινοτομίες με στόχο να εντυπωσιάσουν τους πελάτες τους και να δημιουργήσουν ένα σαγηνευτικό σκηνικό για την παρουσίαση των προϊόντων τους. Δημιούργησαν επίσης έναν μηχανισμό λιανικού εμπορίου οργανωμένο βάσει ορθολογικών διοικητικών αρχών, που ρύθμισε το ζήτημα της εργασίας και της προώθησης, διαφήμισης και πώλησης προϊόντων. Στο πρώτο στάδιο της εξέλιξής τους, στόχευαν στην κατάκτηση κεντρικών περιοχών της πόλης και η εικόνα τους συνδέθηκε άρρηκτα με τους χώρους εκείνους στους οποίους επένδυσαν, για να διαμορφώσουν την εταιρική ταυτότητά τους. Αργότερα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μερικά πολυκαταστήματα άρχισαν να ακολουθούν τη μεσαία τάξη στην έξοδό της προς τα προάστια (Capuzzo, 2008: 108).
Οι εμπορικές περιοχές συγκροτούσαν ένα νέο είδος αστικής δημόσιας σφαίρας, παρόλο που σκοπός τους ήταν το κέρδος και όχι η προώθηση του διαλόγου μεταξύ των πολιτών. Οι επιχειρηματίες προσήλκυαν το κοινό βελτιώνοντας την αισθητική του αστικού περιβάλλοντος και δημιουργώντας νέες ατραξιόν (Capuzzo, 2008: 108-9).
3. ΕΥΔΑΙΜΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΧΕΚΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
3.1. Το Σχέδιο Μάρσαλ και η καταναλωτική ιδεολογία
Η εξέλιξη της καταναλωτικής πολιτείας είναι παράλληλη με την εξέλιξη του σούπερ μάρκετ, που αποτυπώνει ένα μικρόκοσμο της αμερικανικής καταλωτικής κουλτούρας. Το σ/μ υπήρξε αμερικανική επινόηση που αποτύπωνε μιαν επικράτεια πληθώρας αγαθών και δημοκρατίας. Σηματοδοτούσε την απομάκρυνση από τα αστικά κέντρα προς ένα «προαστικοποιημένο» τρόπο ζωής, με επίκεντρο το Ι.Χ. και μία κίνηση μάρκετινγκ τροφίμων και αγαθών σε προσιτές τιμές για τις μάζες (Bowlby, 1932: 8–9). Αναδείχθηκαν δυο βασικοί πόλοι: η σχέση μεταξύ κατανάλωσης και δημοκρατίας και η σχέση μεταξύ κατανάλωσης και πολιτότητας (citizenship). Στα μέσα του 20ου αι. κατέστη αυτονόητη η πρόσβαση στα καταναλωτικά αγαθά ως θεμελιώδες δικαίωμα όλων των ανθρώπων, και αυτή η πρόσβαση συγκροτούσε ταυτόχρονα μια διαδικασία εκδημοκρατισμού. Στα 1930 η Σχολή της Φρανκφούρτης κατήγγειλε την κατανάλωση ως διαβρωτική της δημοκρατίας, και θεωρούσε τον σύγχρονο καταναλωτή ως το τέλειο υποκείμενο του αυταρχισμού, ιδίως του φασισμού. Στη δεκαετία του 1950, όμως, ο Ludwig Erhard, ο πατέρας του οικονομικού θαύματος της Γερμανίας, υποστήριζε ότι η μαζική κατανάλωση αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της νέας ελεύθερης αγοράς και ότι ο ενημερωμένος καταναλωτής ήταν ο άξονας της ελευθερίας και της δημοκρατίας (Henderson, 2008). Η πολιτεία του καταναλωτή βρίσκεται στον πυρήνα του Σχεδίου Μάρσαλ και αντικατοπτρίζει μια ιδεολογία που εξαπλώθηκε ενεργώς τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι ιθύνοντες του Σχεδίου Μάρσαλ, άλλωστε, που επιχείρησαν την ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση επεδίωξαν συνάμα και έναν διακριτό πολιτικό μετασχηματισμό: ο πολίτης «αναδομήθηκε» σε καταναλωτή, που αποσκοπούσε στην προσωπική ευημερία του και σαγηνευόταν από αυτόν τον δημοκρατικό θρίαμβο (Maier, 1981˙ Willett, 1989˙ Ellwood, 2002). Οι καταναλωτές αποτελούν κομβικούς παράγοντες στα παγκόσμια πολιτικά συστήματα και διαφαίνονται οι δυνατότητες ανάδυσης μιας νέας εποχής υβριδίων πολιτών-καταναλωτών, στο πλαίσιο της οποίας η αγοραστική πρακτική μπορεί να χρησιμεύει ως σημείο εισόδου σε ευρύτερα πολιτικά εγχειρήματα που συνδέονται με την πολιτότητα.
3.2. Η ελληνική ιδιαιτερότητα της ασέβειας του δημόσιου χώρου
Στην ελληνική κοινωνία μεσολάβησε μια ασυνήθιστη διαδικασία εδαφικής ολοκλήρωσης, ενοποίησης ή οριστικοποίησης της επικράτειας του. Αυτό σταδιακώς συνέβαλε στην καλλιέργεια μιας νοοτροπίας που ωφέλησε μιαν ιδιότυπη ασέβεια των χρηστών προς τον δημόσιο χώρο. Η συνεχής χωρική αναοριοθέτηση της επικράτειας του νεότερου ελληνικού κράτους 1831-1947 (Daikin, 1972˙ Διβάνη, 2000) έχει συμβάλλει στην ασάφεια της οριστικοποίησης και του δημόσιου χώρου. Με άλλα λόγια η διαρκής μεταβολή των συνόρων έχει λειτουργήσει αποδομητικά για την καλλιέργεια σεβασμού του δημόσιου χώρου και έχει επηρεάσει αρνητικά την θεσμική καλλιέργεια και συνείδηση της ιδιότητας του πολίτη. Το γεγονός επιδρά καταλυτικά στο πολιτικό σύστημα που ουδέποτε απεσπάσθη από τον πελατειακό χαρακτήρα του. Η μετεμφυλιακή αγωνία της αστυφιλίας και το μεταπολεμικό baby-boom (1947-1965) προσέλκυσαν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα. Αυτό προκάλεσε μια διόγκωση της οικιστικής ανάπτυξης και μια ένταση στην οικονομία της οικοδομής, για να ικανοποιήσει το στεγαστικό αίτημα της οικογένειας και του επαγγέλματος. Η μυστική, ασύδοτη και άρρητη συμφωνία μεταξύ χρηστών και αρμοδίων αρχών για την καταπάτηση, το μπάζωμα, τον εμπρησμό της δασικής έκτασης και την άμεση οικοπεδοποίησή του διαμόρφωσε ως κοινή πεποίθηση την «αυθαιρεσία» επί του δημόσιου χώρου. Το αυθαίρετο κτίσμα ενομιμοποιείτο με την συνδρομή της αρμόδιας αρχής και με την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως. Η νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας εδραίωσε μιαν ευημερία: αφενός των χρηστών των αυθαιρέτων και αφετέρου των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας. Αυτό με τη σειρά του παγίωσε τον μεταπολιτευτικό χαρακτήρα μιας ανταλλακτικής και πελατειακής αλληλεξάρτησης των χρηστών και των πολιτικών σε μιαν αναπόδραστα περίπλοκη διαφθορά. Έτσι, στην νεοελληνική κοινωνία ουδέποτε διαμορφώθηκε συνείδηση πολιτότητας ή κοινωνίας και συνεπώς ουδέποτε υπήρξε άρχουσα ιδεολογία, που προϋποθέτει θεσμούς και σεβασμό του δημόσιου χώρου. Υπήρξε όμως μια άρχουσα νοοτροπία, που λειτούργησε -και λειτουργεί- ιδιοτελώς, με μόνο γνώμονα το ανταλλακτικό συμφέρον της πολιτικής παρέας των χρηστών του δημόσιου χώρου (Θεολόγου- Βενετή, 2011: 27-29).
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι εμπορικές υποδομές στην εξέλιξή τους διαμόρφωσαν αναλόγως τον δημόσιο χώρο στις ευρωπαϊκές πόλεις και χαρακτηρίζουν κάθε αστικό περιβάλλον. Κάποια στιγμή τα εμπορικά κέντρα συνέχισαν την παράδοση του εμπορικού θεάματος και ανέπτυξαν την ποικιλία της που γονιμοποιούσε η προηγμένη τεχνολογία. Η μεταπολεμική άνθηση του καταναλωτισμού ως στοιχείου δημοκρατίας και ταυτότητας του πολίτη υπήρξε προϊόν διάχυσης της αμερικανικής κουλτούρας με το σχέδιο Μάρσαλ. Οι αναδυόμενες επιθυμίες μιας κοινωνίας «ειρήνης» εκφράζονταν με την προμήθεια αγαθών στην «ελεύθερη αγορά», που σταδιακώς ομογενοποίησε την καθημερινότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στη νεοελληνική κοινωνία ουδέποτε τέθηκαν απαράβατα όρια στη σχέση ιδιωτικού και δημοσίου. Αυτό αποτυπώνεται στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας ενός «ιδιώδημου» υβριδικού χώρου, την οποία διευκόλυνε η πολιτική πελατειακή αλληλεξάρτηση.
5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Augé, M. 1992. Non-lieux. Paris: Seuil.
Blomley, N. 2001. Introduction στο: Blomley N., Delaney D. & Ford R. (eds.) The Legal Geographies Reader: Law, Power and Space, 3-5 Oxford: Blackwell.
Bowlby, Rachel, 2001. Carried Away: The Invention of Modern Shopping, New York: Columbia University Press.
Capuzzo, P., 2008. Spectacles of Sociability: European Cities as Sites of Consumption, στο: M. Hård & T. J. Misa (eds.), Urban Machinery. Inside Modern European Cities, Cambridge MA: MIT Press: 99-120.
Cohen, Lizabeth, 2003. A Consumers’ Republic: The Politics of Mass Consumption in Post-war America, New York: Random House.
Dakin, D., (1972). The Unification of Greece 1770-1923, London: Ernest Benn Ltd. [31989, Η ενοποίηση της Ελλάδας, μτφ. Ξανθόπουλος Α., Αθήνα: ΜΙΕΤ]
De Grazia, V., 1981. Irresistible Empire: America’s Advance through Twentieth-Century Europe. Cambridge, MA: Belknap Press.
Disco, C., 2008. Taming the Rhine: Economic Connection and Urban Competition, in: M. Hård & T. J. Misa (eds.), Urban Machinery. Inside Modern European Cities, Cambridge MA: MIT Press: 23-70.
Dussere, Erik, 2006, Out of the Past, Into the Supermarket, Film Quarterly, 60: 1, Fall 2006: 16-27.
Ellwood, David, 2002. Americanisation or Globalisation?. History Today, Vol. 52, 9.
Gayler, H. J., 1984. Retail Innovation in Britain: The Problems of Out-of-Town Shopping Centre Development. Norwich: Geo Books.
Geist, J. F.,1969. Passagen, ein Bautyp des 19. Jahrhunderts. Munich: Prestel.
Harvey. D., 1984. The Urban Experience. Cambridge MA and Oxford: Blackwell.
Henderson. D. R., 2008. «German Economic Miracle», στο: The Concise Encyclopedia of Economics, https://www.econlib.org/library/Enc/GermanEconomicMiracle.html (22/4/12).
Lofland, L., 2000. Urbanity, tolerance and public space στο: Deben L., Heinemeyer W., Van der Vaart D. (eds.) Understanding Amsterdam: Economic Vitality, City Life and Urban Form. Amsterdam: Het Spinhuis.
Maier, Charles S., 1981. The Two Post-war Eras and the Conditions for Stability in Twentieth-Century Western Europe. The American Historical Review, University of Chicago Press, Vol. 86, No. 2. Apr., 1981, pp. 327-352.
Mazower, M., 1999. Dark Continent. Europe’s Twentieth Century. London: Penguin.
Mitchell D., 2003. The Right to the City: Social Justice and the Fight for Public Space. New York: The Guilford Press.
Pizzorno, A., 1964. The Individualistic Mobilization of Europe, Daedalus, 93: 1, (winter 1964), 199-224.
Rogers, A., 1998. The Spaces of Multiculturalism and citizenship, International Social Science Journal, 156, 201-213.
Willett, Ralph, 1989. The Americanization of Germany, 1945-1949, New York & London: Routledge
Young, I., 1990. Justice and the Politics of Difference. Princeton, NJ : Princeton University Press.
Young, I., 2000. Inclusion and Democracy, Oxford: Oxford University Press.
Διβάνη, Λ. 2000. Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947). Απόπειρα πατριδογνωσίας. Αθήνα: Καστανιώτη.
Θεολόγου, Κ. -Βενετή Α., 2011. Υλικός και άυλος δημόσιος χώρος: η εννοιολόγηση του ελληνικού priblic. Πρακτικά Δημόσιος Χώρος Αναζητείται, ΤΕΕ/ΤΚΜ, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2011, Α2: 27-29.
Καρακούσης, Α., 2006. Μετέωρη χώρα. Από την κοινωνία της ανάγκης στην κοινωνία της επιθυμίας 1975-2005. Αθήνα: Εστία
Ο Κώστας Θεολόγου είναι επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ και σύμβουλος καθηγητής στο ΕΑΠ
ktheolog@central.ntua.gr
Το κείμενο αποτελεί εισήγηση του Κώστα Θεολόγου στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος, 27- 30 Σεπτεμβρίου 2012 στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.